Κριτική του βιβλίου του Σταύρου Βαλτά, “Στους δρόμους και στις γειτονιές” από τον Αρ. Κυριαζή

Το ενδιαφέρον και εξαιρετικό πρώτο βιβλίο, «Στους δρόμους και στις γειτονιές- Διηγήματα, λαογραφικά και δοκίμια», του Καλλονιάτη Σταύρου Βαλτά, τέως προέδρου και επί σειράν ετών, από το 1979, μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Καλλονιατών Λέσβου, που κυκλοφόρησε καλοτυπωμένο και προσεγμένο στις 29-5-19 από τις εκδόσεις «Παράγραφος» της Αθήνας, με τις εξήντα εννέα σχετικές φωτογραφίες και τις δύο εικόνες των αρχών του εικοστού αιώνα στο εξώφυλλο και οπισθόφυλλο της συνοικίας «Αρχοντομαχαλάς» της Καλλονής, άριστα φιλοτεχνημένες από τον καταξιωμένο ζωγράφο Γιάννη Δημητράκη και με τα καλογραμμένα ιστορικά διηγήματα, τις σημαντικές λαογραφικές καταγραφές και τα εμπεριστατωμένα δοκίμια, αποτελεί κατάθεση ψυχής και εκδήλωση της άπειρης αγάπης του για τη γενέτειρά του, την όμορφη και ιστορική Καλλονή.

Αριστείδης Κυριαζής (*)
aristeidis2007@gmail.com

Ο Σταύρος Βαλτάς, μας ξεναγεί στους δρόμους και στις γειτονιές της Καλλονής αλλά και στους γύρω λόφους, στον Κάμπο και στον ομώνυμο Κόλπο μέχρι και την είσοδό του. Πέρα από την ευαίσθητη κατάθεση των προσωπικών βιωμάτων, ο συγγραφέας παραθέτει αξιόλογα και δημοσιευμένα για πρώτη φορά στοιχεία που συμβάλλουν στη μέχρι σήμερα ιστορική, κοινωνική και λαογραφική καταγραφή της Λέσβου.

Τα οκτώ θαυμάσια διηγήματα που περιέχονται στο βιβλίο και των οποίων τα τρία δημοσιεύθηκαν αρχικά στο περιοδικό «Τα Καλλονιάτικα» την τριετία 1990-92, θα τα παρουσιάσει ο συντοπίτης Δημήτρης Βανέλλης, ενώ η δική μου παρέμβαση αφορά το δεύτερο μέρος του βιβλίου που περιέχει τα «Λαογραφικά και Δοκίμια», όπου κατατίθενται πρωτότυπα κείμενα που διασώθηκαν στην Καλλονή.

Από τα λαογραφικά διακρίνω την «Κουκουβάγια Ρουδανή … την Καλλονιάτισσα», για την οποία ο συγγραφέας καταγράφει τον αρχαίο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο:

«Η Νυκτιμένη, κόρη του μυθικού βασιλιά της Λέσβου Επωπέα, επειδή έγινε ερωμένη του πατέρα της ανταποκρινόμενη στον αιμομικτικό έρωτά του με τη βία ή με τη θέλησή της, ένιωσε ντροπή και έφυγε προς τα δάση, όπου η Αθηνά τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε κουκουβάγια με αποτέλεσμα στη συνέχεια και για πάντα να αποστρέφεται το φως και τα επικριτικά βλέμματα και να εμφανίζεται μόνο τη νύχτα στις σκοτεινές τρύπες, στους ίσκιους των δέντρων και των τοίχων ή στις στέγες των σπιτιών, όπου με τα διαπεραστικά μάτια και τη λυπημένη φωνή της φορτώνεται τη λαϊκή αντιπάθεια και οδήγησε στη δεισιδαιμονία ότι αν ακουστεί σε κάποιο σπίτι φωνή κουκουβάγιας σύντομα θα πεθάνει άνθρωπος».

Αντίθετα με τις παραπάνω δεισιδαιμονίες οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την κουκουβάγια ιερό πουλί αφιερωμένο στη θεά Αθηνά, ως σύμβολο νοήσεως και σοφίας, που προστάτευε το αθηναϊκό εμπόριο και την τιμούσαν τυπώνοντας την εικόνα της στον οπισθότυπο των νομισμάτων όπως στο Αθηναϊκό τετράδραχμο του 5ου αιώνα π.Χ. Παλαιότερα η κουκουβάγια αποτυπωνόταν στη δραχμή και σήμερα στο ευρώ.

Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι τη δεκαετία του 1960 η κουκουβάγια επιλέχθηκε, ως σήμα του Ελληνικού Οργανισμού Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, ενώ επίσης αποτελεί έμβλημα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Παλαιότερα οι κονκάρδες και τα πηλήκια των μαθητών του Γυμνασίου, έφεραν το σήμα με την παράσταση κουκουβάγιας, όπως θα θυμούνται οι μαθητές του εξαταξίου Γυμνασίου Καλλονής.

Για την κουκουβάγια της Καλλονής, που αποτελεί ένα ιδιαίτερο είδος της οικογένειας των Γλαυκιδών, τη «Μικρή Κουκουβάγια -Αθηνά», όπως επιστημονικά ονομάζεται, (Little Owl – Athene noctua), και η οποία δύσκολα διακρίνεται ανάμεσα στους κορμούς των ευκαλύπτων της Αγίας Τριάδας Καλλονής, ο Σταύρος Βαλτάς παραθέτει τους παρακάτω στίχους που διέσωσε η Καλλονιάτικη παράδοση:

«Κουκουβάγια ρουδανή,
πούνι γι άντρας στ’ Καλλουνή
τσι βαφτίζ’ ένα πιδί
τσι του θέτει Κουσταντή,
Κουσταντή Καραβουτσύρ’
σήκου, δόμου του πουτήρ’
να κιράσου ντου μ’ σαφίρ,
ντου μ’ σαφίρ ντου μπουνταλά
ντου γαϊδουροτσουφαλά,
που πιρνά απ’ του γιφύρ’
τσι χτυπά του παραθύρ’».

Το επόμενο λαογραφικό κείμενο του βιβλίου αναφέρεται στα σωτήρια μελτέμια που μειώνουν τον καύσωνα του καλοκαιριού και για τα οποία ο Αριστοτέλης, που έζησε στη Λέσβο την τριετία 345-343 π.Χ. ερευνώντας τα ψάρια και τα όστρακα του Κόλπου της Καλλονής, τα ονόμασε «Ετησίαι» λόγω της ετήσιας καλοκαιρινής περιοδικότητάς τους και επινόησε το εικονιζόμενο ανεμολόγιο, γράφοντας ότι: «Οι Ετησίαι για τους κατοίκους της Δύσης πνέουν (από ΒΔ) από τον Απαρκτία, τον Θρασκία, τον Αργέστη και τον Ζέφυρο ενώ για τους κατοίκους της Ανατολής πνέουν (από τα ΒΑ) από τον Απαρκτία μέχρι τον Απηλιώτη».

Επίσης, ο Ερέσιος Θεόφραστος, που συνόδευσε τον Αριστοτέλη στη Λέσβο, ερευνώντας τα φυτά του κάμπου εξήγησε γιατί τα μελτέμια πνέουν κάποιες ώρες και κοπάζουν αργότερα, γράφοντας: «Όταν λοιπόν ο ήλιος αρχίζει να λιώνει τον πάγο και να κυριαρχεί, εμφανίζονται οι βορειοανατολικοί άνεμοι που προηγούνται και στη συνέχεια πνέουν οι Ετησίαι. Το γεγονός ότι οι Ετησίαι σταματούν με τη δύση του ηλίου και δεν φυσούν τη νύχτα οφείλεται στο ότι το χιόνι σταματάει να λιώνει όταν δύει ο ήλιος, οπότε τη νύχτα δεν λιώνει. Ωστόσο μερικές φορές φυσούν και τη νύχτα, όταν το λιώσιμο είναι μεγαλύτερο».

Από τα δοκίμια του βιβλίου εστιάζω στην πρωτότυπη εργασία: «Τα σημάδια, Σημαδούρες-πυραμίδες του Κόλπου Καλλονής», που ορθώνονται κτισμένες στην ανατολική ακτή της εισόδου του και βοηθούν τους ναυτικούς, καταπώς γράφει ο Βαλτάς:

«Οι σημαδούρες-πυραμίδες, «τα σημάδια» στη γλώσσα των ψαράδων, είναι χτισμένες σε ζευγάρια στη στεριά. Η μία κοντά στην παραλία και η άλλη σε κάποιο ύψωμα, πιο μέσα. Καθώς ο καπετάνιος έμπαινε στην είσοδο του κόλπου, και έβλεπε το πρώτο ζευγάρι πυραμίδων κανόνιζε την πορεία του έτσι ώστε να έχει και τις δυο πυραμίδες με το σκάφος του στην ίδια ευθεία. […] Μόλις έφτανε στο σημείο, που το σκάφος του ερχόταν στην ίδια ευθεία με το επόμενο ζευγάρι των πυραμίδων, άλλαζε πορεία και κινιόταν πάνω στη νέα γραμμή και ούτω καθεξής».

Μία άλλη πρωτότυπη λαογραφική εργασία του βιβλίου απαντά στο ερώτημα: Τί είναι οι «χρειγιές», δηλαδή τα σκεύη-εργαλεία παρασκευαζομένων ή συλλεγομένων αγαθών, σε εργασίες που δεν έπαιρναν αναβολή και γι’ αυτό τα αντικείμενα αυτά δύσκολα τα δάνειζαν.

Στο μάζεμα της ελιάς χρειγιές ήταν τα ελαιόπανα, τα δίχτυα, τα καλάθια, τα τσουβάλια. Στον τρυγητό τα καλάθια, κοφίνια, καφάσια όπου μάζευαν τα σταφύλια.

Το ίδιο ίσχυε για κάθε είδους κηπευτικά. Ακόμα και στα χοιροσφάγια, όπου και πάλι ο τελικός στόχος ήταν εκείνος της “συλλογής” του χοιρινού σε αναλώσιμη μορφή, η εργασία απαιτούσε διαφόρων κατηγοριών «χρειγιές» που στο τέλος όφειλαν να μαζευτούν, να τακτοποιηθούν και να φυλαχθούν.

Από τις κατά μήνα του έτους λαογραφικές καταγραφές του βιβλίου θα σταθώ στην ενδιαφέρουσα αναφορά για τον Δεκέμβριο και συγκεκριμένα στο δωδεκαήμερο των καλικάντζαρων όπου παρατίθεται η μαρτυρία της Καλλονιάτισσας Μαρίας Κωνσταντέλλη την οποία διέσωσε ο δάσκαλος της Καλλονής Κώστας Τσέλεκας, ως εξής: «Από τη μέρα που ξημερώνουν τα Χριστούγεννα ίσαμε τα Φώτα, δε κάνει να βγάλεις την αχλιά από τη γωνιά. Την παραμονή, στο μικρό αγιασμό, ραίνουμε γύρω-γύρω το σπίτι και τα ντουβάρια. Το έχουμε καλό για τους καλικατζάρους και τους μυρμήγκους. Τις ίδιες τις μέρες σφαλούν τα κουτρούπια γιατί δεν κάνει να φάνε σύκα και σταφίδες. Εκείνος που θα γεννηθεί από τα Χριστούγεννα ίσαμε τα Φώτα, πρέπει ανήμερα τα Φώτα να τον βαφτίσουν, για να μη γίνει καλικατζαρέλ’».

Η παραπάνω καταγραφή μου θυμίζει τα όσα βάσανα ετοιμάζαμε τη δεκαετία του εξήντα οι πιτσιρικάδες του Ανατολικού Μουράγου της Καλλονής στον αυστηρό θεολόγο καθηγητή Σωτηριάδη, που έμεινε σε σπίτι του Δυτικού Μουράγιου, σε αντίποινα των καταγγελιών του στον Γυμνασιάρχη για την πέραν του επιτρεπομένου ωραρίου παραμονή μας στο διπλανό του σπιτιού μας σοκάκι, όπου παίζαμε και χαλούσαμε τον κόσμο, με την άδεια των γονέων μας και για την οποία παράβαση είχαμε εισπράξει αρκετές αποβολές και μειώσεις βαθμολογίας στα θρησκευτικά.

«Η επίθεση στο σπίτι του καθηγητή ορίστηκε για το βράδυ των Χριστουγέννων, αφού ο ετήσιος χορός του γυναικείου Συλλόγου, της Ευποιίας, πολύ μας βόλευε. Είχαμε τη χρήσιμη πληροφορία ότι ο καθηγητής θα τιμούσε την εκδήλωση και την επομένη θα έφευγε για την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ακριβώς στις δώδεκα τα μεσάνυχτα οι μικροί καλικάντζαροι ανεβήκαμε από την καρυδιά της διπλανής αυλής στα κεραμίδια και δεμένοι με σχοινιά, για λόγους ασφάλειας, αρχίσαμε να κατεβαίνουμε στο τζάκι της τραπεζαρίας από τον αφανόχτη.

Πρώτος κατέβηκε ο Στρατής, που ένιωθε περισσότερο από όλους δαιμονισμένος και παλαβός Ήξερε πως αν κάποιος γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο, οι γονείς οφείλουν, κατά το έθιμο, να τον βαφτίσουν γρήγορα, πριν από τα Φώτα για να μη γίνει καλικάντζαρος. Δεν μαρτύραγε ότι ίδιος γεννήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου και βαφτίστηκε πολύ καθυστερημένα, το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Οι υπόλοιποι μπήκαν στην τραπεζαρία και λέρωσαν με καβαλίνες τη σόμπα πετρελαίου και την αχλιά στο μαγκάλι της κουζίνας. Ότι δήλωνε φωτιά. Έσπασαν το γυαλί της λάμπας που σε περιπτώσεις διακοπής ρεύματος χρησιμοποιούσε ο καθηγητής και αφαίρεσαν όλους τους γλόμπους του ηλεκτρικού φωτισμού.

Σαν δαιμονισμένα πλάσματα του κάτω κόσμου, δεν ήθελαν να υπάρχει η δυνατότητα να εμφανισθεί φως, που θα διέκοπτε κάποια στιγμή το αγαπημένο τους πυκνό σκοτάδι. Πιστά στην κάθε μορφής ακαταστασία, ανακάτεψαν ότι βρήκαν μπροστά τους, ξεπάτωσαν όλα τα μπουκάλια και το κουτρούπι του λαδιού στο υπόγειο, που επιμελώς ο κύριος καθηγητής είχε σφραγίσει κατά το έθιμο, κι ας έλεγε στο μάθημα των Θρησκευτικών πως όλα αυτά τα ειδωλολατρικά δεν τα πίστευε…»

Ένα ακόμα λαογραφικό κείμενο του βιβλίου του Βαλτά αναφέρεται στον Αύγουστο, τον μήνα που προβλέπει τους Δώδεκα με τα «Μερομήνια» όπως ονομάζονται οι δώδεκα πρώτες ημέρες του Αυγούστου. Παρατηρώντας τα καιρικά φαινόμενα αυτών των πρώτων δώδεκα ημερών οι άνθρωποι μάντευαν την καιρική κατάσταση των δώδεκα μηνών.

Για παράδειγμα, όταν εκείνη την ημέρα το πρωί είχε αέρα, ο καιρός των πρώτων ημερών του αντίστοιχου μήνα προβλεπόταν άστατος. Όταν υπήρχαν άσπρα σταθερά σύννεφα, ο καιρός θα ήταν βροχερός. Άσπρα σύννεφα που τρέχουν, σήμαινε χιονιά. Σκούρα σύννεφα, κρύο. Όταν ο ουρανός ήταν καθαρός, ο καιρός του αντίστοιχου μήνα θα ήταν καλός.

Στη Λέσβο, όπως γράφει ο Βαλτάς, ο συστηματικότερος παρατηρητής των μακροχρόνιων προβλέψεων του καιρού, ήταν ο Στέλιος Πάγκας από τη Νάπη, γνωστός ως Κλουμουδιώτης. Τις προβλέψεις του τις τύπωνε σε φυλλάδια τα οποία και πουλούσε. Διδάσκαλος πολλών συστηματικών παλιών παρατηρητών όπως του Μανώλη Θεοδοσίου από την Σκάλα Καλλονής και σύγχρονων, όπως του Γιάννη Κεραμιδά και της Ιωάννας Χατζηδιάκου από την Καλλονή, ήταν ο αιωνόβιος Θεόδωρος Χατζημήτρος από την Ανεμώτια.

Πολύτιμες είναι και οι φωτογραφίες που κοσμούν το βιβλίο από τις οποίες διέκρινα στις τελευταίες σελίδες δύο του φωτογράφου Σίμου Χουτζαίου.

Την πρώτη από την απαράδεκτη εγκατάσταση των Μικρασιατών Ελλήνων προσφύγων τον Σεπτέμβριο του 1923 μέσα στον ποταμό Αχερώνα της Αχερώνης, που φούσκωνε επικίνδυνα με την πρώτη φθινοπωρινή νεροποντή, στη θέση του ανατολικού Μουράγιου, κάτω από το παλιό κοινοτικό κατάστημα της Καλλονής, δίπλα από τον κορμό της λεύκας που υπήρχε τότε ριζωμένη στον ποταμό και όπου στο κρηπίδωμά του διακρίνονται τέσσερα εικονίσματα και στην κοίτη του έξι γυναίκες, μία από τις οποίες κρατά στην αγκαλιά της ένα βρέφος. Διακρίνονται επίσης οι πέτρες των ορίων των λίγων τετραγωνικών της εγκατάστασης, που χώριζε την οικογένειά τους από τις διπλανές του ομαδικού καταυλισμού τους.

Επίσης διέκρινα την εξαιρετική φωτογραφία της Αχερώνης με τον Αχερώνα ποταμό και το όμορφο τρίτοξο γεφύρι του, που πρέπει να υπήρχε επί Γατελούζων (1354-1462) και το οποίο επισκευάστηκε το 1564 από την περιουσία της Μονής Λειμώνος, ηγεμονεύοντος του Μεθοδίου Αγαλλιανού, γιου του Αγίου Ιγνατίου Μηθύμνης. Η Γέφυρα ξανακτίστηκε το 1676 χάριν της κοινωφελείας του Μητροπολίτη Μηθύμνης Μακαρίου Γ΄, για να γκρεμισθεί δυστυχώς από την Κοινότητα Καλλονής το 1938 ώστε να κτισθεί η μικρή τότε τσιμεντένια πλατεία και να επικαλυφθεί αργότερα όλο το τμήμα του ποταμού που διέσχιζε απ’ άκρου σε άκρο την Αχερώνη. Κλείνω την παρουσίαση του εξαίρετου βιβλίου με τη δεύτερη παράγραφο του επιλόγου του, όπου ο Σταύρος γράφει:

«Στην πλατεία Καλλονής, έζησα τα πρώτα δεκαοκτώ χρόνια της ζωής μου, εκεί κοντά στο εμβληματικό γεφύρι που δυστυχώς δεν το πρόλαβα. Ζωτικός μου χώρος η πλατεία, με κέντρο το μαγαζί του πατέρα μου Ξενοφώντα Βαλτά, ανάμεσα στο καφενείο του Φωτιάδη και στο κρεοπωλείο του Αθανασίου Σελάχα. Τα τρία αυτά κτίρια μαζί, ήταν το σπίτι του προπάππου μου Νικολάου Φωτιάδη, προικώο της γιαγιάς μου (εκ πατρός) Ελένης το μισό και των αδελφών της Μιλτιάδη (Βεελζεβούλ) και Κώστα το υπόλοιπο».

Για τον Μιλτιάδη Φωτιάδη, ο Μιχάλης Καλλοναίος-Καρέκος, πρωτεξάδελφος της μητέρας μου Σαπφούς Καρέκου, στο βιβλίο του «Σκίτσα της Καλλονής», έγραψε το 1927: «Σ’ έναν όμιλον νέων μπορεί να διακρίνη κανείς τον πυρήνα μιας μελλοντικής πνευματικής συγκομιδής. Η εμφάνισις του «Βεελζεβούλ» μάς απεκάλυψεν ένα φύλλον με αξιέπαινην δημιουργικήν εργασίαν του εκδότου και μ’ αρκετήν σάτυραν των συνεργατών του και μάλιστα του “Χωλού Διαβόλου”. Ο Βεελζεβούλ εκδότης του (Μιλτιάδης Φωτιάδης) νευρόσπαστον εξυπνάδας, που με τα χαριτωμένα ανέκδοτά του, ιστοριούλες Γκράν Γκινιόλ, έχει γεμίσει το χωριό, σ’ ένα περιβάλλον πνευματικώς ανώτερον θα είχε καλήν εξέλιξιν».

Αγαπητέ φίλε Σταύρο, συστήνοντας στους παρευρισκόμενους και σε όλους τους Λέσβιους την ανάγνωση του βιβλίου σου, εύχομαι για την έκδοση του επόμενου βιβλίου που ετοιμάζεις, τονίζοντας ότι η ακροτελεύτια αναφορά σου στον θείο σου Μιλτιάδη Φωτιάδη υπενθυμίζει το πνεύμα που διαπερνά τα δημοσιεύματά σου και την ενεργό συμμετοχή σου στην έκδοση του περιοδικού «Λεσβιακά Νιάτα» της «Λεσβιακής Ένωσης Σπουδαστών» των ετών 1974-84 με παράλληλη δημοσίευση νεανικών σκίτσων σου, αλλά κυρίως τη συμμετοχή σου στην έκδοση των πρώτων τευχών του περιοδικού του Συλλόγου Καλλονιατών Λέσβου, «Τα Καλλονιάτικα», όπου δημοσίευσες πολυάριθμα κείμενα που τα χαρακτηρίζει η αγάπη και η προσφορά σου για τη γενέθλια Καλλονή, την παλιά εποχή της οποίας αναζητείς και προσπαθείς να φωτίσεις γράφοντας από τον Μάρτιο του 1981 με το πρώτο σου κείμενο με τον τίτλο «Κ ‘να», για τον σεισμό των Αλκυονίδων νήσων των 6,7 ρίχτερ, με την υπογραφή Σ. Ξ. Β. (Σταύρος Ξενοφώντα Βαλτάς), μέχρι έναν άλλο Μάρτιο, εκείνον του 1991, όταν εγκαινίασες πάλι στα «Καλλονιάτικα» τη σταθερή πνευματώδη στήλη «Όσα ακούει η Πλατεία», που διατήρησες επί 26 χρόνια και την οποία συνεχίζεις στο διαδίκτυο από το 2017.

__________________________

*Η κριτική αναφορά του Αριστείδη Κυριαζή πρωτοπαρουσιάστηκε στη διάρκεια της παρουσίασης του βιβλίου του Σταύρου Ξ. Βαλτά, «Στους δρόμους και στις γειτονιές-Διηγήματα Λαογραφικά & Δοκίμια» στην «Στοά του Βιβλίου» το Σάββατο, 5 Οκτωβρίου 2019 και επαναλήφθηκε σε αντίστοιχη εκδήλωση ενώπιον μεγάλου αριθμού συμπολιτών του συγγραφέα, στην Παλλήνη, τη Δευτέρα, 16 Δεκεμβρίου 2019.

** Σύντομη βιογραφική αναφορά στον Αριστείδη Κυριαζή

Ο Αριστείδης Κυριαζής γεννήθηκε στην Καλλονή Λέσβου, όπου μαθήτευσε μέχρι και την Ε’ τάξη Γυμνασίου.
Αποφοίτησε από το Ε’ Γυμνάσιο Αρρένων στα Εξάρχεια.
«Είναι πτυχιούχος του Φυσικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση τα έτη 1975-2010 ως καθηγητής και Διευθυντής Λυκείου και Τεχνικής Σχολής.
«Το 1996 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Δωδώνη» το πρώτο του βιβλίο «Αναζητώντας την Ερατώ», το 1999 από τις ίδιες εκδόσεις το μυθιστόρημα «Η Ερατώ εις Λέσβον καί εις τόν Μυτιληναίων Αίγιαλόν» -το βιβλίο επανεκδόθηκε το 2000 από τις εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ»-, το 2010 “Τα Αστέρια του Μουράγιου” από τις εκδοσεις Αιολίδα της Λέσβου και το 2018 το βιβλίο “Κόλπος Καλλονής Λέσβου-Ιστορική Περιήγηση”, καρπός δεκαετούς ερευνητικής αναζήτησης σε περισσότερες από 70 ιστορικές πηγές.
Άρθρα του και έρευνες του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και πολυσυλλεκτικούς τόμους με παράλληλη δημοσιογραφία σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνο και τηλεόραση
Ο Αριστείδης Κυριαζής, εξακολουθεί να αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά.