Γλωσσικά λάθη και χρήσιμοι οδηγοί /Του Παντελή Μπουκάλα

Ινα Αναγνωστοπούλου, Λία Μπουσούνη-Γκέσουρα: «Το λέμε σωστά; Το γράφουμε σωστά; Λάθη που γίνονται συχνά στο γραπτό και στον προφορικό λόγο». Εκδόσεις «Μεταίχμιο», 2006, σελ. 189.

Δεν έχουν το ίδιο βάρος όλα τα λάθη που παράγονται κατά τη γραπτή και την προφορική χρήση της γλώσσας, δεν τα παράγει η ίδια λογική και δεν ερμηνεύονται όλα με τον ίδιο τρόπο.

Μερικά από αυτά κομίζουν δοκιμαστικά κάποια λύση για ορισμένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η γλώσσα στη διαδρομή της, και άλλα ηχούν απλώς σαν αποδείξεις μιας ρηχής γνώσης που βιάζεται να καλύψει την επιπολαιότητά της.

Οι μετ’ αυξήσεως προστακτικές, ας πούμε, του τύπου «υπέγραψε» ή «παρήγγειλε», οι οποίες πιθανόν ακούγονται «προστακτικότερες» από τις ορθές αναύξητες, κάτι υποδηλώνουν έτσι όπως έρχονται με επιμονή, και παρά τις συχνές συστάσεις και οδηγίες, από έναν δρόμο που οι σημαδιακότεροι δείκτες του είναι το λόγιο «επέστρεφε» του Κ.Π. Καβάφη και το λαϊκό «έμπαινε Γιούτσο» των γηπέδων.

Αντίθετα, τίποτε άλλο από πνευματική σύγχυση δεν υποδηλώνει (και δεν προκαλεί) η συχνόχρηστη φρασούλα «ήχησαν οι Σειρήνες για τον τάδε ποδοσφαιριστή».

Εδώ οι δυσοίωνες σειρήνες της αστυνομίας μπερδεύονται με τις γλυκόλαλες Σειρήνες του μύθου και του Ομήρου, κι έτσι, αντί να καταλάβουμε ως αναγνώστες ότι κάποια μεγάλη ομάδα ενδιαφέρεται να αποκτήσει τον μπαλαδόρο μας, πληρώνοντάς τον αδρότατα, μπαίνουμε στην ανησυχία μήπως διώκεται για κάτι παράνομο.

«Υβριδικά» ασύντακτα

Ας προστεθεί ότι δεν είναι λάθη όλα όσα χαρακτηρίζονται έτσι, από βιασύνη, αγνωσία ή και από εκείνη την αλαζονεία των όντως ή κατά φαντασίαν ειδημόνων, ή τέλος πάντων δεν είναι λάθη που μόλις τώρα εμφανίζονται, επειδή εμείς μόλις τώρα τα αντιληφθήκαμε.

Μπορεί, επί παραδείγματι, να γκρινιάζουμε όποτε ακούμε «υβριδικά» ασύντακτα του τύπου «πληγέντων περιοχών», όπου μετοχή (ή και επίθετο) αρσενικού γένους συνάπτεται με ουσιαστικό θηλυκού γένους, το λάθος αυτό όμως, πιθανόν ηθελημένο, είναι σχεδόν συνομήλικο της ελληνικής γλώσσας, αφού το διέπραξαν και κορυφαίοι τεχνίτες της, ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος, ο Αισχύλος, ο Καλλίμαχος.

Με τούτα κατά νουν ο Εμμανουήλ Ροΐδης είχε περίπου θεωρητικοποιήσει το δικαίωμα στη διάπραξη του συγκεκριμένου λάθους, ώστε να μην «πικραίνεται η ακοή μας» από φράσεις ορθές πλην βαρύηχες, όπως το «ζωσών γλωσσών».

Αλλά κι εκείνο το «απ’ ανέκαθεν», που επίσης μας στενοχωρεί επειδή συζευγνύει το «από» με το «-θεν», έχει μακρά προϊστορία, λόγια και δημοτική· και ο Οδυσσέας Ελύτης το έχει υιοθετήσει σε ποιήματά του, και τα λεξικά των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα καταγράφουν τη λαϊκή χρήση του. Και το κρισιμότερο: ήδη στα ιδρυτικά κείμενα της ελληνικής γλώσσας και στον πατριάρχη Ομηρο, τόσο στην «Ιλιάδα» όσο και στην «Οδύσσεια», εντοπίζουμε ανάλογα του «απ’ ανέκαθεν», το «απ’ ουρανόθεν» συγκεκριμένα καθώς και το «εξ ουρανόθεν». Αλλά και στα θεωρούμενα θεόπνευστα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης συναντούμε το «ανελλήνιστο» ή «ανάττικο» «από μακρόθεν».

Αν στις μέρες μας γίνονται περισσότερα λάθη, στην ομιλία ή στον γραπτό λόγο, είναι κάτι που για να τεκμηριωθεί δεν αρκούν οι προκαταλήψεις ή οι ιδεοληψίες μας· το σίγουρο είναι ότι φαίνεται πως γίνονται περισσότερα. Και φαίνονται περισσότερες οι αστοχίες επειδή είναι πολύ περισσότεροι πια όσοι γράφουν και τυπώνουν (τα βιβλία, τα περιοδικά, τις εφημερίδες τους), και επίσης πολύ περισσότεροι όσοι μιλούν δημόσια στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Αυτός ο ούτως ειπείν γλωσσικός εκδημοκρατισμός, που συμπληρώνεται από όσα γράφονται στις αναρίθμητες ηλεκτρονικές «σελίδες» του Διαδικτύου, έχει προσθέσει χιλιάδες δημόσιους (ή ημιδημόσιους) χρήστες.

Πολλαπλασιάστηκαν έτσι οι πιθανότητες λάθους (ή «λάθους»), ακριβώς επειδή οι γλώσσες που δεν αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους προβλήματα είναι οι νεκρές· και η δική μας, παρά τα μνημόσυνα που τελούνται κάθε τόσο υπέρ αναπαύσεώς της, παραμένει ζωηρότατη.

Καταγραφή λαθών

Στους ήδη υπάρχοντες «γλωσσικούς οδηγούς» (λόγου χάρη στο βιβλίο «Λάθη στη χρήση της γλώσσας μας» της Ιωάννας Παπαζαφείρη, εκδ. «Σμίλη», 1988) προστέθηκε το βιβλίο «Το λέμε σωστά; Το γράφουμε σωστά;» της Ινας Αναγνωστοπούλου και της Λίας Μπουσούνη-Γκέσουρα. Φιλόλογοι που υπηρετούν στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο οι δύο συγγραφείς, καταγράφουν λάθη ορθογραφικά, μορφολογικά, συντακτικά καθώς και άλλα σχετιζόμενα με τη φωνολογική εικόνα λέξεων.

Οσοι παρακολουθούν τη σχετική εκδοτική παραγωγή (λεξικών, γραμματικών, λαθοκτόνων «οδηγών») θα συμφωνήσουν ότι το βιβλίο έχει πράγματι τον καταγραφικό χαρακτήρα με τον οποίο σφραγίζεται ήδη από το προλογικό σημείωμα των συντακτών του: «Θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι απλώς καταγράψαμε και επιχειρήσαμε να κατηγοριοποιήσουμε περιπτώσεις λαθών στο γραπτό και στον προφορικό λόγο».

Ο δηλωμένος καταγραφικός χαρακτήρας, ωστόσο, δεν είναι ουδέτερος: στα λήμματα που παιδεύουν τους διορθωτές βιβλίων και εφημερίδων, και θα τους παιδεύουν για χρόνια ακόμα (στα λήμματα δηλαδή που μόλις προ ολίγων ετών απέκτησαν διπλή γραφή, όπως το «έωλος»/«αίολος» ή «ορθοπεδικός»/«ορθοπαιδικός»), οι συγγραφείς, που γενικά υιοθετούν παρά επιχειρηματολογούν και αποδεικνύουν, ενστερνίζονται, χωρίς όμως εξηγήσεις, τις προτάσεις του Λεξικού Μπαμπινιώτη, εκτός, όσο βλέπω, μιας και μόνης περίπτωσης: προκρίνουν, άνευ εξηγήσεως και πάλι, την εκδοχή «το φιλοθεάμον κοινό» και όχι «φιλοθέαμον», όπως το δίνει τόσο ο Γ. Μπαμπινιώτης όσο και το Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη και το Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη (που απουσιάζει από τις παρατιθέμενες Βιβλιογραφικές Πηγές του βιβλίου, όπως και το Λεξικό Κριαρά) καθώς και το παλαιό μα αναντικατάστατο Λεξικό Δημητράκου.

Γραφές συζητήσιμες

Ως διορθωτής, που πέντε ή και δέκα φορές τη μέρα πέφτω σε μπελά, για το ποιο είναι το σωστό ή το σημερινό «σωστό», έχω την «απαίτηση» να εξηγούν γιατί προτείνουν κάτι όσοι το προτείνουν.

Το εδώ παρουσιαζόμενο χρηστικό βοήθημα αποφεύγει τις πολλές εξηγήσεις, μόνο που έτσι υπηρετείται η μηχανική απομνημόνευσή του, όχι η γνώση: ως προς τα κύρια, συνοψίζει το Λεξικό Μπαμπινιώτη, προτείνοντας ως οριστικές λύσεις κάποιες γραφές που παραμένουν συζητήσιμες, παραμένουν εκδοχές ή πιθανότητες, για τις οποίες η γλωσσολογική και φιλολογική κοινότητα συνεχίζει να αντιδικεί.

Εγχειρήματα αυτού του τύπου αποκτούν μεγαλύτερη αξία όταν ρισκάρουν και προτείνουν, επιχειρηματολογώντας, πάντοτε επιχειρηματολογώντας.

Αδυνατώ, ας πούμε, να καταλάβω γιατί το «σωστό» είναι να γράφουμε «κατ’ αρχάς», με δύο λέξεις, όταν η μονολεκτική γραφή του έχει ήδη υποστηριχθεί επαρκώς και έχει σχεδόν επικρατήσει, ενώ ταυτόχρονα το «κατ’ αρχήν» ξεφεύγει από τη λαβίδα του σωστού/λάθους, αφού, όπως σημειώνεται, μπορούμε να το γράφουμε «με μία ή με δύο λέξεις».

Καμία σχέση δεν έχει βέβαια αυτό με τη μέλλουσα πνευματική πορεία της ελληνικής γλώσσας, με την ποίησή της ή την πεζογραφία της· ποτέ, άλλωστε, δεν θα πάψουν να υπάρχουν λογοτέχνες που θα γράφουν θαυμάσια, ενώ θα γράφουν τύποις λανθασμένα. Θα ήθελα ωστόσο σαφέστερες απαντήσεις ως προς τα υπόλοιπα, που δεν είναι λίγα.

Θα ήθελα δηλαδή να καταλάβω γιατί οφείλουμε οπωσδήποτε να καταδικάζουμε σαν λάθος το «πριν το» (ακούω το τραγούδι και τώρα που γράφω, και λέω, τι το σωστό και πού το λάθος: «πριν το χάραμα μονάχος / εξεκίνησα…»). Και γιατί, προς Θεού, είναι λάθος το «είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω», όπως υποδεικνύουν οι δύο συγγραφείς.

Τι δηλαδή, επειδή ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του έγραψε τη φράση «ει μη ήλθον και ελάλησα αυτοίς, αμαρτίαν ουκ είχον», σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα, άρα με συγκεκριμένους χρόνους και τύπους, σημαίνει ότι δεν δικαιούμαστε εμείς, οπωσδήποτε μη θεόπνευστοι, να προσαρμόσουμε την «καθιερωμένη» έκφραση στην εκφραστική μας ανάγκη;

Σωστά υπενθυμίζουν στον πρόλογό τους οι συγγραφείς έναν γλωσσολογικό κοινό τόπο, ότι «δεν αποκλείεται, φυσικά, στο απώτερο μέλλον κάποια τουλάχιστον από αυτά να μη θεωρούνται πλέον λάθη, εφόσον η χρήση τα έχει επιβάλει» (έτσι ακριβώς όπως επέβαλε, αιώνες αιώνων τώρα, το λανθασμένο «εφέτος» αντί του ορθού «επέτος»).

Να προσδιοριστεί επακριβώς το «απώτερο μέλλον» δεν είναι δυνατόν, ποτέ δεν ήταν. Ως τότε, και γλωσσικοί «σύμβουλοι» θα εκδίδονται (όπως το «Μια πρόταση για ορθογραφία και ορθοέπεια και ορθοφωνία… Εξπρές T.V. με 102 απλά τεχνάσματα» του δικηγόρου Χρήστου Αρ. Χατζηπουλίδη, που ο πολυσυλλεκτικός του χαρακτήρας αμβλύνει το χιούμορ του) και ανθολαθολόγια, όπως «Ο μπαχτσές με τους μαργαρίτες. Το «μαρτύριο» της ελληνικής γλώσσας» του Χρήστου Φωτιάδη («Ελληνικά Γράμματα», 2006).

Από τον μπαχτσέ αυτόν, ένα μόνο δείγμα: «Η δραστηριότητα του βουλευτή πρέπει να είναι απερίσκεπτη». Βουλευτής ήταν αυτός που το είπε. Και μετά τον γλωσσικό του άθλο έγινε υφυπουργός.

Πηγή: εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ/Παντελής Μπουκάλας