Έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 59 ετών, μια γνώριμη και συμπαθής μορφή της Κάντζας, ο Ευάγγελος Λιόλης, επιχειρηματίας ορθοπεδικών ειδών και ιατρικού υλικού. Πέθανε το μεσημέρι της Παρασκευής 2 Δεκεμβρίου, για την ακρίβεια βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του, αργά το απόγευμα από φίλους του οι οποίοι ανησύχησαν για την τύχη του.
Σύμφωνα με αφηγήσεις ανθρώπων του περιβάλλοντός του, ώρα 11 το πρωί, φέρεται να μίλησε με την υπάλληλό του στο κατάστημα που διατηρούσε στο κέντρο της Καλλιθέας, η οποία, ανησυχώντας που ο εργοδότης της δεν είχε ανοίξει το 2ο κατάστημα που λειτουργούσε στα Γλυκά Νερά, επί της Λεωφ. Λαυρίου 182-184 –παραπλεύρως του Coffee Time- τον αναζήτησε στο σπίτι του, στην Κάντζα.
Στην συνομιλία που είχαν, της ανέφερε πως «δεν ένιωθε τις δυνάμεις του καλά και εφόσον συνέλθει θα πάει στο κατάστημα…».
Δυστυχώς για τον Βαγγέλη Λιόλη αυτή ήταν η τελευταία επικοινωνία του στη ζωή.
Οι συνεχείς τηλεφωνικές κλήσεις που γίνονταν ως αργά το απόγευμα έμεναν αναπάντητες κι αυτό ώθησε κάποιους φίλους του να ζητήσουν την συνδρομή της αστυνομίας, προκειμένου να εισέλθουν στο σπίτι του υποψιαζόμενοι ότι “κάτι του έχει συμβεί.”.
Οι ανησυχίες τους, δυστυχώς επαληθεύτηκαν. Τον βρήκαν νεκρό στο δωμάτιό του. Οι πρώτες εκτιμήσεις του ιατροδικαστή που έκανε την νεκροψία, ως λόγο θανάτου αναφέρουν «παθολογικά αίτια», όπως, όμως δηλώθηκε, τα ακριβή αίτια θα γίνουν γνωστά με το πέρας της τοξικολογικής εξέτασης.
Η κηδεία του εκλιπόντος έγινε στην Άρτα κατόπιν επιθυμίας των υπέργηρων γονέων του, οι οποίοι, λίγο πριν τη δύση της ζωής τους, υποχρεώθηκαν να αποχαιρετίσουν αυτοί πρώτοι τον αγαπημένο τους γιο.
Ο Βαγγέλης Λιόλης ήταν άνθρωπος με ευρείς προβληματισμούς, έντονα πολιτικοποιημένος και με πολλές ευαισθησίες. Αγαπητός στους φίλους του και επιτυχημένος στο χώρο της επαγγελματικής δραστηριότητας του. Συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο «Ε….Και;» από τις εκδόσεις «Τηλέμαχος», (παραπλεύρως εικονίζεται το εξώφυλλο της έκδοσης) προσδιορίστηκε από τον ίδιο ως «αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα» και στο βαθμό που ο «ήρωας» των 112 σελίδων «ταυτίζεται» με το πρόσωπό του, ο «Ν» τον ξεπροβοδίζει με τρεις δικές του φράσεις: «κάποιοι πρέπει να χαθούν, κάποιοι πρέπει να μαρτυρήσουν και άλλοι να βασανιστούν, για να ζήσουν οι επόμενες γενιές καλύτερα…»
Να είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει…