fbpx

ΓΙΟΥΝΙΑ & Μ΄ΤΣΟΥΝΕΣ / Αποκριά ο… ανάποδος κόσμος/ του Σταύρου Ξ. Βαλτά

Η ανατροπή που αναφέρει ο παρακάτω στίχος του γνωστού λαϊκού τραγουδιού πραγματοποιείται κάθε χρόνο την περίοδο της αποκριάς και του καρναβαλιού. Η περίοδος αυτή είναι η στιγμιαία και συμβολική ανατροπή των καθιερωμένων, φέρνει το «κάτω» στη θέση του «πάνω», τον λαό στη θέση της εξουσίας.

Να σου δώσω μια να σπάσεις,
αχ βρε κόσμε γυάλινε,
και να φτιάξω μια καινούργια
κοινωνία άλληνε.

ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ

Ο όρος «από-κρεως» ή carne-vale (καρναβάλι) σημαίνει αποχή από το κρέας. Η καταγωγή της γιορταστικής αυτής περιόδου, που είναι σήμερα ενταγμένη στο χριστιανικό εορτολόγιο, είναι αβέβαιη. Υπάρχουν πολλές υποθέσεις για την αρχαία γιορτή στην οποία αντιστοιχεί.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι προέρχεται από το πλούσιο σε γιορτές ελληνορωμαϊκό εορτολόγιο και είναι, όπως και το Δωδεκαήμερο, μια περίοδος που επιστρέφουν οι ψυχές των νεκρών στη γη. Τα πρωτόγονα στάδια της μεταμφίεσης συνδέονται με τη νεκρολατρεία.

Η σημερινή μορφή της Αποκριάς διαμορφώθηκε κατά τον Μεσαίωνα και τα βυζαντινά χρόνια. Οι αποκορυφώσεις στις αποκριάτικες δραστηριότητες είναι την Τσικνοπέμπτη, το Σάββατο και την Κυριακή της Κρεατινής, το τριήμερο Σάββατο και Κυριακή της Τυρινής και Καθαρή Δευτέρα.

Με την έναρξη του Τριωδίου, Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, ( η αρχή της αποκριάς), έκαναν δειλά – δειλά την εμφάνισή τους οι πρώτοι μασκαράδες, οι λεγόμενες «μουτσούνες», τα «γιούνια», όπως ονομάζονται σε μερικά χωριά της κεντρικής Λέσβου Καλλονή, Κεράμι, Αγ. Παρασκευή.

Την τελευταία εβδομάδα οι μουτσούνες πλήθαιναν, με αποκορύφωμα την Κυριακή της Τυρινής. Η λέξη μουτσούνα είναι βενετσιάνικη (musona = μάσκα) και έτσι έχει καθιερωθεί πλέον στο Ελληνικό λεξικό.

Οι μουτσούνες ήταν άντρες, γυναίκες και παιδιά κάθε ηλικίας, που μεταμφιέζονταν για να αποκρύπτουν την ταυτότητά τους και έκαναν επισκέψεις σε γειτονικά, φιλικά και συγγενικά σπίτια. Σχεδόν πάντα μέσα στα όρια της γειτονιάς.

Τα άτομα του σπιτιού που δέχονταν την επίσκεψη, τους υποδέχονταν με γέλια, χαρές και τους κερνούσαν.
Το πλέον σημαντικό, όμως, είναι ότι τα μεταμφιεσμένα άτομα έπαιζαν μέσα στο σπίτι που τους υποδεχόταν, αυτοσχέδια θεατρικά δρώμενα. Σατίριζαν, συνήθως, διάφορα γνωστά και γραφικά πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας, της γειτονιάς ή και της ίδιας οικογένειας, για τον τρόπο που μιλούσαν ή περπατούσαν ή συμπεριφέρονταν σε τρίτους.

Αποκριές στην Αγιάσο 1960. Διακρίνονται από αριστερά οι: Μαριάνθη Κολομόνδου-Χατζηγιάννη, Μυρσίνη Καμαρού-Κουτσκουδή, Σοφία Παπάνη-Βάλεση, Σαπφώ Κουτσκουδή-Τζίνη και ο παλαίμαχος καρνάβαλος Βασίλης Χατζηπαναγιώτης ή Σκανταλιάρης. Οι δυο μεταμφιεσμένοι δεν αναγνωρίζονται, μπορεί να είναι ο Στρατής Τζίνης και ο γιος του Παναγιώτης (Τάκης) Τζίνης. (Αρχείο Παναγιώτη Κουτσκουδή).

Είναι ενδιαφέρον ότι, τα άτομα που υποδύονταν τους πιο πάνω ρόλους, δεν είχαν παίξει ποτέ στη ζωή τους θέατρο και ελάχιστες φορές είχαν δει θεατρική παράσταση.

Αυτό όμως οπωσδήποτε φανερώνει ότι η ανάγκη της θεατρικής έκφρασης είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Οι μάσκες, το πιο βασικό εξάρτημα της μεταμφίεσης, όμως φαίνεται, υπάρχουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια και λέγεται μάλιστα πως είναι τόσο παλιές όσο και ο άνθρωπος.

Φαίνεται να γεννήθηκε από την ανάγκη αλλαγής προσωπικότητας και προβολής κάποιου άλλου προσωπείου και χαρακτήρα πιθανότατα. Ετυμολογικά η λέξη μάσκα προέρχεται από το λατινικό masca, το οποίο σημαίνει προσωπίδα. Ο λεγόμενος μασκαράς είναι ο προσωπιδοφόρος, ο μεταμφιεσμένος της αποκριάς (μεταφορικά σημαίνει απατεώνας ή κακοήθης).

Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της αποκριάς είναι λοιπόν το μασκάρεμα και η μεταμφίεση. Η μεταμφίεση εκείνων που μασκαρεύονταν γινόταν εντελώς ανέξοδα, με υλικά που ήδη υπήρχαν στο σπίτι.

Η επιτυχία της μεταμφίεσης εξαρτάτο από τη φαντασία, την καλαισθησία και την ικανότητα του μεταμφιεσμένου για τη δημιουργία της αστείας ή της τρομακτικής εικόνας που επιθυμούσε. Οι προγονοί μας δεν είχαν βέβαια την πολυτέλεια να αγοράζουν έτοιμες αποκριάτικες στολές. Γι’ αυτό δούλευε η δική τους δημιουργική φαντασία.

Το καρναβάλι είναι μια περίοδος ανατροπής των πάντων, απελευθέρωσης και εντατικοποίησης όλων των βιοτικών εκδηλώσεων. Δεν ισχύει η καθημερινή τάξη των πραγμάτων.

Αυτή η φιλοσοφία του «ανάποδου» κόσμου εκφράζεται σε πολλές εκδηλώσεις, μεταξύ άλλων και στις μεταμφιέσεις. Ο βασιλιάς ντύνεται ζητιάνος και ο ζητιάνος βασιλιάς.

Αποκριές στην Καλλονή 1938. Διακρίνονται από αριστερά οι: Ηλέκτρα Τακτικού, Μαργαρίτα Κουμέλλη, Ελισάβετ Ράλλη, Παρθενόπη Νικολαίδου, Μαρία Φραγγούλη, Αλίκη Παυλίδου και Ελένη Βέβου. Κάτω με το αδράχτι η Βιλελμίνη Κουμέλλη. Από το λεύκωμα του Χ.Ι. Τραγέλλη: «Η ΚΑΛΛΟΝΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΑΛΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ»

Πολλά στοιχεία του σημερινού ελληνικού καρναβαλιού προέρχονται από τις διαπομπεύσεις στο βυζαντινό ιπποδρόμιο: το μουντζούρωμα, η γαϊδουροκαβάλα με ίππευση ανάποδα πάνω σε ζώο ή «καμήλα», το κρέμασμα κουδουνιών, η μεταμφίεση σε γυναίκα, η ένδυση με κουρέλια, το πασάλειμμα με στάχτη, φούμο και άλλα, βωμολοχίες και παντομιμικά υπονοούμενα, όλα αυτά ήταν ατιμωτικές πράξεις εις βάρος του καταδικασμένου που τον γύριζαν, πριν από την τιμωρία του, στο ιπποδρόμιο.

Κατά την Αποκριά αυτά τα στοιχεία χάνουν όμως την προσβλητική σημασία τους, γιατί βασικές έννοιες και αξίες του λαϊκού πολιτισμού δεν ισχύουν κατά την περίοδο αυτή.

Οι γυναίκες του χωριού, που τον υπόλοιπο χρόνο προσέχουν να μη γίνουν θέμα αντρικής συζήτησης, διασκεδάζουν με τα τολμηρά αστεία των αντρών και ανταποδίδουν την ελευθεροστομία.

Το σεμνό και φιλότιμο παλικάρι ντύνεται γυναίκα, μαυρίζει το πρόσωπό του και πειράζει τον κόσμο. Σατιρίζονται ο παπάς και το μυστήριο του γάμου, γελοιοποιείται το δικαστήριο και η ιατρική εξέταση, γίνονται παρωδίες της γέννησης, του γάμου, του θανάτου και της κηδείας.

Η θηριομορφική μεταμφίεση, οι δαιμονικοί «αράπηδες» που πασαλείβονται με στάχτη και καπνιά, φοράνε μια προβιά ανάποδα ή ντύνονται με κουρέλια, κρεμάνε κουδούνια (κουδουνάτοι Μεσοτόπου Λέσβου) και πηγαίνουν έτσι από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας, πίνοντας, αισχρολογώντας και πειράζοντας τον κόσμο.

Αυτά τα θέματα κυκλοφορούν με διάφορες ονομασίες, όπως «μασκαράδες», «κουδουνάτοι», «καρναβάλια», «μουτσούνες», «καμουζέλες», «καμήλες», «μπούλες», «σκυλαραίοι» «γιούνια» κ.τ.λ. Συνήθως υπάρχουν και ο γαμπρός και η «νύφη» (άντρας) και ένα πρωτόγονο δρώμενο αρπαγής της νύφης, ο θάνατος του γαμπρού σε συμπλοκή με τον αράπη και η ανάστασή του από τις περιποιήσεις της νύφης ή ενός γιατρού.
Με αυτή την αρχετυπική σκηνή συνδέονται και πιο σύνθετα δρώμενα, όπως το δικαστήριο, η ψευδοκηδεία, το προικοσύμφωνο, διάφορες παρωδίες γάμου, ο γέρος και η γριά κ.τ.λ.

Αυτοί οι μεταμφιεσμένοι πλαισιώνονται συχνά και από ζωομορφικές μεταμφιέσεις, όπως είναι η αρκούδα με τον αρκουδιάρη, η «καμήλα» κ.τ.λ. Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι στην Αγιάσο της Λέσβου, διαμορφώθηκαν πιο σύνθετες μορφές της Αποκριάς με σατιρικές παραστάσεις, παρωδίες των γεγονότων της χρονιάς, αυτοσχέδιους ποιητικούς διαγωνισμούς και παρόμοια. Στο καρναβάλι των αστικών κέντρων σατιρίζονται επίκαιρα γεγονότα της χρονιάς.

Σήμερα, παρατηρείται έντονη γενικότερα η τάση το καρναβάλι να «εξευγενίζεται», να αποβάλλει, δηλαδή τον ανατρεπτικό του χαρακτήρα και να γίνεται καταναλώσιμο προϊόν εμπορικό και τηλεοπτικό.

Οι εορταστικές στολές του εμπορίου, εκτοπίζουν τις δαιμονικές μεταμφιέσεις με τα κουρέλια. Αυτό είναι μία από τις συνέπειες του καταναλωτισμού τον οποίο επιταχύνουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κυρίως η τηλεόραση.

Το αναρχικό πνεύμα του «ανάποδου» κόσμου, που αναποδογυρίζει για τρεις εβδομάδες την καθημερινή κοινωνική ιεραρχία και τάξη, μετατρέπεται σε καταναλώσιμο θέαμα και απλή ξεφάντωση.

Η γιορτή δεν φέρνει πια την ανανέωση του χρόνου, αλλά είναι και αυτή μια στιγμή μέσα στον κύκλο της καθημερινότητας.