Διδάσκεται η δημιουργική γραφή; Πώς γίνεται κανείς λογοτέχνης, σε μια εποχή που η ατομική διανοητική άσκηση έχει υποκατασταθεί από τη μαζική «διά βίου εκπαίδευση»; Και μπορεί άραγε κανείς να γίνει λογοτέχνης παρακολουθώντας τα πληθωρικά «σεμινάρια», που ακμάζουν γύρω μας, με οργανωτική ευθύνη των εκδοτικών οίκων και με διδακτική προσφορά αναγνωρισμένων (και μη) συγγραφέων;
Ο σπουδαίος γλωσσολόγος Ρόμαν Γιάκομπσον είχε δώσει την πιο γρήγορη, αντιρρητική και προκλητική απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα, με αφορμή την υποψηφιότητα του Ναμπόκοφ για μία «έδρα λογοτεχνίας» στο Χάρβαρντ. «Ποιο είναι το επόμενο βήμα; Να φωνάξουμε τους ελέφαντες για να διδάξουν ζωολογία;».
Αναμφισβήτητα, η διδασκαλία της δημιουργικής γραφής εξελίχτηκε σε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα αντικείμενα της εκπαιδευτικής θεωρίας και πρακτικής, ιδίως όταν διασταυρώθηκε με τους εμπορικούς κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης: τα νέα ακαδημαϊκά προγράμματα σπουδών, το εκδοτικό μάρκετινγκ, την εξ αποστάσεως διδασκαλία, τα νέα δίκτυα κοινωνικότητας.
Αν εξετάσουμε τη διανοητική ιστορία του αντικειμένου, θα δούμε πως η ίδια η έννοια της δημιουργικής γραφής είναι ένα σχετικά πρόσφατο πολιτισμικό προϊόν. Μετράει σχεδόν 30 – 40 χρόνια ζωής.
Αν θέλουμε να συνοψίσουμε την πορεία αυτή, θα λέγαμε πως ξεκίνησε ως χρήσιμο εργαλείο κατανόησης της λογοτεχνίας για να εξελιχτεί σε καλλιτεχνικό αυτοσκοπό.
Με άλλα λόγια, είναι άλλο πράγμα να μαθαίνει κάποιος/κάποια να γράφει σονέτα για να επικοινωνήσει βαθύτερα με την ποίηση του Σαίξπηρ, και είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα να νομίζει ότι θα γίνει και ο ίδιος/η ίδια ποιητής/ποιήτρια, παρακολουθώντας κάποια σεμινάρια.
Προφανώς, η σύγχρονη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου καθώς και η συμβολική σύνδεση της «δημιουργικής γραφής» με την πιθανότητα μιας επαγγελματικής ευκαιρίας έχουν διαμορφώσει νέες ανθρωπολογικές προϋποθέσεις για την παραγωγή και την κατανάλωση λογοτεχνίας.
Μέσα σε αυτή την αλυσίδα, ωστόσο, ανακαθορίζονται και οι σχέσεις ακαδημαϊκών, συγγραφέων και κοινού, σε μια ενδιαφέρουσα διαδικασία αναγνωστικής ανταπόκρισης.
Η λειτουργία πολλών «κοινοτήτων γραφής και ανάγνωσης» δημιουργεί μια νέα διάχυση της λογοτεχνίας, που δεν είναι κατ’ ανάγκην ξένη από την ανθρωπιστική αποστολή της.
Αυτό που προέχει, επομένως, είναι να συζητήσουμε θεσμικά για τη μέθοδο, την πιστοποίηση, το κύρος της διδασκαλίας, αλλά και για τα αποτελέσματα.
Για την ώρα, πάντως, όπως έχει παρατηρηθεί, τα προγράμματα δημιουργικής γραφής παράγουν στις μέρες μας περισσότερα καινούργια προγράμματα δημιουργικής γραφής και λιγότερους νέους συγγραφείς.
Ισως είναι και αυτό ένα σύμπτωμα για τη δύναμη που έχουν οι κανόνες της αγοράς να αλλοιώνουν το υπαρξιακό αίτημα για την κατάκτηση της τέχνης.
** Ο κ. Γιάννης Παπαθεοδώρου είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.