fbpx

Αρχαία ελληνικά ή Νέα ελληνικά;

Του Κώστα Βούλγαρη

Συνυφασμένο με την όλη διαδρομή της νεοελληνικότητας, το ερώτημα επανέρχεται κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση για την εκπαίδευση, και δη τη μέση και τη στοιχειώδη.

Έτσι έγινε και τώρα, με το κείμενο 53 πανεπιστημιακών, που ζητούν να μειωθεί η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο, προς όφελος των νέων ελληνικών. Αίτημα εύλογο, αν σταθούμε απλώς στην αναλογία των διδακτικών ωρών.

Αν όμως η νεοελληνικότητα, όπως και ο όρος δηλοί, είναι ήδη μια ρευστή συνθήκη, θα πρέπει να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι το πρόβλημα που εμφανίζεται κάθε φορά ως γλωσσικό είναι πρόβλημα ταυτότητας. Ήτοι, αποτύπωση της ρευστότητας, μη «οριστικοποίηση» της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας.

Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα εκπαιδευτικό πρόβλημα, που θα μπορούσε να επιλυθεί τεχνικά, με την προσθαφαίρεση μίας διδακτικής ώρας την εβδομάδα. Άλλωστε, αυτού του είδους η προσέγγιση αποφεύγει και τη σχολική πραγματικότητα: οι μαθητές μισούν εξίσου το μάθημα, και την ίδια τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, όπως διδάσκεται στο σχολείο (και τα Αρχαία και τα Νέα ελληνικά).

Επίσης, αυτή η προσέγγιση αποφεύγει μια άλλη πραγματικότητα: πως και οι δύο αντιμαχόμενες φιλολογικές ειδικεύσεις (κλασικοί φιλόλογοι και νεοελληνιστές) θεωρούν την επάρκεια του πεδίου τους και τον συγχρονισμό του με τα σημερινά αιτούμενα ως δεδομένα, πράγμα τουλάχιστον αναπόδεικτο. Ως κριτήριο θα μπορούσαμε να θέσουμε τις εκδιδόμενες μελέτες αρχαιοελληνικών κειμένων, αλλά και τις ελάχιστες έγκυρες μεταφράσεις τους, ενώ για τη νεοελληνική φιλολογία θα πρότεινα, μεταξύ πολλών, δύο μόνο κριτήρια:

τη γλωσσική ποιότητα των κειμένων των περισσοτέρων πανεπιστημιακών φιλολόγων, αλλά και το γεγονός ότι, ανέκαθεν, οι νεοέλληνες λογοτέχνες και κριτικοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν ήσαν απόφοιτοι των τμημάτων φιλολογίας.

Γιατί αν η γλώσσα, όπως όλοι συμφωνούμε, δεν είναι ένα τοτέμ, ούτε απλώς ένας κώδικας επικοινωνίας, αλλά ενεργό στοιχείο του πολιτισμού, η τέχνη του λόγου είναι το πεδίο όπου τελικά αποτυπώνεται η γλώσσα ως διακριτή πραγματικότητα, μέσα σ’ ένα σύμπαν γλωσσών, διαλέκτων, κωδίκων επικοινωνίας.

Η δε νεοελληνική λογοτεχνία, από την ιδρυτική της στιγμή (ως διακριτή εθνική λογοτεχνία, τόσο ως ποίηση, με του έργο του Διονύσιου Σολωμού και του Ανδρέα Κάλβου, όσο και ως πεζογραφία, με την κλιμάκωση Νικόλας Μαυροκορδάτος, Αδαμάντιος Κοραής, Εμμανουήλ Ροΐδης, που καταλήγει στην ιδρυτική κορύφωση της Πάπισσας Ιωάννας) μέχρι σήμερα, έχει ενσωματώσει τη ρευστότητα και την πολυμορφία της νεοελληνικότητας ως δομικό χαρακτηριστικό της, ως πλεονέκτημά της.

Ο δημοτικισμός προσέφερε σημαντικά πράγματα, πολεμώντας αγκυλώσεις και ξεμπλοκάροντας διαδικασίες σε μια συγκεκριμένη περίοδο, όμως από την εποχή εκείνη έχει παρέλθει πολύς χρόνος. Έκτοτε, η λογοτεχνία μάς έδωσε κορυφαία έργα, που γλωσσικά ευρίσκονται απέναντι σε αυτήν την αντίληψη (π.χ. Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Καρούζος κλπ), η δε κοινωνία αυτά τα έργα διαβάζει ως λογοτεχνία, μαζί με άλλα, γλωσσικά «παρεκκλίνοντα» έργα, όπως π.χ. αυτό του Καβάφη ή εκείνο του Καββαδία, ενώ συνεχίζει να καταγράφει υψηλές αναγνωστικές προτιμήσεις για το έργο των καθαρευουσιάνων Ροΐδη, Βιζυηνού, Παπαδιαμάντη, του εστέτ, ήτοι έκκεντρου/μπρουτάλ δημοτικιστή Βάρναλη, κλπ, συνεχίζει δε να παρακολουθεί μαζικά τις ορθόδοξες εκκλησιαστικές τελετουργίες…

Υπάρχουν δύο λύσεις: είτε θα αφήσουμε τη γλωσσική εκπαίδευση στο «δημοκρατικό» έλεος του κοινωνικού αυτοματισμού, ήτοι στην αρμοδιότητα της Ελένης Μενεγάκη και των άλλων τηλεαστέρων, που όντως διαμορφώνουν «ομιλητικές» συμπεριφορές, είτε θα αξιολογήσουμε, π.χ., το πρόσφατο βραβείο μαζικής αναγνωστικής προτίμησης των Public σε μια φιλολογική έκδοση των ποιημάτων του Καβάφη, ως δείκτη για την αναγκαία ευρύτητα της γλώσσας που θα διδάσκεται στα σχολεία.

Επίσης, αν θέλουμε να είμαστε στοιχειωδώς σοβαροί, θα πρέπει να δούμε τη λογοτεχνία που γράφεται τις τελευταίες δεκαετίες: σε αυτό το πλαίσιο, η «δημοτικιστική» επιχειρηματολογία, και η συνακόλουθη αντίληψη της γλώσσας, είναι πια σκανδαλωδώς παρωχημένη, ήτοι καθεστωτικά αγκυλωμένη και περιοριστική. Όπως άλλωστε και η αντίληψη των αρχαίων ελληνικών ως απόλυτου μέτρου κρίσης των (υποδεέστερων…) νεότερων γλωσσικών τύπων, ως «ρίζας» απ’ την οποία τροφοδοτούνται τα ασήμαντα κλαδάκια.

Σήμερα, η λογοτεχνία μετέρχεται, εν ταυτώ και αποενοχοποιημένα, όλους τους τύπους της γλώσσας, από την αττική διάλεκτο μέχρι την ομιλουμένη, υπονομεύοντας μάλιστα το «πνεύμα του τόνου», ακριβώς γιατί στη γλώσσα δεν ομιλούν η γραμματική και οι γραμματικοί, αλλά οι ζώσες φωνές της ιστορίας, των ιδεών, των μορφών, του πολιτισμού, της ίδιας της γλώσσας. Από αυτή την εν διαπάλη συνύπαρξη, που είναι και η μόνη πραγματική «αρμονία», προκύπτει μια νέα, ανοικτή σύνθεση, μια νέα μορφή της νεοελληνικότητας.

Η ιδεολογική αφετηρία απ’ την οποία ο καθένας ερμηνεύει τη νεοελληνική ρευστότητα και πολυμορφία είναι βέβαια ζήτημα άλλης τάξης. Καθ’ όσον με αφορά, μου αρκεί το κριτήριο της τέχνης του λόγου, όχι μόνο ως ιστορικό αλλά και ως ιδεολογικό κριτήριο, που δίνει τελείως άλλο νόημα και περιεχόμενο στις περιβόητες «συνέχειες», «ρήξεις» και «μίξεις»∙ που δείχνει ότι ο γλωσσικός πλούτος είναι προϋπόθεση για σύνθετες μορφές και ιδέες, ιδιαίτερα συμβατές με το ιστορικό παρόν, ενώ η διαρκής ρευστότητα της γλώσσας απομακρύνει τον κίνδυνο να καταστεί απόλυτη εξουσία. Σε αυτή τη βάση, θεωρώ πως η φιλολογία, είτε αυτής είτε της άλλης κατεύθυνσης, δεν υφίσταται ερήμην της τέχνης του λόγου, αλλά, αντίθετα, υπόκειται στους ρυθμούς και τις ποιότητές της.

Αυτή νομίζω πως θα πρέπει να είναι και η αφετηρία, ώστε να προταθούν και να αποφασιστούν αυτές ή οι άλλες, οπωσδήποτε απαραίτητες και σημαντικές, τεχνικές διευθετήσεις στη διδασκαλία της γλώσσας, όπου υπεύθυνοι, και ελεγχόμενοι, δεν είναι μόνο οι φιλόλογοι, αλλά και οι γλωσσολόγοι και οι παιδαγωγοί.

Γιατί το πρόβλημα δεν είναι απλώς η «δοσολογία» αρχαίων και νέων ελληνικών. Όντως, μέσα από τη σύγχρονη γλώσσα, και όχι μέσα από τη γλωσσική περιοδολόγηση, μπαίνει κανείς στο πεδίο της σπουδής της γλώσσας, όμως το ζητούμενο της εκπαίδευσης είναι να εισαγάγει τους μαθητές στην αχανή ήπειρο της γλώσσας, στην αντίληψη της γλώσσας ως διαρκούς και πολυεπίπεδης διαδικασίας, τριβής, μάθησης, σκέψης, συμμετοχής στην πόλη της γλώσσας, ήτοι, στην πόλη των ιδεών, των τεχνών, των επιστημών, του δημόσιου βίου. Αλλιώς, το σχολείο δεν είναι σχολείο, οι δε απόφοιτοι δεν είναι πολίτες.

Υ.Γ. Απολύτως συνειδητά, άφησα εκτός συζήτησης την αναγκαιότητα και τη σημασία της γλώσσας στα διάφορα γνωσιακά πεδία. Γιατί η συντυχία το έφερε, στη σελίδα που ακολουθεί να δημοσιεύεται ένα ενδιαφέρον κείμενο του ιστορικού Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη...

Πηγή: http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2016/06/blog-post_34.html#more