Το κόμικ “Nick Cave: Mercy on me” του Ράινχαρντ Κλάιστ

Το μόνο που με μαγνητίζει στον Νικ Κέιβ είναι η κρυμμένη του νεότητα. Στην ηλικία των εξήντα χρόνων εξακολουθεί να κουβαλά την εποχή που τραγουδούσε στους Birthday Party –τότε που οι στίχοι του είχαν μια ακρίβεια λεπίδας– αλλά και τη σκοτεινή περίοδο του Βερολίνου, όταν σχημάτιζε τους Bad Seeds κι έγραφε τα καλύτερα τραγούδια του. Λες και σε κάποια γωνία του σώματός του έχει κουρνιάσει ένα ξεχασμένο σώμα που ακόμη ζει στο Λονδίνο ή πίσω από το Τείχος, κρυώνοντας.

ΡΑΪΝΧΑΡΝΤ ΚΛΑΪΣΤ
Nick Cave: Mercy on me
μτφρ.: Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης
εκδ. Ηλίβατον και Οξύ, σελ. 336

Τώρα, λοιπόν, που έχει ένα ωραίο σπίτι, μια όμορφη γυναίκα, μια νωπή τραγωδία κι έναν φλοιό ναρκισσισμού, τον οποίο έχει χτίσει προσεκτικά γύρω από τον εαυτό του, ο Ράινχαρντ Κλάιστ έρχεται να προσφέρει στους ακροατές του Κέιβ τη μυθοποίηση και την απομυθοποίηση που αξίζει σ’ έναν διάσημο ροκ τραγουδιστή. Ετσι, το «Mercy on me» κινείται σ’ εκείνο το τεντωμένο σχοινί όπου ισορροπούν οι καλές βιογραφίες: θαυμασμός από τον βιογράφο και ταυτόχρονη υπονόμευση του θαυμασμού.

Γιατί ζητάμε από τους καλλιτέχνες να είναι λιγότερο τρωτοί από εμάς, μοιάζει ν’ αναρωτιέται ο Κλάιστ, ειδικά όταν πρόκειται για τον Κέιβ, που είχε πάντα την υπεροπτική επιθυμία ν’ ανεβαίνει στη σκηνή, η σκηνή να τρίζει κάτω από τα πόδια του, και μ’ ένα τίναγμα των χεριών να δημιουργεί μια δίνη γύρω του, με στόχο το κοινό να πέσει μέσα και να πνιγεί;

Δεν είναι τυχαίο που το βιβλίο έχει φτιαχτεί σαν δίνη. Τα επεισόδια δεν τελειώνουν ποτέ –αντιθέτως επαναλαμβάνονται–, οι κοντινοί άνθρωποι του Κέιβ εμφανίζονται και εξαφανίζονται απότομα, για να εμφανιστούν ξανά στις επόμενες σελίδες, ενισχύοντας τη ζάλη του χρόνου, ενώ, καθώς προχωρά η ανάγνωση, η ελπίδα για μια ασφαλή γραμμικότητα, ευτυχώς, σβήνει και η αφήγηση της ζωής του μοιάζει περισσότερο με τη φαγωμένη ουρά ενός σκυλιού που δεν ξέρει τι έχει δαγκώσει.

Ο Κλάιστ καταφέρνει ν’ αντιγράψει με λεπτομέρεια τη δημόσια εικόνα του Κέιβ, μα τη σκιτσάρει αντίστροφα, και την καταργεί, σαν ένας ανορθόδοξος οπαδός που έχει γυρίσει τον ναό ανάποδα, με τη μύτη του τρούλου να βλέπει στη γη.

Ο Κέιβ δεν είναι μονάχα ένας καλός τραγουδιστής, είναι κι ένας δυνατός μαγνήτης που έλκει τους πιο χαρισματικούς μουσικούς δίπλα του. Είναι γεγονός πως κάποιες φορές τους αφαίμαξε, ωστόσο φαίνεται πως δεν έχει σταματήσει να πληρώνει το τίμημα, αφού είναι φυλακισμένος εσαεί στο κουκούλι που έχει πλέξει για τον εαυτό του.

Σε ένα σκίτσο της σελίδας 312, σχοινιά σαν χορδές φεύγουν από τα δάχτυλά του και ενώνονται με τ’ αυτιά των ακροατών του, και παρόλο που δείχνει πως τους καθοδηγεί, όπως ένας μαριονετίστας τις κούκλες, η αλήθεια είναι διαφορετική. Μπλεγμένος στο ίδιο του το δίχτυ, μοιάζει ανίκανος να σπάσει τα σχοινιά και να τρέξει πίσω, στους χαμένους φίλους που πρόδωσε, στους τόπους που έζησε και εγκατέλειψε και, κυρίως, στην παιδική του ηλικία, που ούτως ή άλλως έχει εξατμιστεί.

Διάβασα το graphic novel και μετά ξεκίνησα να το διαβάζω από το τέλος προς την αρχή, κρύβοντας ανάμεσα στις σελίδες κομμάτια από τις δικές μου αναμνήσεις – ένα απόγευμα που αγόρασα το «Tender Prey» μαζί με τον πατέρα μου, ένα ταξίδι στην Ανδαλουσία ακούγοντας το «Let Love In», τη συναυλία στο Περιστέρι στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Και ύστερα φαντάστηκα τους τυχερούς, που βρέθηκαν στη συναυλία της 16ης Νοεμβρίου, να βλέπουν, για μια στιγμή, τον Κέιβ να κουβαλά όλες τις ηλικίες του πάνω στη σκηνή, και αυτός να τους αρπάζει και να τους σπρώχνει πίσω στην πρώτη αθηναϊκή του εμφάνιση, τον Σεπτέμβριο του ’82, για ν’ αναποδογυρίσουν παρέα αυτό που ήταν κάποτε ένα κανονικό πάρτι γενεθλίων, ανάβοντας τα κεράκια της τούρτας, που είναι, εδώ και καιρό, σβησμένα. Μια τούρτα γενεθλίων πεταμένη σ’ ένα σκουπιδότοπο βέβαια.

Καθημερινή/Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου