Ο φιλελευθερισμός έχει μετατραπεί από κινηματική ιδέα σε ιδεολογία των κινημάτων, εστιάζοντας σχεδόν εμμονικά στην πολιτική των ταυτοτήτων, κατακερματίζοντας την κοινωνική του βάση σε ισχνές ατομοκεντρικές συλλογικότητες, συχνά αποκομμένες η μία από την άλλη, και τελικά αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για τους νεοσυντηρητικούς. Ο καθηγητής Μαρκ Λίλλα περιγράφει τη συντηρητική αντεπανάσταση και τα τακτικά λάθη του φιλελευθερισμού, που συμβάλλουν στην αποπολιτικοποίηση, τον κοινωνικό κατακερματισμό και την αδυναμία συσπείρωσης της κοινωνίας των πολιτών. [TBJ]
Mark Lilla, "Κάποτε φιλελεύθερος, και πάλι φιλελεύθερος. Περί της πολιτικής των ταυτοτήτων." Μετάφραση: Ελένη Κοτσυφού. Επιμέλεια: Κώστας Π. Αναγνωστόπονλος, Εκδόσεις: Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2018, 176 σελ.
Δρ. Αθανάσιος Γραμμένος
Πολιτικός Επιστήμων,
Η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού δημιούργησε την πρόσκαιρη εντύπωση ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία με το οικονομικό λογισμικό του καπιταλισμού θα κυριαρχούσε στο διηνεκές.
Στη δυτική αντίληψη, δεν ήταν τόσο το τέλος της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας που γοήτευε τον πολιτικό κόσμο όσο η ψευδαίσθηση ότι η αίσθηση της νίκης θα εξελισσόταν σε μια νέα «φυσική κατάσταση» και τίποτα δεν θα μπορούσε εφεξής να απειλήσει το φιλελεύθερο status quo.
Ωστόσο, υποδόρια, κορυφωνόταν μια συντηρητική αντεπανάσταση, η οποία σταδιακά μετάλλαξε τη φυσιογνωμία των ΗΠΑ, της ηγετικής δύναμης του ελεύθερου κόσμου, απειλώντας τα κοινωνικά κεκτημένα των προηγούμενων δεκαετιών.
Γι’ αυτή την αντεπανάσταση γράφει ο Mark Lilia στο δοκίμιο Κάποτε φιλελεύθερος, και πάλι φιλελεύθερος. Περί της πολιτικής των ταυτοτήτων, που κυκλοφορεί στην ελληνική γλώσσα από τις Εκδόσεις Επίκεντρο.
Ταυτότητες: προοδευτική Φενάκη
Πρόκειται για ένα μικρό βιβλίο 176 σελίδων, γεμάτο όμως με στοχαστικές παρατηρήσεις και κριτικές παρεμβάσεις, που πραγματεύεται τη φυσιογνωμία του φιλελευθερισμού από την αρχή, εν μέσω έντονης ιδεολογικής σύγχυσης.
Ο συγγραφέας, καθηγητής ανθρωπιστικών σπουδών στο Columbia University της Νέας Υόρκης, απευθύνεται στον αναγνώστη του όχι με την αυστηρότητα που απαιτούν τα ακαδημαϊκά πρότυπα αλλά με τη ροή και την αμεσότητα που επιβάλλεται να έχει ένα πολιτικό μανιφέστο.
Δηλώνει «απογοητευμένος φιλελεύθερος» επειδή το Δημοκρατικό Κόμμα, το κόμμα του, έπαψε να εκφράζει ένα μακρόπνοο, σαφές και φιλόδοξο όραμα για το μέλλον, ικανό να κινητοποιήσει τις μεγάλες κοινωνικές τάξεις σε ιστορική τροχιά.
Μοιάζει αποστερημένο από το ουσιώδες πολιτικό περιεχόμενο που θα απαντά στις ανάγκες τις κοινωνίας και θα μπορεί να υλοποιήσει τις απαιτούμενες αλλαγές.
Ο φιλελευθερισμός, υποστηρίζει, μετατράπηκε από κινηματική ιδέα σε ιδεολογία των κινημάτων, εστιάζοντας σχεδόν εμμονικά στην πολιτική των ταυτοτήτων, κατακερματίζοντας την κοινωνική του βάση σε ισχνές ατομοκεντρικές συλλογικότητες, συχνά αποκομμένες η μία από την άλλη, και τελικά αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για τους νεοσυντηρηπκούς του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που ανέκαθεν υποστήριζαν αντίθετες απόψεις.
Πολιτική των ταυτοτήτων, όπου εντοπίζει το μεγάλο πρόβλημα όπως καθίσταται σαφές από τον υπότιτλο της έκδοσης, ο καθηγητής Λίλλα ορίζει την πολιτική τοποθέτηση στη βάση του ανήκειν σε μία κοινωνική ομάδα ή μειονότητα αντί για την ιδιότητα του πολίτη.
Για παράδειγμα, είναι άλλο να υποστηρίζονται τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών επειδή είναι κι εκείνοι ισότιμοι προς όλους τους άλλους Αμερικανούς και άλλο να διεκδικούν ειδική μεταχείριση και προνόμια επειδή είναι Αφροαμερικανοί.
Η πολιτική των ταυτοτήτων απειλεί την κοινωνική συνοχή διότι κατακερματίζει το δημόσιο συμφέρον και διαιρεί το προοδευτικό ακροατήριο, με αποτέλεσμα να παραχωρεί την εκλογική επικράτηση στους συντηρητικούς που επιτυγχάνουν μεγαλύτερη συσπείρωση.
Για να στηρίξει το επιχείρημά του, ο Λίλλα περνά από τη διάγνωση στην παράθεση της ιστορικής εξέλιξης του φαινομένου. Η αύξηση της επίγνωσης των ταυτοτήτων οδήγησε τους φιλελεύθερους στη μείωση της συμμετοχής σε κοινωνικά κινήματα, εκτός κι αν αυτά τους αφορούσαν προσωπικά.
Έτσι, υπεισήλθε ο ριζοσπαστικός ατομικισμός που προοδευτικά ξεθώριασε την έννοια της κοινωνικής προσφοράς, προσέδωσε αρνητικό πρόσημο στο εμείς και αντιμετώπισε με κυνισμό το πολιτικό καθήκον (civic duty).
Πιο απλά, για μια μεγάλη μερίδα φιλελευθέρων δεν υπάρχουν πλέον κοινά σημεία αναφοράς ούτε καν πρόθεση συμμετοχής σε έναν εμπεριστατωμένο πολιτικό διάλογο. Αυτό, ο Λίλλα το ονομάζει «ψευδοπολιτική».
Το κείμενο καθεαυτό αποτελεί ένα προσκλητήριο σε διαβούλευση για ένα νέο, κοινό πολιτικό όραμα, την επαύριο της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική προεδρία.
«Δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική χωρίς το εμείς», αναφέρει απαντώντας καταρχήν στην πολιτική των ταυτοτήτων. Δεν μένει όμως εκεί. Είναι ευδιάκριτη η προσπάθειά του να πλαισιώσει θεωρητικά το σχήμα του, διαχωρίζοντας τον φιλελευθερισμό από τις δεξιές και τις αριστερές παραφυάδες του.
Μια τέτοια περίπτωση, η οποία καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της κριτικής του, είναι ο ελευθερισμός (libertarianism) και ο πολιτικός εκφραστής του, Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Επηρεασμένος από τη θεωρία του Ρόμπερτ Νόζικ, ο Ρέιγκαν συνέθεσε ένα αξιωματικό αφήγημα που κήρυττε ότι το κράτος -οποιασδήποτε ποιότητας- είναι το πρόβλημα, οι αγορές όταν είναι απολύτως ελεύθερες αναπτύσσονται καλώς και τους κάνουν όλους πλούσιους, τα άτομα πρέπει να είναι αυτάρκη και, τέλος, σημασία έχει η παραγωγή και όχι η διανομή του πλούτου.
Μέσω του ριζοσπαστικού οικονομικού ατομικισμού, η Νέα Δεξιά προωθούσε την απόσυρση από την Κοινότητα (κι εξακολουθεί να το κάνει). Αυτό, ο Λίλλα το ονομάζει «αντί-πολιτική».
Ο καθηγητής στέκεται στο κέντρο του πολιτικού φάσματος παρατηρώντας τις εξελίξεις με ανησυχία. Επιστρέφει στους φιλελεύθερους και τους προσκαλεί να κοιτάξουν το είδωλό τους στον καθρέπτη. Διαπιστώνει ότι εκεί όπου παλαιότερα εγείρονταν διεκδικήσεις για ελευθερία και ισοτιμία, σήμερα κυριαρχεί ο αλαζονικός ατομοκεντρισμός.
Εκφράζει την άποψη ότι οι φιλελεύθεροι αποπροσανατολίστηκαν κι εξωτερίκευσαν έναν ιδιότυπο αυτοαναφορικό ελιτισμό, ενίοτε ασυμβίβαστο και άκαμπτο. Σε αυτή την κρίση αντιπολιτικής, ο συγγραφέας σκιαγραφεί μια ασθμαίνουσα Αμερική με μειωμένες προοπτικές για τα παιδιά της. Καθώς βυθίζεται στον απομονωτισμό και τον οικονομικό ατομικισμό χάνει τη ζωτική της ενέργεια και περνά σε φάση ραγδαίας συρρίκνωσης.
Οι φιλελεύθεροι, κλεισμένοι σε αίθουσες πανεπιστημίων, μακριά από τους χώρους της εργατικής τάξης, προσπαθούν να καρπωθούν τα διακριτικά γνωρίσματα των ταυτοτήτων αφήνοντας αναπάντητες τις πολιτικές επιταγές της εποχής, την ώρα που το νεοσυντηρητικό τόξο βοά για περισσότερη παραίτηση από την κοινωνία.
«Οι φιλελεύθεροι έχασαν την ικανότητά τους να πιάνουν το σφυγμό της κοινής γνώμης, να δημιουργούν συναίνεση και να προχωρούν με μικρά βήματα», σημειώνει. Κι όμως, τα κινήματα από μόνα τους δεν αρκούν.
Απαιτείται η ουσία της πολιτικής, δηλαδή η εκλογή φιλελευθέρων σε θέσεις ευθύνης, η κοινοβουλευτική διαπραγμάτευση με τους αντιπάλους, η ψήφιση νόμων και, τέλος, η εποπτεία της δημόσιας διοίκησης για τη σωστή εφαρμογή τους.
Πριν ανοίξει το βιβλίο, ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι τηρούνται οι προσήκουσες πολιτικές αναλογίες αναφορικά με την ορολογία και το περιεχόμενο των εννοιών. Ο αμερικανικός φιλελευθερισμός είναι συχνά ένας πλατύτερος ιδεολογικός χώρος εν συγκρίσει με τον ευρωπαϊκό και τέμνει το Κέντρο, την Κεντροδεξιά και την κεντροαριστερή περίμετρό του.
Επομένως, δεν πρόκειται για ιδεολογία των ελίτ αλλά για μια ανοιχτή θεώρηση των κοινών, που εκφράζει κυρίως τη μεσαία τάξη και τα λαϊκά στρώματα.
Ως εκ τούτου, το δοκίμιο του καθηγητή Λίλλα αποκτά πρόσθετη επικαιρότητα για τον Έλληνα -και, γενικότερα τον Ευρωπαίο- αναγνώστη, σε περίοδο πολιτικής υποαντιπροσώπευσης της κοινωνικής βάσης και, συνάμα, αμφιλεγόμενων ερμηνειών των πολιτικών θεωριών και του περιεχομένου τους. (1)
Την τρέχουσα περίοδο, η ιδιότητα του φιλελεύθερου στην Ελλάδα απέκτησε αιφνίδια δημοτικότητα, ιδιαίτερα από πολιτικούς και πολίτες που εντάσσονται στη δεξιά πτέρυγα. Ωστόσο, το γινόμενο των απόψεων που εκφέρουν και το απολυταρχικό ύφος που έχουν στον δημόσιο λόγο τους όχι απλώς δεν έχει φιλελεύθερο πρόσημο αλλά, πολλές φορές, καταλήγει σε κωμικές αντιφάσεις «ακραίου Κέντρου».
Ταυτόχρονα, η αδυναμία συγκρότησης ενός καθαρού φιλελεύθερου πολιτικού κόμματος καταδεικνύει πόσο επίπονη είναι η δημοκρατική διαδικασία και πόσο δύσκολο είναι να κερδίσει κάποιος την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Φιλελευθερισμός με τους πολίτες
Στις ευρωπαϊκές υποθέσεις τα πράγματα είναι εξίσου περίπλοκα. Στη Γαλλία, ο Εμανουέλ Μακρόν κέρδισε την προεδρία επειδή το εκλογικό σώμα συστρατεύτηκε εναντίον της Ακροδεξιάς και όχι επειδή ο ίδιος έπεισε με τις προγραμματικές του δεσμεύσεις.
Η νίκη του ετεροκαθορισμού που μπορεί να συνοψιστεί και στη ρήση «το μη χείρον βέλτιστον» αποκάλυψε τα αδύναμα θεμέλιά της με την εξέγερση των «κίτρινων γιλέκων».
Στη Γερμανία, το FDP επανήλθε στην Bundestag, αναγκάστηκε όμως να διακηρύξει αμφίσημες θέσεις τόσο για το ευρώ (και τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη) όσο και για το προσφυγικό ζήτημα.
Σημειώνεται ακόμη ότι το καλοκαίρι του 2015, λίγο πριν από το περιώνυμο δημοψήφισμα στην Ελλάδα, διοργανώθηκαν συγκεντρώσεις με το σύνθημα «Μένουμε Ευρώπη» (στις οποίες συμμετείχαν το Ποτάμι και άλλοι πολιτικοί φορείς).
Η δήλωση αυτή, μολονότι απηχεί την πάγια εθνική στρατηγική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τη δεδομένη στιγμή ήταν κενή περιεχομένου καθώς εν μέσω μιας μεγάλης κρίσης δεν διέθετε καμία πολιτική πρόταση για το ρόλο της χώρας εντός του οικονομικού και πολιτικού οικοδομήματος της Ευρώπης, το οποίο μετά από χρόνια στασιμότητας και γραφειοκρατικού πλεονασμού χρειάζεται μεταρρύθμιση.(2) Το «Ναι» ηττήθηκε κατά κράτος.
Η παραπάνω κατάσταση ανταποκρίνεται επαρκώς στις ανησυχίες του Λίλλα που επιμένει ότι απουσιάζει μια γενική πρόταση για το μέλλον. Εν τούτοις, οι εντός των τειχών φιλελεύθεροι (ή «φιλελεύθεροι») εξακολουθούν να μη διδάσκονται από τα λάθη του παρελθόντος. Ο Λίλλα, σαν να μιλά για τους Έλληνες, λέει ότι «ο μόνος αντίπαλος που μας απέμεινε είναι ο εαυτός μας. Κι έχουμε διαπρέψει στην τέχνη της αυτοϋπονόμευσης».
Στο ίδιο πλαίσιο, αντί να αφουγκραστούν τις κοινωνικές ανάγκες και να υιοθετήσουν ρεαλιστικές θέσεις στα μείζονα προβλήματα της εποχής, τείνουν να αφορίζουν την κοινωνία είτε για όσα θεωρούν «οπισθοδρομικά» είτε επειδή δεν τους εκλέγει, διατυπώνοντας επιφανειακές κοινωνιολογικές αναλύσεις που οδηγούν σε περισσότερη αποξένωση. (3)
Η φιλελεύθερη οπτική δεν (πρέπει να) είναι εγκιβωτισμένη στην πολεμική εναντίον του κράτους και στην προώθηση του αναρχικού καπιταλισμού (ο οποίος άλλωστε δεν συνιστά φιλελεύθερο σύστημα).
Ούτε βέβαια να αντικαθιστά τη μαρξιστική ανάλυση της ταξικής πολιτικής με την πολιτική των ταυτοτήτων.(4)
Όπως προτείνει ο συγγραφέας, είναι επιτακτική ανάγκη για τους φιλελεύθερους να σταματήσουν να εστιάζουν σε αυτά που τους χωρίζουν και να αρχίσουν να εστιάζουν σε αυτά που τους ενώνουν.
Τούτο διότι η απόσυρση των πολιτών από την κοινωνία, τους θεσμούς και το κράτος Δικαίου διευρύνει τις ανισότητες, απισχναίνει το κοινωνικό κεφάλαιο και στο τέλος διαφθείρει τη δημοκρατία. (5)
Εξάλλου, για να ηττηθεί ο λαϊκισμός χρειάζεται ένας ισχυρός δήμος, και ο δήμος προϋποθέτει πολίτες. Η ιδιότητα του πολίτη διαπερνά τους φραγμούς των μειονοτήτων, θεμελιώνει την αξία κάθε ανθρώπου χωριστά κι ευνοεί την αλληλεγγύη και την κατανόηση.
Επίσης, είναι ικανή να δομεί μια νέα φιλελεύθερη ατζέντα, πέρα από το μέτωπο εναντίον του Τραμπ ή του οποιοσδήποτε πολιτικού αντιπάλου: χωρίς αξιακές σταθερές και νηφάλια κριτική, κάθε συνασπισμός θα καταρρέει όταν εκλείψει ο «κοινός εχθρός».
Έτσι, στο κείμενο προτείνεται η δυναμική επιστροφή των φιλελεύθερων στην καλλιέργεια του δημοκρατικού συλλογικού και στην πολιτική εκπαίδευση, έτσι ώστε να γίνουν οι ίδιοι η έκφραση των πολλών, όχι των ολίγων και προνομιούχων.
Ο Λίλλα κλείνει την τοποθέτησή του καταλήγοντας στην παράθεση τεσσάρων βασικών φιλελεύθερων προτεραιοτήτων για το άμεσο μέλλον: την προτεραιότητα της θεσμικής έναντι της κινηματικής πολιτικής, την προτεραιότητα της δημοκρατικής (κοινής) πειθούς έναντι της αυτοέκφρασης, την προτεραιότητα της ιδιότητας του πολίτη έναντι της ομαδικής ή προσωπικής ταυτότητας και την ανάγκη για πολιτική αγωγή σε ένα ολοένα και πιο ατομικιστικό και κατακερματισμένο έθνος.
Κλειδί για την επιβίωση μιας πολιτικής ιδέας, όπως ο φιλελευθερισμός, θεωρείται η συμμετοχή της στην ιστορική διαδικασία, προτείνοντας δηλαδή πολιτικές που διαμορφώνουν ένα διαφορετικό όραμα.
Κάποιος μπορεί να διαφωνήσει με τον Λίλλα για τη θέση του ως προς την πολιτική των ταυτοτήτων, ο ίδιος όμως έχει ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα σχετικό με την πολιτική κατάτμηση της κοινωνίας και τη συνεπακόλουθη αδυναμία συνεννόησης μεταξύ των διαφόρων ομάδων ταυτοτήτων.
Σε μία περίοδο που ο δυτικός κόσμος ταλανίζεται από διαιρετικές τομές και αναζητά νέα πορεία, χωρίς κοινό όραμα, όχι μόνο ο φιλελευθερισμός αλλά και η ίδια η δημοκρατία θα αντιμετωπίσουν στο μέλλον νέα αδιέξοδα.
Σε όσους μοιράζονται αυτές τις ανησυχίες, το βιβλίο του καθηγητή Μαρκ Λίλλα προτείνεται ανεπιφύλακτα.
__________________________
- Βλ. τη σχετική κριτική στο: Μάκης Καραγιάννης, Μικρό και αλαζονικό έθνος (Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2018).
- Για μια εικόνα των προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η δημοκρατία, βλ: Γιάννης Παπαδόπουλος, Οι δημοκρατίες σε κρίση; Πολιτική και διακυβέρνηση (Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2018).
- Αναφέρεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα η οπτική του Οριενταλισμού (Orientalism) στο Nikiforos Diamantouros. Cultural dualism and political change in post-authoritarian Greece (Madrid: Instituto Juan March de Estudios e Investigaciones, 1994).
- Francis Fukuyama, Political Order and Political Decay. From the Industrial Revolution to the Globalization of Democracy (New York: Farrar, Straus and Giroux, 2014).
- Ο Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Harvard, Robert Putnam, παρατήρησε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες η σταδιακή απόσυρση των ατόμων από την κοινότητα (και η διαδικασία εξατομίκευσης) πτωχαίνει το κοινωνικό κεφάλαιο της χώρας και υπονομεύει την ίδια τη δημοκρατία. Robert Putnam, Bowling Alone: The Collapse and Revival of American Community (New York: Simon & camp, Schuster, 2000.)