Η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των «Ποιημάτων» τού Καβάφη, πραγματοποιημένη δύο χρόνια μετά το θάνατό του, αποτελεί έργο και μνημείο στοργής των κληρονόμων του.
Βιβλίο με υπέρμετρες καλλιτεχνικές αξιώσεις, συναθροίζει και οριοθετεί για πρώτη φορά τον καβαφικό κανόνα (154 ποιήματα), πού θα περιβληθεί, κατά τις επόμενες δεκαετίες, την ισχύ αυθεντικού σώματος της ποίησης του Αλεξανδρινού.
Ο Καβάφης, που τύπωνε και μοίραζε σε μονόφυλλα τα ποιήματά του όσο ζούσε (γνωρίζουμε σήμερα από το αρχείο του, τούς πίνακες διανομής, που τηρούσε ενημερωμένους με σχολαστική ακρίβεια), αξιώνεται έτσι μια εντυπωσιακή έκδοση, που αποτελεί ένα από τα πιο σπάνια βιβλία της νεότερης λογοτεχνίας μας.
Είναι γνωστή ή ιδιόμορφη εκδοτική συμπεριφορά τού Καβάφη πού πλαισιώνει και επισφραγίζει τα περιστατικά τού μοναχικού βίου τού ποιητή. Αναλογίζεται κανείς πόσο λίγο είχαν αισθανθεί την ιδιορρυθμία τής περίπτωσής του οι σύγχρονοί του. Η έκπληξη και ή απορία για την καινοφανή ποιητική του γλώσσα οδήγησε σέ μια σαρωτική ισοπέδωση κάθε ερμηνευτικής απόπειρας των πρώιμων μελετητών του και δεν άφησε ενθαρρυντικά περιθώρια για ουσιαστική έρευνα των συστατικών τής τέχνης του. Ο ύμνος και η άρνηση συνυφαίνονται στην καβαφική φιλολογία και το κέντρο τού στόχου μετακινείται συνεχώς, αν δεν εξαφανίζεται. Οι άνθρωποι που είχαν το προνόμιο να συναναστραφούν τον ποιητή παρέμειναν, στο σύνολό τους, στα κράσπεδα ανεκδοτολογικών ανιχνεύσεων. Δεν μπορούν να αναρριχηθούν ψηλότερα.
Ο θρύλος του Καβάφη τροφοδοτείται από άφθονες τέτοιες μαρτυρίες. Παρά την ομολογημένη φειδώ του ποιητή να διαφωτίζει τις πτυχές της οικογενειακής και προσωπικής του ζωής και παρά τη σοφή σιωπή του να διαλευκάνει θέματα του έργου του, είναι ν’ απορεί κανείς που οι σύγχρονοί του δεν είναι σε θέση να μας κληροδοτήσουν μια μορφή προσώπου αποκαθαρμένη από βασικές ασάφειες.
Τα ζωογόνα αντλήματα στην περίπτωση του Καβάφη προέρχονται από πηγές που ανόρυξαν άνθρωποι αποστασιοποιημένοι χρονικά από τον ποιητή, άνθρωποι που διέφυγαν την προσωπική του γοητεία. Ειδικά για το θέμα της εκδοτικής συμπεριφοράς του Καβάφη ακούστηκαν πολλές απόψεις. Την απέδωσαν στον «τολμηρό» χαρακτήρα κάποιων ποιημάτων του, ηθελημένη δηλ. πρόνοια απέναντι στη σεμνότυφη κοινωνία της παροικίας που «συσχέτιζε κουτά» (Μαλάνος). Πρότειναν ως αιτιολογία τη φιλοχρηματία του ποιητή, που δεν ήθελε να διαθέσει μεγάλα ποσά για μια πλήρη έκδοση του έργου του (Αλιθέρσης). Απόψεις επίπεδες και μονοδιάστατες.
Βρισκόμαστε, αναμφισβήτητα, μπροστά σ’ ένα προκλητικό πρόβλημα που καταγράφεται στην περιοχή της κοινωνιολογίας της λογοτεχνίας, πρόβλημα χωρίς το όμοιο του μέχρι σήμερα. Δεν μπορεί κανείς να προσδιορίσει με βεβαιότητα αν οφείλουν και τι οφείλουν στην καβαφική τακτική κάποια μεμονωμένα μεταγενέστερα περιστατικά κυκλοφορίας ποιημάτων σε μονόφυλλα. Πάντως το πρόβλημα τέθηκε για πρώτη φορά με αυτοδύναμη σαφήνεια από τον Κατσίμπαλη, στη βιβλιογραφία του για τον Καβάφη (1943): «Η βιβλιογράφηση όμως του έργου του Καβάφη παρουσιάζει ένα άλλο ακόμα ζήτημα πολύ πιο περίπλοκο και δυσκολοξεδιάλυτο: το ζήτημα των εκδόσεων των ποιημάτων του. Όπως είναι γνωστό, ο Καβάφης, με την εξαίρεση δύο λιγοσέλιδων φυλλαδίων (του 1904 και 1910), δεν τύπωσε ποτέ το έργο του σε βιβλίο.
Τα ποιήματά του τα κυκλοφορούσε σε ξεχωριστά μονόφυλλα (feuilles volantes) που με τον καιρό συνέδενε μαζί μ’ ένα μετάλλινο συνδετήρα (και τα τελευταία χρόνια συγκολλούσε) για ν’ απαρτίσουν συλλογές, με την προσθήκη κανονικής σελίδας τίτλου και πίνακα περιεχομένων, και μ’ ένα περικάλυμμα από λεπτό χαρτόνι για να τα συγκροτεί […] Οι συλλογές λοιπόν αυτές, που δεν ανταποκρίνονται στους καθιερωμένους βιβλιεκδοτικούς όρους, δεν μπορούνε βέβαια να λογαριαστούνε για εκδόσεις του έργου του. Θα έπρεπε όμως να καταγράφουν τα μονόφυλλα που τις απαρτίζουν, γιατί αυτά αναμφισβήτητα αποτελούν αυτοτελείς εκδόσεις του κάθε ποιήματος χωριστά και, πολύ συχνά, πρώτες δημοσιεύσεις […] Πότε πρωτάρχισε ο Καβάφης να τυπώνει τα ποιήματά του μ’ αυτό το σύστημα; Πόσες εκδόσεις και ανατυπώσεις έκαμε από το κάθε ποίημα; Ποια η χρονολογία της κάθε δημοσίευσης;»
Σήμερα, μπορούμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα του Κατσίμπαλη, να τα βελτιώσουμε και να τα διευρύνουμε. Οι γνώσεις μας στηρίζονται στην κυριολεκτικά εξονυχιστική έρευνα και στην αυτοψία των συλλογών μονοφύλλων, που περιέγραψε εξαντλητικά ο Γ. Π. Σαββίδης («Οι Καβαφικές Εκδόσεις», 1966). Είμαστε σε θέση να παρακολουθήσουμε την τυπογραφική διαδρομή των καβαφικών ποιημάτων μέχρι την έκδοση του 1935. Η έκδοση αυτή, πέρα απ’ οτιδήποτε άλλο, πρόσφερε στο ευρύτερο κοινό τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με την αρτιωμένη μορφή της ποίησης του Αλεξανδρινού, να έρθει σ’ επαφή με ποιήματα άγνωστα και δυσεύρετα.
Ας πλαισιώσουμε την ευνόητη αυτή δυνατότητα με δύο μαρτυρίες που αναφέρονται σέ διαφορετικές εποχές και καλύπτουν ένα διαφορετικό στη σύστασή του κοινό.
Την πρώτη καταθέτει η Ευτυχία Ν. Ζελίτα σε επιστολή της προς τον Γ. Π. Σαββίδη (οπ. π.) και σχολιάζει το βιβλίο του Γ. Βρισιμιτζάκη, «Το έργο του Κ. Π. Καβάφη», που συσσωμάτωνε και στις δύο εκδόσεις του (1917,1923) σκόρπια ποιήματα του Καβάφη: «Όπως δεν υπήρχε, εκείνη την εποχή, καμιά έκδοση ποιημάτων του Καβάφη, παρά μόνο τα feuilles volantes που έδιδε μόνον ο ίδιος, αν ο ζητών ήταν φίλος ή θαυμαστής, ο Νίκος Ζελίτας έπεισε τον Βρισιμιτζάκη να γράψει τη μελέτη εκείνη κι έτσι μ’ αυτό το δόλωμα να πάρουν τη συγκατάθεση του Καβάφη για μια επιλογή ποιημάτων του. Έτσι κι έγινε. Η μελέτη γράφτηκε και μαζί με μια επιλογή 21 ποιημάτων τα υπέβαλε στον Καβάφη, που για χάρη της μελέτης – μεγάλο γεγονός για κείνη την εποχή – δέχτηκε να τυπωθούν και να κυκλοφορήσουν ελεύθερα τόσα ποιήματά του. Η επιτυχία της έκδοσης ήταν πράγματι καταπληκτική. Σε λίγους μήνες εξαντλήθηκε η πρώτη έκδοση —η Αθήνα πήρε πολλά— και βγήκε και δεύτερη, που κι αυτή εξαντλήθηκε».
Τη δεύτερη μαρτυρία δανείζομαι από τις «Δοκιμές» του Σεφέρη. Θεωρώντας τον ως μέτρο επαρκούς και έντιμου μελετητή των ποιητικών συνθηκών της γενιάς του, μπορούμε άφοβα να επεκτείνουμε την εξομολόγησή του σε μια ευρύτερη κλίμακα ομοτέχνων του, της εποχής εκείνης: «Ως τις μέρες που βγήκε η πρώτη έκδοση σε βιβλίο των ποιημάτων του Καβάφη [1935], δεν είχα παρά μια πολύ κομματιαστή θέα του έργου του, από σποραδικά μονόφυλλα, αναδημοσιεύσεις σε περιοδικά, ή προφορικές μνείες, που κυκλοφορούσαν τις περισσότερες φορές στα χείλια ζηλωτών ή χαμηλών μιμητών. Οι λαοφιλέστεροι στίχοι του δε με τραβούσαν, και μ’ ενοχλούσαν οι λίβελλοι και οι πανηγυρισμοί που άκουγα γι’ αυτόν».
Η σεφερική άποψη μπορεί εύκολα να μας ξεστρατίσει σ’ ένα ευρύτερο και ανεξιχνίαστο σε βάθος θέμα: ποια ήταν η εσωτερική σχέση της γενιάς του ’30 απέναντι στην ποίηση του Καβάφη; Κάποιες πρώτες διατυπώσεις που έχουν προταθεί, σχετικά πρόσφατα —θα τις ονόμαζα εισαγωγικές προτάσεις— μπορούν να συνοψιστούν επιγραμματικά. Περιορίζομαι σ’ αυτή τη σύνοψη.
Ολόκληρη η γενιά του ’30 δυσκολεύτηκε πολύ να οικειωθεί την καβαφική ποίηση και στα πρώτα χρόνια του ’30 οι αντιδράσεις της κάλυψαν ένα ευρύ φάσμα: από την ενθουσιώδη αποδοχή (Ράντος) ως την επιφύλαξη (Σεφέρης) κι από κει ως την άρνηση (Θεοτοκάς).
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο βιβλίο του 1935.
Σύμφωνα με τον κολοφώνα του, «η πρώτη αυτή πλήρης έκδοσις των ποιημάτων του Κ. Π. Καβάφη ετελείωσε τον Φεβρουάριο τού 1935.
Η στοιχειοθεσία έγινε στο τυπογραφείο Γ. Δάβη από τον I. Βραχνό και η εκτύπωσις στα καταστήματα Β. Παπαχρυσάνθου και Σίας, σε πιεστήριο τυπογραφικό και offset, από τον Walter Leutbecher. Το πορτραίτο (λιθογραφικός τσίγκος) και τα κοσμήματα εξετελέσθησαν από τον Τ. Καλμούχο.
Έγιναν 30 αντίτυπα σε χαρτί ιαπωνικό super macre, με διπλό φόντο, αριθμολογημένα από 1 ως 30. —200 σέ χαρτί velin Μαδαγασκάρης Lafuma, με ένα φόντο, αριθμολογημένα από 31 ως 230. Επίσης έγιναν 1.800 αντίτυπα σέ χαρτί Croxley Antique Laid αριθμολογημένα από 231 ως 2030». Οι αντιδράσεις από την έκδοση δεν πολιτογραφούνται στο χώρο της εγκωμιαστικής υποδοχής μόνον. Εκδηλώθηκαν ισχυρές αντιρρήσεις (Γ. ’Άννινος) ακόμη και διαμαρτυρίες, επειδή η Ρίκα Σεγκοπούλου πρόσφερε αντίτυπο του βιβλίου στον τότε βασιλιά.
Τυπογραφικά, η έκδοση αποτελεί, χωρίς αντίλογο, ένα επίτευγμα. Είναι έκδηλα τα ίχνη του μόχθου για μια μνημειακή «αποκατάσταση» των ποιημάτων.
Πρόσφατη, νωπή γνώμη θεωρεί το βιβλίο ως το ωραιότερο που κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα (Α. Γανιάρης, εφ. Η Καθημερινή, 17/1/80). Οι υπερφορτωμένες με στολίδια σελίδες του ανταποκρίνονται, άραγε, στη λιτή και απέριττη ποίηση του Καβάφη; Μήπως ο δραστικός λόγος του ποιητή ασφυκτιά και πνίγεται στο εξωποιητικό περιβάλλον που την περιόρισαν; Ας μου επιτραπεί να απαντήσω με μια ανέκδοτη σελίδα του Σεφέρη.
Η δημοσίευσή της εδώ οφείλεται σε γενναιόδωρη παραχώρηση της κυρίας Μαρώς Σεφέρη.
«Την αντιπαθώ αυτή την έκδοση- μου κάνει πάντα την εντύπωση ενός βιβλίου ποιημάτων του Paul Geraldy φτιαγμένου για το boudoir παριζιάνας κοκότας. Μου φαίνεται πως για μάς που γνωρίσαμε τα ποιήματα του Καβάφη τον καιρό που ζούσε ακόμα ο ποιητής, η ένυλη όψη τους θα είναι παντοτινά τα σκόρπια φύλλα που μοίραζε τυπωμένα με ελζεβίρ των 10 ή κάποτε των 12, με τα αρχαϊκά κεφαλαία των τίτλων και όπου έβλεπες, κάποτε-κάποτε, τα ίχνη του προσεχτικού χεριού του αλεξανδρινού γέρου. Αλλά και αν παραμερίσω τούτη τη νοσταλγία, το βιβλίο των «απάντων» μένει άσχημο και παραπειστικό με την υπερβολική διακόσμησή του. Και είναι να λυπάσαι το καλό χαρτί και τα ωραία στοιχεία και τους τόσους κόπους. Θα ήταν άραγε τόσο πολύ δύσκολο, αντί να γίνει αυτό «το κεραμεούν και φαύλον», που δε μας παρέχει ούτε καν το ελάχιστο: την τυπογραφική ενάργεια (τα κενά, τις σιωπές του ποιητή τις καταβροχθίζουν τα στολίδια), να γινότανε μια πραγματικά φροντισμένη και πλήρης έκδοση του Καβάφη, τυπωμένη γυμνά, καθαρά και απέριττα, με τις παραλλαγές των ποιημάτων του που δεν είναι και τόσο λίγες, με το καθετί που έγραψε ο Καβάφης σε στίχο ή σε πρόζα (τα αποκηρυγμένα του ποιήματα, γνωστά σε όσους τα θέλουν, δεν μπορούνε πια να τον βλάψουν καθόλου) με ορισμένες, απαραίτητες, χρονολογίες- με μια κάποια μεγαλύτερη φροντίδα τέλος πάντων για το έργο αυτό, που ξέρουμε πόσο απέριττο το γύρεψε να το κάνει ο ποιητής.
Δεν είναι πολλά αυτά που ζητώ. Τα περισσότερα θα ήταν μια πραγματική κριτική έκδοση όπου ολωσδιόλου απρόσωπα και φιλολογικά θα είχαν σημειωθεί όλες οι ιστορικές πληροφορίες, όλα τα κείμενα που σκηνοθετούν με κάποιον τρόπο αυτή την ποίηση. Και θα πήγαινα ακόμη μακρύτερα. Υπάρχει μια προφορική παράδοση του Καβάφη.
Πολλοί άνθρωποι τον γνώρισαν και τον άκουσαν συστηματικά. Συνάντησα πολλούς —εγώ δυστυχώς δεν τον γνώρισα— που ήξεραν θαυμάσια να τον μιμηθούν. Θα ήθελα μια επιτομή κι αυτής ακόμη της προφορικής παράδοσης. Αν ήμουν αλεξανδρινός και είχα την επιθυμία να δείξω το σεβασμό μου σ’ αυτόν το μοναδικό πνευματικό άνθρωπο μιας μεγάλης μητρόπολης της φυλής, έτσι θα έκανα.
Είναι άραγε απαραίτητο ν’ ακολουθήσει κι αυτός τη μοίρα όλων των μεγάλων ποιητών του σύγχρονου ελληνισμού, του Σολωμού, του Κάλβου, του Παπαδιαμάντη (οι μικρότεροι είναι ακόμη πιο άτυχοι), πού τα έργα τους κυκλοφορούν ανάμεσά μας σκόρπια, άκριτα και αφρόντιστα τυπωμένα, ή, κάποτε, δεν κυκλοφορούν καθόλου; Για του Καβάφη το έργο δεν είναι δύσκολο, σε λίγο όμως θα είναι αργά. Βέβαια τώρα είναι ο πόλεμος και τα λόγια μου θ’ ακουστούν σαν τα λόγια ενός σχολαστικού. Αλλά είμαστε τάχα σίγουροι πώς μετά τον πόλεμο θα μπορούμε να δουλέψουμε πιο άνετα;»
Αυτά έγραφε ό Σεφέρης το 1941. Μετά από 40 ολόκληρα χρόνια, εύκολα υπολογίζει κανείς τι έγινε και τι μένει ακόμη να γίνει. Η βασική έλλειψη, μια φιλολογική έκδοση Απάντων του Καβάφη, παραμένει. Η πανελλήνια ακτινοβολία του Αλεξανδρινού, που συμβαδίζει με το γεγονός ότι εξαντλήθηκε μέσα σέ λίγο διάστημα η έκδοση του 1935 (όπως και οι αθηναϊκές εκδόσεις των χρόνων 1948-1958 και οι δεκάδες ανατυπώσεις τής λαϊκής δίτομης έκδοσης του 1963) παραμένει ακόμη πηγή θαλπωρής για τον ανήσυχο γέρο, που λογάριαζε με δυσπιστία τα συναλλάγματά του στην Τράπεζα του Μέλλοντος.
Είναι περίεργη η μοίρα των έργων στον τόπο μας. Η τεράστια φιλολογία που αναπτύσσεται τόσο εύκολα γύρω τους, φαίνεται να βλασταίνει ερήμην των έργων, τις πιο πολλές φορές. Υποβαθμίζει την πρωταρχική, γενεσιουργό αιτία. Με κάποιο τρόμο αναλογίζομαι τι μπορεί να συμβεί μετά το 1983, πού συμπληρώνονται πενήντα χρόνια απ’ το θάνατο του Καβάφη, κι ο νόμος παύει να προστατεύει την πνευματική ιδιοκτησία…
Δημήτρης Δασκαλόπουλος
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Διαβάζω» τον Μάρτιο 1980