Ανδρέας Καμπάς. (1919-1965). Γεννήθηκε στην Αθήνα. Φοίτησε στο Αμερικανικό Κολλέγιο Αθηνών.

Πολέμησε στη μάχη της Κρήτης (1941) και μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του.

Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις στίχων στα περιοδικά Νεοελληνικά Γράμματα και Νέα Γράμματα το 1939 και το 1944 δημοσίευσε το διήγημα Παλιές αναμνήσεις στα Καλλιτεχνικά Νέα.

Μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού Τετράδιο, δημοσίευσε ποιήματα και πεζογραφήματα σε διάφορα περιοδικά, τα οποία παραμένουν ανέκδοτα στο μεγαλύτερο μέρος τους. Το 1966 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή Δέκα ποιήματα.

Η ποίηση του Ανδρέα Καμπά τοποθετείται από τους μελετητές στο χώρο του ελληνικού υπερρεαλισμού.

Ανδρέας Καμπάς. Ένας πολύτιμος τόμος με το έργο του. (Νεολόγος/8 Ιουνίου 2016

Ο Ανδρέας Καμπάς, είναι εγγονός του Πατριάρχη Ανδρέα Καμπά των κρασιών του πάλαι ποτέ Κτήματος Καμπά στην Κάντζα Παλλήνης και θείος της τελευταίας αμπελοκαλλιεργήτριας της Κάντζας, Ρωξάνης Μάτσα, δισέγγονης του Πατριάρχη Ανδρέα Καμπά. Πέθανε σε ηλικία 46 ετών.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΜΠΑΣ

Περιμέναμε

Περιμέναμε στο Σύνταγμα το βράδυ
ανάμεσα στις αδειανές καρέκλες και στο σβηστό το φως
περιμέναμε τις αγάπες.
Όμως οι αγάπες δεν ήρθανε
γιατί δεν μπορούσανε να μας δώσουν τ’ αληθινό.
Περιμέναμε μες στο βρωμόσπιτο
αγκαλιά με τις γυναίκες μιας βραδιάς
περιμέναμε την ηδονή
όμως η ηδονή δεν ήρθε
γιατί δεν μπορούσε να μας δώσει τ’ αληθινό.
Περιμέναμε πάνω στις βουνοκορφές
ανάμεσα στα κεραυνωμένα δέντρα
περιμέναμε κάτι από τη φύση
όμως το κάτι αυτό δεν ήρθε
γιατί δεν μπορούσε να μας δώσει τ’ αληθινό.
Περιμέναμε με τους σοφούς
μέσα στ’ αργαστήρια σκυμμένοι στις μελέτες
περιμέναμε τη γνώση
όμως η γνώση δεν ήρθε
γιατί δεν μπορούσε να μας δώσει τ’ αληθινό.
Περιμέναμε με τις παρέες πάνω απ’ τα βουβά ποτήρια.
Περιμέναμε το μεγάλο το ωραίο το ιδανικό.
Περιμέναμε, μα τίποτα δεν ήρθε
τίποτα δε θα μπορούσε να ‘ρθει…
Και συρθήκαμε αργά στο σπίτι
γι’ άλλη μια βραδιά.

(περ. “Νεοελληνικά γράμματα”, τ. 132, 16 Ιουνίου 1939)

IV. Χειμώνας

Αργά ή γλήγορα ξεχνάμε!
Ο καιρός θα ρημάξει τα δέντρα,
όπως ρήμαξε τη μνήημη,
και θα μείνουν μόνο γυμνά κλαριά και χέρσο χώμα,
όπως έμειναν μόνο λίγες κουβέντες,
που μόλις ακούγονται στο βάθος του χόνου.

Τώρα με το κρύο, αναζητάμε πάλι την άγνωστη εκείνη
θαλπωρή, που έμεινε πάντοτε το κέντρο της νοσταλγίας μας,
αναζητάμε πάντοτε το αίσθημα που είχε η πνοή,
όταν το σύγνεφο επύκνωσε κι έγινε ουσία,
όταν η ουσία πύκνωσε ακόμη πιο πολύ
κι έγινε ζωή και όνειρο.
Το πρώτο όνειρο, το ασύλληπτο, το άλυτο.

Τώρα που μαζευόμαστε γύω στις φωτιές,
με τη νύχτα να μεγαλώνει
και να μας πιέζει απελπιστικά,
ζητάμε από τη σκέψη και τα ένστιχτα,
απ’ όλες τις δυνάμεις που γνωρίσαμε στη ζωή
ν’ αντλήσουμε φως
και να μπούμε μέσα στο σκοτάδι,
να δούμε τι κρύβεται βαθιά
στο κέντρο του χάους,
να σπάσουμε το γόρδιο δεσμό.

Όμως, η παγωνιά που τώρα άρχισε οριστικά,
θα ρημάξει τις σκέψεις,
θα παραλύσει τις πράξεις,
θα ξεθωριάσει το όνειρο.
Ω, Θεέ μου, ας προφτάσουμε!
Αργά ή γλήγορα ξεχνάμε
μες στη σιωπή, μέσα στην παγωνιά.

(Λονδίνο, 26 Μαϊου 1956 | “Νέα Εστία”, 1/11/1956)

Τόσο κοντά στη μοίρα μου

Τόσο κοντά στη μοίρα μου, τόσο βαθιά στην αγκαλιά μου
Κάτω απ’ τους γλήγορους ρυθμούς της μουσικής
Σαν τα κοχύλια που ζούνε χίλια χρόνια στο βυθό της κουρασμένης θάλασσας
Σαν τις ανεμώνες που προσκυνάνε τον αχό της γης
Έτσι αθάνατη και υψηλή η στιγμή στο περιβόλι
Τα σκοινιά του πεπρωμένου τρίζανε, τεντώνανε κάτω απ’ το βάρος της ιερής συντέλειας
Μα δε μπορούσανε να σπάσουν, σκληραίναν
Απ’ το τραχύ αντιφέγγισμα της καθημερινής ζωής
Από την προστριβή της βιοπάλης
Από την πνιγηρή ατμόσφαιρα των συνθηκών.

Μιλούσαν οι καθρέφτες που σε είδανε γυμνή
Στο κρύσταλλό τους έλαμπε η αιωνιότητα
Δε θα ξαναζήσω πια τις έξαλλες στιγμές της μάχης
Επλάκωσε σα σίφουνας η αίστηση της ομορφιάς.

Το δάκρυ το ζεματιστό κύλαε σιγά-σιγά
η διαμαντένια φλόγα μιας αγάπης.
Ανάλαφρα και πρωτογονικά, ο φόβος μας εσκέπασε με τη βαθιά σκιά του.

(περ. “Νεοελληνικά γράμματα”, τ. 7-12, Ιούλιος-Δεκέμβριος 1939)