Η έναρξη της σχολικής ζωής του παιδιού αναδεικνύεται σε περίοδο μείζονος σημασίας, τόσο για το ίδιο όσο και για την οικογένεια.
Σύμφωνα με τη θεωρία ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του Έρικ Έρικσον, στη σχολική ηλικία (περίπου 6-12 έτη), το παιδί, ανακαλύπτει τα δικά του ενδιαφέροντα και συνειδητοποιεί ότι είναι διαφορετικό από τους άλλους. Θέλει να καταλάβει αν και να δείξει ότι μπορεί να τα καταφέρει σωστά.
Αν λάβει αναγνώριση, επιβράβευση («ψήφο εμπιστοσύνης)) από τους γονείς, τους δασκάλους και τους συνομηλίκους, το παιδί προσπαθεί, φροντίζει τις υποθέσεις του, έχει στόχους. Αν λάβει αρνητικά σχόλια, διαμορφώνει μία αυτοεικόνα υποτιμημένη και δε βρίσκει κίνητρα {1}.
Τα παιδιά διαμορφώνουν την αίσθηση του εαυτού μέσα από το καθρέφτισμα των γονιών. Αργότερα, αυτό εμπλουτίζεται από σημαντικούς άλλους, όμως παραμένει καθοριστικό αυτό των γονιών.
Σε αυτήν την περίοδο, σιγά-σιγά αλλάζει και ο τρόπος που σχετίζονται με τα άλλα παιδιά: παίζουν σε μεγαλύτερες ομάδες, δε ζητούν τη βοήθεια των ενηλίκων για να διευθετήσουν διαμάχες (γεγονός του οποίου η αποδοχή και διαχείριση συχνά αποτελεί στοίχημα για τους γονείς).
Τότε συντελείται και η τεράστια μετάβαση: η είσοδος και η πρώτη διαδρομή στη μάθηση. Πλέον το παιδί ξεκινάει να κάνει συγκεκριμένες νοητικές ενέργειες: συνδυάζει, ξεχωρίζει, οργανώνει, μετασχηματίζει στο μυαλό του. Δεν μπορεί, όμως, ακόμα να επεξεργαστεί αφηρημένες έννοιες.
Ας δούμε ένα κυρίαρχο ζήτημα αυτής της περιόδου: πώς μαθαίνουν τα παιδιά;
Όλα τα παιδιά έχουν τη φυσική περιέργεια της μάθησης. Σε αυτήν τη φάση, η μάθηση οργανώνεται σε θεσμικό σύστημα. Ένας από τους μεγαλύτερους αναπτυξιακούς ψυχολόγους, ο Λεβ Βιγκότσκυ, έδινε την προτεραιότητα στο πώς οργανώνεται κοινωνικά η μάθηση: τι δασκάλους, τι σχολικό σύστημα θα συναντήσει το παιδί;
Αυτό γιατί οι ποιότητες της κοινωνικής οργάνωσης της μάθησης και των εμπειριών που το παιδί βιώνει σε αυτήν τη διαδρομή του, μπορεί να το βοηθήσουν να προαγάγει αυτήν την έμφυτη τάση ή να το παρεμποδίσουν. Για αυτό, έχει σημασία να εξετάζουμε τι αναστέλλει σε κάθε παιδί αυτήν τη φυσική τάση και τι την ωθεί.
Τι την ωθεί; Η συναισθηματική σύνδεση. Το παιδί αγαπάει τη γνώση, εμπνέεται και προχωράει ικανοποιητικά, αν αγαπήσει το δάσκαλο και αν εμπνευστεί από το γονιό, καθώς και αν νιώσει ότι κάτι κερδίζει το ίδιο (άρα όχι «επειδή πρέπει», γιατί άλλωστε σε αυτήν την φάση το παιδί δεν αντιλαμβάνεται καν την έννοια του καθήκοντος).
Ας αναλογιστούμε την καθημερινότητα των παιδιών αυτής της ηλικίας, για να δούμε τι αναστέλλει αυτήν την φυσική περιέργεια για τη γνώση. Εδώ και χρόνια, η σχολική ύλη «κατεβαίνει» τάξεις και τα παιδιά καλούνται πολύ πρώιμα να μάθουν/αποστηθίσουν/κατανοήσουν διδακτική ύλη που δεν ανταποκρίνεται στις δυνατότητες της ηλικίας τους. Συνάμα, βλέπουμε συχνά τα παιδιά να έχουν πολλές εξωσχολικές δραστηριότητες που τα κρατούν διαρκώς απασχολημένα, σε κίνηση, και έτσι να μη ..βαριούνται.
Ας σκεφτούμε, μπορούν αυτά τα παιδιά να αντέξουν την εκπαιδευτική διαδικασία που απαιτεί χρόνο; Σε αυτό το σημείο μπαίνει και το ζήτημα των οθονών, που έχουν «εξιτάρισμα», διάδραση, εντυπωσιακή ροή εικόνων κ.ο.κ. Μόνο ένα πολύ συναρπαστικό σχολείο μπορεί να κερδίσει το ενδιαφέρον του παιδιού, ως «αντίβαρο» σε αυτήν την εμπειρία του.
Παράλληλα, οι γονείς έχουν να συμβάλλουν και μέσα από ένα μεγάλο προσωπικό στοίχημα: να εμπιστευτούν τους δασκάλους, για να το καθρεφτίσουν στα παιδιά και να νιώσουν εκείνα ασφαλή και εμπνευσμένα.
Οι γονείς μπορούν να συνοδοιπορούν ικανοποιητικά, αν αναστοχάζονται το τι δικό τους διεγείρεται (π.χ. ένας γονιός που ο ίδιος έχει υπάρξει συνεπής και υπάκουος ως παιδί πώς νιώθει όταν το παιδί του δε συγκεντρώνεται;) και έχοντας το βλέμμα στην ανάγκη του παιδιού για όποια τους παρέμβαση.
Βάλια Μαστοροδήμου
Ψυχολόγος MSc – Ψυχοθεραπεύτρια
valiamast@gmail.com
https://www.facebook.com/ValiaEnDynamei
[1] Ένα διαφωτιστικό βίντεο για το πώς εσωτερικεύουμε επικριτικές «φωνές» των άλλων: https://www.youtube.com/watch?v=uWc4pZhnpOw .