Είναι αδύνατον να βρεθείς αντιμέτωπος με ένα κεραμικό της Ελένης Βερναδάκη και να μη νιώσεις την ενστικτώδη παρόρμηση της αφής. Τα έργα της, έχουν δέρμα και σώμα, σε θέλγουν. Η όραση δεν επαρκεί. Πρέπει τα ακροδάχτυλα να σε πλοηγήσουν στην επιφάνεια, τη μορφή, τον όγκο. Στο εργαστήριό της στην Παλλήνη, που σχεδίασε ο Τάκης Ζενέτος το 1974, αισθανόμουν συνεχώς μια τεράστια λαχτάρα να πιάσω στα χέρια μου τα αντικείμενά της.
Πειθήνια στα ράφια τους, περίμεναν ξανά ένα άγγιγμα, σαν και αυτό που τα έφερε στην ζωή πάνω στον τροχό. Είναι οι σιωπηλοί μάρτυρες μιας παραγωγικής διαδικασίας που κράτησε δεκαετίες ολόκληρες, για το πώς η Βερναδάκη ξέρει να γητεύει τον πηλό.
«Λοιπόν, ξέρεις τι σκέφτηκα να κάνω κάποτε με όλα τούτα εδώ τα πράγματα, τα οποία δεν πούλησα διότι τους έβρισκα μικρά ελαττώματα;» μου είπε και διέκοψε τη μαγνητική σχέση μου μαζί τους. «Ηθελα να τα βάλω σε ένα μεγάλο τσουβάλι. Ολα. Και μετά, σε μια ειδική βραδιά στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς, να τα κρεμάσουμε από έναν γερανό και να τα αφήσουμε να πέσουν και να σπάσουν. Να γίνουν ξανά κομμάτια, χώμα, να επιστρέψουν στη γη. Σχεδόν το είχαμε ετοιμάσει αλλά την τελευταία στιγμή, δύο αγαπημένοι μου φίλοι δεν με άφησαν να το κάνω», ομολογεί. Παρά την απειλή της καταστροφής, τα κρατάει στα χέρια της τρυφερά, σαν μικρά αλλόκοτα πλάσματα με καμπύλες, κοτσανάκια, ουρές και ρίγες.
Ο κύκλος της ζωής
Στην αρχή σκέφτηκα ότι μια τέτοια πράξη κρύβει μεγαλομανία. Κάποιος που έδωσε οντότητα, θέλει σαν μικρός θεός να την πάρει πίσω. Υστερα από την κουβέντα μας, νομίζω ότι την κατάλαβα καλύτερα: η Βερναδάκη είναι ένας άνθρωπος που αποδέχεται τον κύκλο της ζωής, της φύσης, των ανθρωπίνων σχέσεων, το φθαρτό, το αναπόδραστο. Και δεν είναι τα λευκά της μαλλιά που της χάρισαν τη φώτιση. Πάντα είχε αίσθηση του τέλους, δεν έχασε ποτέ χρόνο σε εμπορικότητες, ματαιότητες, στη διαφήμιση του εαυτού. Εκτός από τα κεραμικά και τα επιτοίχια έργα της που μιλούν γι’ αυτήν, θα βρει κανείς λιγοστές συνεντεύξεις και ακόμα πιο λίγες ατομικές εκθέσεις. Το πνευματικό και υλικό της κληροδότημα φυλάσσεται μόνον στον εξαιρετικό τόμο για το έργο της, με κείμενα της Ευγενίας Αλεξάκη που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Μουσείου Μπενάκη.
Ηταν αυστηρή διότι είχε μέσα της μια αναποδογυρισμένη κλεψύδρα που την πίεζε αφόρητα να είναι ουσιαστική. Μου λέει: «Με αναγνώρισε η αγορά όχι η πολιτεία, ούτε οι θεσμοί και οι κάστες. Δεν θεωρώ όμως ότι ήμουν ποτέ της μόδας. Και αν έκανα κάτι που άρεσε πολύ, έφτιαχνα πάντα έναν μικρό αριθμό κομματιών. Μετά δοκίμαζα αμέσως κάτι άλλο. Θα μπορούσα να είμαι πλούσια αν έβγαζα μόνο κάτι πουλιά και κουκλάκια. Βαριόμουν. Το εύκολο, το βαριόμουν. Και το απεχθανόμουν ως στάση ζωής. Πιο πολλά έργα έσπαγα παρά πουλούσα. Αυτό που μας έχει συμβεί σήμερα είναι ότι για πολλά χρόνια κυνηγήσαμε ως Ελληνες το εύκολο κέρδος, την ευκολία ως επιλογή ενώ οι περασμένες γενιές ήταν προγυμνασμένες στο να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν το δύσκολο. Να, τι χάσαμε».
Τριγυρνά μέσα στο ατελιέ με χάρη. Μιλά με τους πιστούς της συνεργάτες όπως τον Θέμη Λασπά. Στέκεται μπροστά στους θηριώδεις φούρνους και στον μικρό τροχό που έφερε μετά τις σπουδές στο Λονδίνο, το 1960, στο Hammersmith College of Art and Architecture. «Εργαζόμουν στη σχολή πυρετωδώς και τα απoγεύματα δούλευα σε ένα ελληνικό ναυτιλιακό γραφείο στο City όπου έκανα στενογραφία σε έναν ναύαρχο για να τα φέρω βόλτα. Τελείωσα γρήγορα τις σπουδές γιατί δεν είχα την πολυτέλεια να χρονοτριβώ. Εκεί κατάλαβα τι θα πει Studio Ceramics. Δεν μοιάζουμε με τους Αγγλους. Είναι από άλλο χώμα φτιαγμένοι. Αφιλοι. Αν τους κερδίσεις όμως τους έχεις μια ζωή. Και η διδασκαλία στα πανεπιστήμιά τους έχει μια ελευθερία σπάνια».
Γύρισε στην Ελλάδα και μπήκε στην ορμή της φωτεινής δεκαετίας του ’60 με την Ομάδα Τέχνης α΄, το ατελιέ της Σόλωνος, τη συνεργασία της με τον Μόραλη. Συνοδοιπόρος της ο σύζυγός της Νίκος Παπαδάκις, ο οποίος αρχικά ίδρυσε το Κέντρο Τεχνολογικών Εφαρμογών και αργότερα την αίθουσα τέχνης «Πολύπλανο».
Με τον Μόραλη
«Οι καλλιτέχνες που εγώ πρωτογνώριζα το ’60 πίστευαν και στον εαυτό τους και στους άλλους. Με τον Μόραλη συνεργαστήκαμε 50 χρόνια. Εμαθα την αλήθεια της τέχνης από αυτόν και εκείνος έμαθε κάτι από εμένα. Ηρθε στο εργαστήριο με τα πινελάκια του και έμαθε να χρησιμοποιεί τις μπατανόβουρτσές μου. Στο τέλος τού άρεσαν τα πλακάτα χρώματα, τα υιοθέτησε. Μου λείπει ο Γιάννης, η ματιά του, η στήριξή του, η σοφία του. Σήμερα οι καλλιτέχνες δεν πιστεύουν ούτε στον εαυτό τους ούτε στους άλλους. Είναι βιαστικοί. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει βιαστικά. Η χειροτεχνία, η τέχνη έχουν το δικό τους ασυμπίεστο χρόνο».
Με ξεπροβοδίζει –από το υπέροχο άβατο του εργαστηρίου– με έναν καημό: «Η Ελλάδα με την παράδοση στην κεραμική, που βαστάει χιλιάδες χρόνια, δεν έχει μια σχολή για να μάθουν τα νέα παιδιά. Το 2008 είχαν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες με τον Τάκη Αράπογλου στο τιμόνι της Εθνικής, να περάσει με τη βοήθεια της Τράπεζας η ιδιοκτησία του εργαστηρίου μου στη Σχολή Καλών Τεχνών για να αποτελέσει ενεργό τόπο εκπαίδευσης και με τη δέσμευση να διδάσκω. Αλλαξε η διοίκηση και το σχέδιο έμεινε στα χαρτιά. Μεγάλωσα πια, ο χρόνος πιέζει και ο φόβος μου ότι δεν θα μπορέσω να περάσω πια τη γνώση στις επόμενες γενιές μεγαλώνει…»
Γεννημένη στα Χανιά το 1933, σπούδασε στο Hammersmith College of Art and Architecture του Λονδίνου και με την επιστροφή της στην Ελλάδα παρουσίασε το 1961 την πρώτη της ατομική έκθεση έργων.
Τα χρόνια που ακολούθησαν έμελλε να ακολουθήσει μια δυναμική και δημιουργική πορεία με χαρακτηριστικά το ελεύθερο πνεύμα και τη μοντέρνα ματιά. Υπήρξε στενή συνεργάτις του Γιάννη Μόραλη τόσο στην εκτέλεση των δικών του κεραμικών όσο και σε όλες τις κατασκευές έργων του σε δημόσιους χώρους.
Συνεργάστηκε επίσης με τον Παναγιώτη Τέτση στην εκτέλεση της τοιχογραφίας της αίθουσας τελετών του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, ενώ στο ενεργητικό της έχει κι άλλα δημόσια τοιχογραφικά έργα σε συνεργασία με αρχιτέκτονες.