Αποφυλακίστηκε τη Δευτέρα από τις τις αγροτικές φυλακές της Αγυιάς Χανίων, μετά 23 χρόνια κάθειρξης και αλλεπάλληλες αιτήσεις αποφυλάκισης, ο “σατανιστής” Ασημάκης Κατσούλας.
Το αίτημα της αποφυλάκισης του Κατσούλα εκκρεμούσε 10 μήνες και πληροφορίες αναφέρουν πως με το θέμα ασχολήθηκαν αρκετοί εισαγγελείς και κοινωνικοί λειτουργοί, ενώ στο έργο τους συνέδραμαν και πανεπιστημιακοί ερευνητές.
Σύμφωνα με τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, ο Κατσούλας ήταν υπόδειγμα συμπεριφοράς και από τους πλέον τυπικούς κρατουμένους τα τελευταία χρόνια, έχοντας κάνει πολλές φορές χρήση του δικαιώματος των αδειών.
Τα εγκλήματα των τριών νεαρών, Ασημάκη Κατσούλα, Μανώλη Δημητροκάλη και Δήμητρας Μαργέτη αποκαλύφθηκαν τον Δεκέμβριο του 1993 και χαρακτηρίστηκαν ως ιδιαίτερα απεχθή.
Συγκεκριμένα, δολοφόνησαν δύο γυναίκες, την 14χρονη Δώρα Συροπούλου και την 28χρονη Γαρουφαλιά Γιούργα, σε τελετές μαύρης μαγείας και ήταν αυτός ο λόγος που καταγράφηκαν στην ιστορία του εγκλήματος, ως “οι σατανιστές της Παλλήνης.”
Την 1η Ιουλίου 1995 το δικαστήριο καταδίκασε τον Ασημάκη Κατσούλα και τον Μανώλη Δημητροκάλη σε δύο φορές ισόβια κάθειρξη και την Δήμητρα Μαργέτη σε κάθειρξη 17 ετών και τεσσάρων μηνών για απλή συνέργεια.
Ο Μ. Δημητροκάλης αποφυλακίστηκε πριν λίγα χρόνια και η Δ. Μαργέτη το 2001 εκτίοντας ποινή 8 ετών. Και οι δύο ζούν στην Παλλήνη χωρίς να έχουν δώσει δικαίωμα στην τοπική κοινωνία για οποιονδήποτε λόγο.Η Μαργέτη είναι ήδη μητέρα ανήλικων παιδιών.
Ποιός ο καταδικασθείς ως αρχηγός των “σατανιστών” Ασημάκης Κατσούλας
Ο Κατσούλας γεννήθηκε το Μάιο του 1972, αποφοίτησε από Σχολεία της Παλλήνης και διέμενε μέχρι τη σύλληψή του στην Κάντζα.
Δημοσιεύματα της εποχής ανέφεραν βάσει των όσων τους έλεγαν εμπειρογνώμονες, ότι αφού είχε συμπληρώσει τα 17 του, είχε ανεπτυγμένες νοητικές ικανότητες, επιβλητική εμφάνιση και διακατεχόταν από ανησυχία πνεύματος.
Μετά το 1990, άρχισε να χάνει την επαφή του με την οικογένειά του, η οποία δεν γνώριζε τίποτα για τις πράξεις του μέχρι τη σύλληψή του, το 1993.
Και ως κρατούμενος ωστόσο, ο Κατσούλας απασχόλησε τις Αρχές, καθώς ένα χρόνο μετά την πρωτόδικη καταδίκη του έστελνε επιστολές σε ανυποψίαστες κοπέλες από την Παλλήνη, τις οποίες δημοσίευσε η εφημερίδα “Το Βήμα”, το 1997.
Το περιεχόμενο τους, αποκαλυπτικό της προσωπικότητάς του:
«Εχθές παραλίγο να με κλείσουν στο Πειθαρχικό εξαιτίας ενός “νταή” που πίστεψε πως εγώ είμαι άλλο ένα συνηθισμένο παιδί. Δεν ξέρω τι έπαθε, εγώ πάντως δεν τον πείραξα για να μη χαλάσω τη διαγωγή μου. Μια ζαλάδα τον οδήγησε σε επιληψία και τώρα είναι στο νοσοκομείο της Λάρισας, στο νευρολογικό τμήμα… Παράξενο, τι να έπαθε ο φίλος μου; Ευχήσου του “περαστικά”».
«Δεν πιστεύω να ηρέμησες;» ρωτάει την παραλήπτρια της επιστολής του και υπογράφει το γράμμα ως «Μαύρος Αγγελος» δηλαδή, στις δικές του αναζητήσεις ως «Σατανάς»!
Μάλιστα κλείνει το γράμμα του με μια φράση του Φάουστ: «Η γνώση μου με ενδυναμώνει να αναστήσω τις πόλεις των καταραμένων. Ολοι οι θησαυροί από τα Σόδομα ανήκουν σε μένα». Παράλληλα, ο Κατσούλας σύμφωνα με δημοσιεύματα, τηλεφωνούσε καθημερινά σε δύο ανήλικες αδελφές 11 και 12 ετών και τους ζητούσε να αγγίξουν τα απόκρυφα μέρη του σώματός τους για να κάνει “τηλεφωνική εξέταση DNA.” Τα κορίτσια είπαν στους γονείς τους τι συνέβαινε και μετά από άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, οδηγήθηκαν στον Κατσούλα στις φυλακές Μαλανδρίνου.
Η παραβατική του δράση ωστόσο είχε και συνέχεια, καθώς το 2005 και ενώ βρισκόταν σε ολιγοήμερη άδεια, βρέθηκε στην Αμφισσα, όπου προσποιούμενος τον αστυνομικό, ζήτησε από νεαρή Αλβανή, να ελέγξει τα χαρτιά της.
Στη συνέχεια αφού την έβαλε στο αυτοκίνητο του, την μετέφερε στα ΚΤΕΛ Ιτέας όπου και την εγκατέλειψε. Η φημολογία τότε, ήθελε τον Κατσούλα να αποπειράθηκε να την βιάσει, ωστόσο στην ανακοίνωση της Αστυνομίας δεν έγινε καμία τέτοια αναφορά.