Σε 698.454 ανέρχονται τα νοικοκυριά της χώρας που βρίσκονταν το 2019 σε κίνδυνο φτώχειας (σε σύνολο 4.123.242 νοικοκυριών) και τα μέλη τους σε 1.881.600 άτομα (στο σύνολο των 10.534.857 ατόμων του πληθυσμού της χώρας).
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τον κίνδυνο της φτώχειας, το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε σε 9.382 ευρώ, υψηλότερο κατά 3,9% από το προηγούμενο έτος.
Μάλιστα, σύμφωνα με παράλληλη έρευνα για την οικονομική ανισότητα, το υψηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το τμήμα του πληθυσμού με τα χαμηλότερα εισοδήματα ανέρχεται σε 5.700 ευρώ, ενώ το χαμηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το τμήμα του πληθυσμού με τα υψηλότερα εισοδήματα ανέρχεται σε 11.625 ευρώ.
Ειδικότερα, από τα στοιχεία για τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ήταν πέρυσι το 30% (3.161.900 άτομα) του πληθυσμού της χώρας, με μείωση σε σχέση με το 2018 κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες (3.348.500 άτομα που αντιστοιχούσαν στο 31,8% του πληθυσμού).
Από τον πληθυσμό ηλικίας 18- 64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, εκτιμάται ότι το 31,4% είναι Έλληνες και το 53,7% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα.
Από τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα, ηλικίας 18- 64 ετών και βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, το 53,7% γεννήθηκαν σε άλλη χώρα, ενώ το 30,9% είναι αλλοδαποί που γεννήθηκαν και διαμένουν στην Ελλάδα.
Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.917 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 10.326 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται δε στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.195 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 16.147 ευρώ.
Σε πέντε περιφέρειες (Αττική, Ιόνια Νησιά, Κρήτη, Νότιο Αιγαίο και Ήπειρος) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό της χώρας, ενώ σε οκτώ περιφέρειες (Θεσσαλία, Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Κεντρική Μακεδονία, Βόρειο Αιγαίο, Δυτική Μακεδονία, Δυτική Ελλάδα και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 48,4%, ενώ όταν περιλαμβάνονται μόνον οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 23,2%.
Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, επισημαίνεται ότι αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το κοινωνικό μέρισμα, το επίδομα μακροχρόνια ανέργων κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 17,9%.
Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 5,3 ποσοστιαίες μονάδες ενώ, εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 25,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 30,5 ποσοστιαίες μονάδες.
Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων) αποτελούν το 31,6% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών της χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 83,2%, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα στο 16,8%.
Πέρυσι, το βάθος (χάσμα) κινδύνου φτώχειας ανήλθε σε 27% του κατωφλιού του κινδύνου φτώχειας, σημειώνοντας μείωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Με βάση το ποσοστό αυτό, εκτιμάται ότι το 50% των φτωχών κατέχουν εισόδημα μικρότερο από το 73% του κατωφλιού του κινδύνου φτώχειας (το οποίο ανέρχεται σε 4.917 ευρώ), δηλαδή κάτω από 3.589 ευρώ ετησίως ανά άτομο.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ