«Το σημερινό μου άρθρο στα ‘Νέα’ λογοκρίθηκε από την διεύθυνση της εφημερίδας και, για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια, δεν δημοσιεύεται στην στήλη μου του Σαββάτου» καταγγέλλει σε ανάρτησή της η Έλενα Ακρίτα, δημοσιεύοντας στη σελίδα της στο Facebook το κείμενό της που αφορά «Το σπίτι του Τσίπρα …Και το σπίτι του κρεμασμένου.».
Ολόκληρο το άρθρο της:
Το σπίτι του Τσίπρα
…Και το σπίτι του κρεμασμένου.
Που δεν μιλάνε για σκοινί. Κι όταν μιλάνε, κρίνονται. Όχι μόνο για τα δικά τους σπίτια – τα τριάντα δύο, λέω έτσι έναν αριθμό στην τύχη. Αλήθεια, αυτά όλα πόσο αγοράστηκαν, πόσα δάνεια πήρανε, πόσα επιστρέψανε στις τράπεζες και πόσα χρωστούν ακόμα;
Τί έγινε με τα στρέμματα στην Τήνο – λέω τυχαία ένα νησί.
Τί έγινε με το σπίτι του Βολταίρου – λέω τυχαία έναν συγγραφέα.
Και γιατί το κάνουν αυτό ειδικά τώρα; Γιατί επιλέγουν αυτή τη χρονική συγκυρία;
Διότι τα έχουν κάνει μαντάρα, αγάπη μου. Το ένα λάθος μετά το άλλο, η μία γκάφα πάνω στην άλλη, φάσκουν και αντιφάσκουν και μάς παν από το κακό στο χειρότερο.
Και μάς παν ποδηλατώντας. Ανέμελα.
Ποδηλατούν στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη με εκατό νεκρούς την ημέρα. Νεκρούς με ονοματεπώνυμο, νεκρούς με οικογένεια και παιδιά και κολλητούς και φίλους κι εχθρούς.
Νεκρούς με στέκια αγαπημένα και τραγούδια πανάκριβα και μνήμες παιδικές, και χούγια περίεργα, κι αναποδιές και νεύρα και φιλιά κι αγκαλιές. Νεκρούς γιατί δεν έχουμε ΜΕΘ, νεκρούς γιατί ανοίξανε τα σύνορα, νεκρούς γιατί στοιβάζονται στα λεωφορεία, νεκρούς γιατί οι κυβέρνηση πρώτη δίνει το κάκιστο παράδειγμα όταν κόβει βόλτες χωρίς μάσκα και χωρίς προφυλάξεις σε φιέστες και σε Πάρνηθες.
Λογικό λοιπόν να θέλουν να στρέψουν τα φώτα στο σπίτι του Τσίπρα. Να εστιάσουν στο ασήμαντο και στο παραπολιτικό. Αυτά γλυκούλα μου, ο Μακιαβέλι τα έκανε πριν καν μπουσουλήσει κι αυτοί νομίζουν πως εφηύραν την πυρίτιδα.
Ας πω λοιπόν κι εγώ την αποψάρα μου, όπως κάνω είκοσι χρόνια κάθε Σάββατο σε αυτήν εδώ την εφημερίδα. Όταν το σπίτι που έχει δήθεν αγοραστεί 1.300.000 ευρώ, αποδεικνύεται με έγγραφα και συμβόλαια ότι νοικιάζεται 500 ευρώ, ε συγγνώμη κιόλας.
Κι εγώ σού λέω δεν νοικιάζεται 500 ευρώ. Κι εγώ σού λέω λέει ψέματα ο Τσίπρας. Μπορείς να το αποδείξεις; Διότι όταν αφήνεις τέτοιες αιχμές, θα πρέπει να ξέρεις πως ο κατήγορος κι όχι ο ‘κατηγορούμενος’ φέρει το βάρος της απόδειξης του πραγματικού περιστατικού. Αν εγώ κουκλίτσα μου σε πω πχ κλέφτρα, πρέπει εγώ να το αποδείξω. Με χαρτιά και ντοκουμέντα. Εσύ δεν χρειάζεται να κουνηθείς απ’ την καρέκλα.
Αν λοιπόν δεν μπορούμε γραπτώς να αποδείξουμε ότι το νοίκιασε για τα διπλάσια και τα τριπλάσια – τότε το μίσθωμα είναι 500 ευρώ. Όσο γράφει το συμβόλαιο. Ούτε 449 ούτε 501. Πεντακόσια. Τέλος.
Δεν ξέρω ποιοι γείτονες ρωτήθηκαν και μίλησαν για διχίλιαρα ενοίκια. Γιατί κι εγώ γείτονας είμαι. Παραδίπλα εχω σπίτι – από τη γιαγιά μου για τους κακόβολους. Την περιοχή την ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου και τις τιμές και τις αξίες και τα πάντα. Κι εγώ όταν ζορίστηκα οικονομικά, προσπάθησα και να πουλήσω και να νοικιάσω. Ειλικρινά πιστεύει άνθρωπος ότι θα μπορούσαμε να εισπράττουμε νοίκι 1.500; Σοβαρά; Μέσα στην κρίση; Σε μια περιοχή όπου πωλούνται εκατοντάδες ακίνητα, και νοικιάζονται ελάχιστα;
Δηλαδή τι λέμε ακριβώς; Ότι θα μπορούσα εγώ και η κάθε εγώ, να βγάλω έξι χιλιάρικα τη σεζόν και θα μού ξίνιζαν; Τεμενάδες θα κάναμε. Αυτά τα τρελλά ποσά ίσχυαν μόνο το 1999 με τη φούσκα του χρηματιστηρίου. Τότε που οι νεόπλουτοι εκδοροσφαγείς μάς παρακάλαγαν να αγοράσουν τα σπίτια μας όσο όσο.
Γι’ αυτό σού λέω. Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάν για το σπίτι το νοικιασμένο.
Και όπως είπε ο ποινικολόγος Θανάσης Καμπαγιάννης:
«Όταν πεθαίνουν 100 άτομα τη μέρα και το μόνο πράγμα που απασχολεί ολόκληρη κυβέρνηση είναι αν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρόεδρος αστικού κόμματος και πρώην πρωθυπουργός μπορεί να νοικιάζει εξοχικό με 500 ευρώ το μήνα, καταλαβαίνεις ότι τη πρωτοχρονιά, εν μέσω πανδημίας και της ελλείψεις του συστήματος υγείας, πιθανότερο είναι να συναντήσεις τον άγιο Πέτρο παρά τον άγιο Βασίλη».