Η ψηφοφορία στη Διάσκεψη των Προέδρων για την επιλογή του νέου Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου συνιστά βαρύ πλήγμα για την αξιοπιστία των θεσμών και για την ίδια τη Δημοκρατία.
Όταν ο Βασίλης Φλωρίδης – αδελφός του εν ενεργεία Υπουργού Δικαιοσύνης – συγκεντρώνει διακομματική στήριξη και προσπερνά σε ψήφους το μέχρι πρότινος φαβορί, η σκιά της θεσμικής αμφισβήτησης είναι αναπόφευκτη.
Η επιλογή αυτή, όσο κι αν επιχειρηθεί να παρουσιαστεί ως «αξιοκρατική», δεν μπορεί να αποσπαστεί από την καθοριστική – και εξαιρετικά προβληματική – συγγενική σχέση του κ. Φλωρίδη με τον πολιτικό προϊστάμενο της Δικαιοσύνης.
Η δεοντολογία, η διαφάνεια και η ανάγκη θωράκισης της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας δεν επιτρέπουν τέτοιες συγχύσεις ρόλων και συμφερόντων. Δεν φτάνει να έχει κάποιος τα προσόντα. Χρειάζεται να μη δημιουργείται ούτε υπόνοια μεροληψίας, εξάρτησης ή αδιαφάνειας – ιδίως σε έναν θεσμό όπως η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.

Προκαλεί δε εύλογη απορία πώς είναι δυνατόν η κυβερνητική παράταξη να εμφανίζεται διχασμένη, με βουλευτές της να «σταυρώνουν» εν κρυπτώ τον αδελφό του Υπουργού, αγνοώντας ακόμη και την κομματική γραμμή. Πρόκειται για πράξη ανευθυνότητας ή για συνειδητή συμμετοχή σε ένα σκηνικό θεσμικού εκτροχιασμού;
Η απάντηση του κ. Φλωρίδη πως «ήρθε για να κριθεί» είναι τουλάχιστον αμήχανη: το ζήτημα δεν είναι αν έχει προσωπικά προσόντα, αλλά αν η επιλογή του υπονομεύει το δημόσιο αίσθημα περί δικαιοσύνης, ισότητας και ανεξαρτησίας των εξουσιών. Και το υπονομεύει.
Η τελική απόφαση εναπόκειται στο Υπουργικό Συμβούλιο. Θα φανεί, λοιπόν, αν η κυβέρνηση σέβεται τους θεσμούς ή αν επιλέγει να συνεχίσει στον κατήφορο της θεσμικής ιδιοτέλειας και οικογενειοκρατίας.
Αν πράγματι ενδιαφέρεται για τη Δικαιοσύνη, ας αφήσει τις συγγένειες εκτός Αρείου Πάγου.
“N”