Διαχρονικά η χειραψία θεωρείται από πολλούς μελετητές ως ένδειξη ότι τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτή δεν έχουν επιθετικές διαθέσεις και δεν κρατούν όπλο. Άλλωστε αρχαιολογικά ευρήματα στον ελληνικό χώρο και κείμενα φανερώνουν ότι η χειραψία αποτελούσε πρακτική ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ.
Διαχρονικά η χειραψία θεωρείται από πολλούς μελετητές ως ένδειξη ότι τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτή δεν έχουν επιθετικές διαθέσεις και δεν κρατούν όπλο. Άλλωστε αρχαιολογικά ευρήματα στον ελληνικό χώρο και κείμενα φανερώνουν ότι η χειραψία αποτελούσε πρακτική ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ.
Όταν λοιπόν δύο άνδρες συναντιούνταν χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον φέρνοντας σε επαφή τις παλάμες του δεξιού τους χεριού μεταξύ τους. Ήθελαν με αυτό τον τρόπο να αποδείξουν ότι δεν κρατούν όπλο το οποίο θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κατά του συνομιλητή τους. (Επίσης να σημειώσω εδώ, κάτι που έμαθα τελευταία κουβεντιάζοντας για το θέμα, τη σημασία της χειραψίας σε διαφορετικές κουλτούρες και θρησκείες και κυρίως στη βουδιστική όπου πιστεύεται ότι με τη χειραψία ρέει και μεταδίδεται η ενέργεια από το ένα σώμα στο άλλο.)
Ασφαλώς, η παραπάνω εκδοχή για τη σημασία και το συμβολισμό της χειραψίας, στηρίζεται σε ιστορικά στοιχεία, πηγές, ευρήματα και απεικονίσεις. Και φυσικά δεν έχω ούτε τις γνώσεις αλλά ούτε και την πρόθεση να την αμφισβητήσω. Σίγουρα σε άλλες εποχές ήταν πολλές φορές ζήτημα ζωής και θανάτου να αποδείξει κάποιος άμεσα και με τρόπο σαφή πως οι προθέσεις του, αν μη τι άλλο, δεν είναι επιθετικές και δεν στρεφόταν εναντίον του ανθρώπου που στεκόταν απέναντί του. Θέλω όμως να προσθέσω μια ακόμα ερμηνεία για το τι μπορεί να συμβολίζει η χειραψία σε ένα άλλο επίπεδο, όχι απόλυτα συνειδητό.
Σε σύγκριση λοιπόν με ότι συνέβαινε παλαιότερα, σήμερα δεν είναι απαραίτητη η χειραψία για να αποδείξουμε στον άλλο ότι δεν κινούμαστε επιθετικά απέναντί του καθώς δεν οπλοφορούμε για να φοβάται να μας πλησιάσει. Έχουμε άλλωστε εφεύρει άλλους πιο αποτελεσματικούς και πιο καλά κρυμμένους τρόπους για να επιτεθούμε ο ένας στον άλλο.
Έτσι λοιπόν η χειραψία τουλάχιστον σε ότι έχει να κάνει με την πρακτική και ζωτικής σημασίας αξία της έχει πάψει να είναι χρήσιμη. Ωστόσο, στο δυτικό κόσμο, αν και όχι μόνο, εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αποτελεί τον πιο διαδεδομένο χαιρετισμό μεταξύ δύο ανθρώπων που συναντιούνται για πρώτη φορά. Γιατί άραγε; Τι είναι αυτό που ωθεί δύο ανθρώπους στη χειραψία;
Εκτιμώ πως στις μέρες μας η χειραψία όχι μόνο δεν υπηρετεί το σκοπό που υπηρετούσε παλαιότερα αλλά έχει προσλάβει ένα εντελώς νέο νόημα και μια ποιοτικά διαφοροποιημένη ουσία απόλυτα προσαρμοσμένη στις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου. Σήμερα η χειραψία αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία δύο άνθρωποι να έρθουν σε επαφή άμεση και πραγματική χωρίς να φοβούνται (ένα φόβο που δεν είναι απαραίτητα συνειδητός) μήπως εκτεθούν, παρεξηγηθούν ή κινδυνέψουν.
Σε έναν κόσμο που ολοένα και λιγοστεύουν οι ευκαιρίες να αγγίξει ο ένας τον άλλο, και μέσω αυτής της επαφής να δώσει και να πάρει, η χειραψία εξυπηρετεί αυτή την ανάγκη με τρόπο που κατά πολλούς φαντάζει ιδανικός χωρίς να προσβάλει και χωρίς να εκθέτει κανέναν, σεβόμενη πλήρως τους κανόνες αυτού που έχουμε ονομάσει «τρόποι καλής συμπεριφοράς».
Αυτά δε τα λίγα δευτερόλεπτα που διαρκεί, μπορεί να δώσουν τόσες πολλές πληροφορίες για τον άνθρωπο που βρίσκεται απέναντί μας που ίσως δεν θα γίνονταν αντιληπτές ακόμα και μετά από πολλές ώρες συζήτησης μαζί του. Επιπλέον, αισθήσεις, συναισθήματα και σκέψεις (θετικές ή αρνητικές δεν έχει σημασία) γίνονται αντιληπτές προσφέροντάς μας και συμπληρώνοντας κάτι που διαχρονικά ο άνθρωπος έχει ανάγκη από τη στιγμή της γέννησής του: την επαφή με ανθρώπους.
Ταυτοχρόνως δε, αν καθίσουμε και σκεφτούμε σε τι «επιτρέπουμε» να αγγίξει το εσωτερικό μέρος της χεριού μας (την παλάμη μας δηλαδή) ή με τι εμείς «επιλέγουμε» να τη φέρουμε σε επαφή χωρίς να νοιώσουμε αηδία, δυσαρέσκεια ή αποστροφή είναι πολύ πιθανό να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως θα πρέπει να έχει περίπου τα εξής χαρακτηριστικά: να είναι καθαρό, να δείχνει υγειές, να έχει καλή όψη, να δείχνει ακίνδυνο και να νοιώθουμε ότι κάτι θετικό μας προσφέρει.
Με άλλα λόγια δεν αγγίζουμε εύκολα με την παλάμη μας κάτι που είναι βρώμικο, άρρωστο, αποκρουστικό, επικίνδυνο ή δεν έχουμε από αυτό μια θετική προσδοκία. Και αν για κάποιο λόγο το κάνουμε συνήθως μετά προσπαθούμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να πλύνουμε τα χέρια μας. Κατ’ αντιστοιχία λοιπόν, το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Πόσες φορές άραγε δεν έχουμε πει για κάποιον τη φράση: «αυτόν δε θέλω ούτε να τον αγγίξω»; ή «μόνο που τον βλέπω μου προξενεί αηδία»;
Ακουμπώντας επομένως τον άλλο και δη με το εσωτερικό της παλάμης μας σε ένα ασυνείδητο επίπεδο του αποδεικνύουμε ότι τουλάχιστον δεν έχουμε συναισθήματα αηδίας και αποστροφής και επομένως μπορούμε από κοινού να ξεκινήσουμε την προσπάθειά μας για περαιτέρω επαφή.
Η χειραψία λοιπόν, εκτός όλων των άλλων, αποτελεί μια ασυνείδητη έμμεση αποδοχή (τουλάχιστον για τις περιστάσεις που δε μας την επιβάλουν οι κοινωνικές συνθήκες) του ανθρώπου που βρίσκεται απέναντί μας και ταυτόχρονα (κατά περίπτωση) ένα καλωσόρισμα και μία πρόσκληση για επικοινωνία.
Στην εφημερίδα που φιλοξενεί τις σκέψεις μου αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει η δυνατότητα προς το παρόν, άμεσης, μέσω χειραψίας επαφής προκειμένου να σας καλωσορίσω κάθε έναν ξεχωριστά. Δεχτείτε όμως τις ευχαριστίες μου για την προσοχή σας και έστω με αυτό το συμβολικό τρόπο μια «θερμή χειραψία» γεμάτη προσδοκίες για ένα μοίρασμα σκέψεων και απόψεων γύρω από τον άνθρωπο μέσα από μια σύγχρονη ματιά.
__________________
Ο Σταύρος Μπουγκάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Είναι ψυχολόγος και σύμβουλος ψυχικής υγείας. Σπούδασε Ψυχολογία στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και ολοκλήρωσε την πρακτική του άσκηση στη Μονάδα Οικογενειακής Θεραπείας του ΨΝΑ στο Παγκράτι.