Η εισήγηση του Δημάρχου Παλλήνης, Α. Ζούτσου στο Συνέδριο της ΚΕΔΕ για την “Αλλαγή του Καλλικράτη”

Εξειδικευμένες προτάσεις με τεκμηριωμένο σκεπτικό και ρεαλιστικό προσανατολισμό, ανέπτυξε στην ολομέλεια του Ειδικού Θεματικού Συνεδρίου της ΚΕΔΕ υπό τον τίτλο “Αλλαγή του Καλλικράτη, Νέο Μοντέλο Οργάνωσης και Διοίκησης του Κράτους” ο Δήμαρχος Δήμου Παλλήνης, Θανάσης Ζούτσος, ως εκπρόσωπος της αυτοδιοικητικής παράταξης “Νέα Αυτοδιοίκηση” της οποίας ηγείται ο Δήμαρχος Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη, Γιώργος Ιωακειμίδης.

Το Συνέδριο έγινε στο Βόλο, το διήμερο 17 και 18 Οκτωβρίου 2016 με τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού Δημάρχων από Δήμους όλης της χώρας.

Η εισήγηση του κ. Α. Ζούτσου ήταν φύσει και θέσει αυτοδιοικητική, δεδομένου ότι εκτός των εξειδικευμένων προτάσεών της, ανέδειξε ζητήματα, προβλήματα και νομοθετικές παρεμβάσεις που όχι μόνο επιβαρύνουν την διοικητική, λειτουργική καθημερινότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά και ευθέως φαλκιδεύουν την ανεξαρτησία της και τη θεσμική οντότητα της.

Ακολουθεί το πλήρες περιεχόμενο της ομιλίας του κ. Α. Ζούτσου.

“Βρισκόμαστε σήμερα εδώ στο πλαίσιο του ειδικού συνεδρίου της ΚΕΔΕ με θέμα: «Αλλαγή του Καλλικράτη – Νέο Μοντέλο Οργάνωσης και Διοίκησης του Κράτους».

Η θεματολογία του συνεδρίου απορρέει από την εδώ και μήνες προαναγγελθείσα πρόθεση του αρμόδιου Υπουργείου να προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές σε ότι αφορά το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την οργάνωση και λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Θα περιμέναμε λοιπόν όλοι να υπάρχουν εξειδικευμένες και τεκμηριωμένες προτάσεις από την πλευρά του Υπουργείου ή έστω μια σαφώς εκφρασμένη πολιτική θέση και βούληση για το πώς αντιλαμβάνεται την Τοπική Αυτοδιοίκηση, την λειτουργία της και τις σχέσεις της με το Κεντρικό Κράτος.

Δυστυχώς, τίποτε δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Τα κείμενα των θεματικών επιτροπών, στις μέχρι σήμερα εργασίες τους, εκφράζουν γενικόλογες παρατηρήσεις και διαπιστώσεις σε μια συζήτηση που είναι φανερό ότι στερείται συγκρότησης και σαφούς κατεύθυνσης. Οι κατευθύνσεις δε, που για κάποια θέματα, έχουν δοθεί από το Υπουργείο, στερούνται παντελώς τεκμηρίωσης, εκφράζοντας απλώς φιλοσοφικές θεωρήσεις και ιδεοληψίες, μακράν της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας.

Παρά ταύτα, και σε εφαρμογή πάγιων πολιτικών μας θέσεων, θεωρούμε ότι η παρούσα συγκυρία είναι μια ιδανική ευκαιρία για να πάψουμε επιτέλους ως Τοπική Αυτοδιοίκηση να ετεροπροσδιοριζόμαστε από τα κελεύσματα του κεντρικού κράτους και να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων διαμορφώνοντας τη δική μας πρόταση για το συνολικό φάσμα θεσμικής συγκρότησης και λειτουργίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Επιτέλους πρέπει να γίνει αντιληπτό σε όλους, ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση, μπορεί και οφείλει να έχει τον πρώτο λόγο στα ζητήματα που την αφορούν.

Θεωρώντας ότι το σημερινό συνέδριο αποτελεί μια αρχή σε αυτή τη διαδικασία που κατά την άποψή μας, απαιτεί πολύ περισσότερο χρόνο, από αυτόν που έχει προσδιοριστεί, θα επιθυμούσαμε να συμβάλλουμε σε αυτήν καταθέτοντας κάποιες αρχικές σκέψεις και προτάσεις.

Ειδικότερα:

Εκλογικό σύστημα και σύστημα Διοίκησης

Το υφιστάμενο εκλογικό σύστημα για την ανάδειξη δημοτικών και περιφερειακών αρχών στοχεύει στην ανάδειξη ισχυρών πλειοψηφιών, για τον διοικούντα συνδυασμό, εντός του Δημοτικού Συμβουλίου (τουλάχιστον 60% των εδρών) ασχέτως του εκλογικού ποσοστού που έλαβε την Α’ ή Β’ Κυριακή (εκτός εάν αυτό το ποσοστό υπερβαίνει το 60% οπότε και η κατανομή των εδρών γίνεται αναλογικά)

Το ισχύον σύστημα επιτρέπει, στις περισσότερες περιπτώσεις, την απρόσκοπτη κυβερνησιμότητα των ΟΤΑ αλλά παρουσιάζει και σαφή μειονεκτήματα. Επιτρέπει την διαμόρφωση μεγάλων πλειοψηφιών στο Δ.Σ. από συνδυασμούς που στον α’ γύρο έλαβαν μικρά ποσοστά, καθιστά ανούσια την επιδίωξη συναινέσεων μεταξύ των δημοτικών συνδυασμών, επιτρέπει την αυθαιρεσία όταν ένας δημοτικός συνδυασμός που διοικεί αποφασίζει να κινηθεί εκτός των προγραμματικών του θέσεων και δεσμεύσεων, επιτρέπει την λήψη νομότυπων αποφάσεων που μπορεί να είναι μεσο-μακροπρόθεσμα επιβαρυντικές για την πόλη.

Ως κύρια ανάγκη αλλαγής του εκλογικού συστήματος, από πλευράς Υπουργείου, δεν προβάλλονται όμως οι παραπάνω λόγοι, αλλά το ότι το σύστημα είναι «Δημαρχοκεντρικό» και ως εκ τούτου συγκεντρωτικό και μη δημοκρατικό.

Ο ρόλος του Δημάρχου, θεσμικά, ορίζεται στο άρθρο 58 του Ν. 3852/2010 και θα μπορούσε να συνοψισθεί στο πλαίσιο: Συντονισμός, Διεκπεραίωση αποφάσεων των άλλων θεσμικών οργάνων, Εκτέλεση των κατά νόμο δέσμιων αρμοδιοτήτων και Διοίκηση του Προσωπικού.

Ο Δήμαρχος, για τους πολίτες, αντιπροσωπεύει: τις πολιτικές θέσεις, προτάσεις και δεσμεύσεις του δημοτικού συνδυασμού του οποίου ηγείται και είναι μοναδικός υπεύθυνος και υπόλογος απέναντι στους πολίτες για την υλοποίηση αυτών των προγραμματικών θέσεων.

Έναντι δε των πολιτών δεν εμφιλοχωρούν αμφιβολίες ή δικαιολογίες σε σχέση με την πολιτική λειτουργία του Δημάρχου μηδέ εξαιρουμένων και των αντικειμενικών όπως για παράδειγμα η μη έγκριση των προτάσεων της Δημοτικής Αρχής από το Δημοτικό Συμβούλιο ή άλλα αρμόδια όργανα.

Στο θέμα της πολιτικής λειτουργίας, ο εκάστοτε υποψήφιος Δήμαρχος είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την επιλογή των υποψηφίων Δημοτικών και Τοπικών Συμβούλων που θα απαρτίσουν τον συνδυασμό του, καθώς στο Ελληνικό Αυτοδιοικητικό Σύστημα ουδέποτε προβλεπόταν θεσμικά η ευθεία ανάμιξη των πολιτικών κομμάτων και ακόμη και η έμμεση ανάμιξη τους (χρίσματα) έχει πλήρως ατονήσει τα τελευταία χρόνια.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι ο υποψήφιος Δήμαρχος, λόγω του συστήματος εκλογής συμβούλων με σταυρό προτίμησης, δεν έχει την δυνατότητα να καθορίσει τους συμβούλους που θα εκλεγούν σύμφωνα με την ικανότητα τους να συμβάλλουν στην υλοποίηση του προεκλογικού προγράμματος, καθώς τούτο επαφίεται στην κρίση των εκλογέων, η οποία πολλές φορές διαμορφώνεται σύμφωνα με προσωπικά, κοινωνικά ή και άλλα κριτήρια που εκπορεύονται από την ιδιότητα του υποψηφίου συμβούλου.

Ο υποψήφιος Δήμαρχος προκειμένου να είναι επιτυχής η διεκδίκηση του αξιώματος οφείλει να συγκεντρώνει κάποια χαρακτηριστικά, ικανότητες και αξίες οι οποίες θα τον καταστήσουν άξιο της εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος αλλά και του σεβασμού των μελών του συνδυασμού του.

Μετά την επιτυχή εκλογή και με δεδομένη την πολυσυλλεκτικότητα που παρουσιάζουν οι περισσότεροι δημοτικοί συνδυασμοί τα τελευταία χρόνια, ο Δήμαρχος καθίσταται ο θεματοφύλακας των πολιτικών θέσεων του συνδυασμού και ο εγγυητής έναντι των πολιτών για τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει ο συνδυασμός του.

Στο πλαίσιο αυτής της λειτουργίας, είναι αυτός ο οποίος αναλαμβάνει το βάρος της ενημέρωσης, της επεξήγησης των θέσεων αλλά και των στρατηγικών και τακτικών κινήσεων που οφείλουν να γίνουν και της εξασφάλισης της συναίνεσης σε μία εκ των πραγμάτων πολυσυλλεκτική δημοτική ομάδα.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει με σαφήνεια ότι ο κεντρικός ρόλος του Δημάρχου στο Ελληνικό Αυτοδιοικητικό Σύστημα δεν απορρέει από το νομικό – θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του αλλά από την πολιτική λειτουργία του και τον πολιτικό συμβολισμό που αντιπροσωπεύει.

Στον έντονο αυτό συμβολισμό συμβάλλει και το γεγονός ότι στο Ελληνικό Αυτοδιοικητικό Σύστημα προβλέπεται ο δεύτερος γύρος, κατά τον οποίο οι πολίτες καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στις δύο επικρατούσες πολιτικές πλατφόρμες και να αναδείξουν με απόλυτη πλειοψηφία τον Δήμαρχο και την πολιτική πλατφόρμα που αυτός εκπροσωπεί.

Το παρόν σύστημα εναποθέτει την ευθύνη της τήρησης των προεκλογικών δεσμεύσεων στον Δήμαρχο μέσω της πολιτικής του λειτουργίας ενώ τον κύριο όγκο των αποφασιστικών αρμοδιοτήτων στο Δημοτικό Συμβούλιο μέσω των θεσμοθετημένων αρμοδιοτήτων. Σε αυτή τη λογική που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δισυπόστατη, καθίσταται αναγκαίο να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της διοίκησης μέσω της αυξημένης πλειοψηφίας του διοικούντος συνδυασμού στο Δημοτικό Συμβούλιο.

Η παραπάνω παρουσίαση αναδεικνύει την αλληλεξάρτηση μεταξύ του ρόλου του Δημάρχου, της κατανομής των αρμοδιοτήτων, της αποτελεσματικότητας της διοίκησης και του εκλογικού συστήματος.

Ένα εκλογικό σύστημα φυσικά οφείλει να λαμβάνει υπόψη, να αντανακλά και να ενσωματώνει την κοινωνική και πολιτική παιδεία των κοινωνιών στις οποίες εφαρμόζεται και όχι να αποτελεί απλή εφαρμογή γενικών πολιτικών και φιλοσοφικών θεωρήσεων.

Οφείλουμε λοιπόν να αποδεχτούμε ότι για να εξασφαλιστεί η κυβερνησιμότητα των ΟΤΑ σε περίπτωση εφαρμογής ενός αμιγούς συστήματος απλής αναλογικής, πέραν των εκτεταμένων αλλαγών στην διοίκηση και στην κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ θεσμικών οργάνων, θα πρέπει επιπροσθέτως να συντρέχουν και οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

• Οι υποψήφιοι συνδυασμοί να εκφράζουν γνήσιες πολιτικές προτάσεις και όχι μόνο προσωπικές φιλοδοξίες.
• Οι υποψηφιότητες, δημάρχων και δημοτικών συμβούλων, να κρίνονται από τους πολίτες με αξιακά κριτήρια.
• Οι μειοψηφήσαντες δημοτικοί συνδυασμοί να είναι ώριμοι ώστε να συναινέσουν στην κατεύθυνση της αποτελεσματικής λειτουργίας του Δήμου.
• Θα πρέπει να στηριχτούν μοντέλα συν-διοίκησης επί πολιτικών θέσεων, αποκρούοντας τον κίνδυνο αυτά να καταστούν αντικείμενο συνδιαλλαγής.
• Ο Δήμαρχος οφείλει να παραμείνει ένα κεντρικό πολιτικό πρόσωπο, εγγυητής και υπόλογος έναντι των πολιτών, χωρίς να εξαναγκάζεται σε προσωπικές διαπραγματεύσεις για την εξασφάλιση συναινέσεων ανάμεσα στα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου.

Πρακτικά το διακύβευμα της εφαρμογής της απλής αναλογικής έγκειται στο κατά πόσο μπορούν να ξεπερασθούν υποκειμενικοί παράγοντες, όπως αυτοί που προαναφέραμε και να εξασφαλίζονται άμεσα οι συναινέσεις ή οι συνθέσεις ώστε να μην διαταράσσεται η αποτελεσματικότητα της διοίκησης εις βάρος των πολιτών και της ανάπτυξης της πόλης.

Σε περίπτωση που προκριθεί η εφαρμογή συστήματος απλής αναλογικής και για να μην επέλθει η πλήρης ακυβερνησία στους Δήμους, αυτή η αλλαγή θα πρέπει να συνοδεύεται από ριζική αναδιάρθρωση στο σύστημα λήψης αποφάσεων και διοίκησης.

Προς τούτο, θα πρέπει, οπωσδήποτε, να εξασφαλιστούν τουλάχιστον οι παρακάτω προϋποθέσεις:

  • Ευρεία αναδιάταξη των αρμοδιοτήτων ώστε αυτές που αφορούν στην καθημερινή διοίκηση και διαχείριση των ΟΤΑ να μην εμπίπτουν στην αρμοδιότητα οργάνων στα οποία δεν υπάρχουν σαφώς διαμορφωμένες πλειοψηφίες.
  • Θεσμοθέτηση αυτοτελούς οργάνου διοίκησης και διαχείρισης απευθείας εκλεγόμενου από τους πολίτες. Στο όργανο αυτό, το οποίο θα ασκεί την εκτελεστική εξουσία, ενώ το Δημοτικό Συμβούλιο θα ασκεί την νομοθετική εξουσία, θα μετέχει ο Δήμαρχος μαζί με μέλη του πλειοψηφήσαντος συνδυασμού και των μειοψηφησάντων συνδυασμών τα οποία δεν θα είναι ταυτόχρονα και μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο αμερόληπτος έλεγχος της διοίκησης από το δημοτικό συμβούλιο αφού δεν υπάρχει ταύτιση ελεγκτή και ελεγχόμενου, διαχέεται η διοίκηση και σε άλλα πρόσωπα πέραν του Δημάρχου και διαχωρίζονται με σαφήνεια οι ρόλοι ανάμεσα στην Εκτελεστική και Νομοθετική Εξουσία.
  • Θεσμοθέτηση διαδικασιών απεμπλοκής για θέματα που αναγκαστικά θα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δημοτικού Συμβουλίου όπως Προϋπολογισμός, Τεχνικό Πρόγραμμα, Κανονιστικού χαρακτήρα αποφάσεις, κλπ. Πιθανά θα μπορούσαν να καθοριστούν διαδοχικές συνεδριάσεις με μειούμενες απαιτήσεις πλειοψηφίας όπου θα μπορούσε μια απόφαση να ληφθεί τελικά και με σχετική πλειοψηφία ή να θεσμοθετηθεί ανεξάρτητο όργανο υποχρεωτικής διαμεσολάβησης.
  • Αποκλεισμός των προσωπικών επιρροών στη διαμόρφωση θέσης και ψήφου των Δημοτικών Συμβούλων με τη ανάδειξη των Δημοτικών Συμβούλων από λίστα και όχι με σταυροδοσία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Να επισημάνουμε ότι στη διαδικασία εκλογής θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στη φύση των διλλημάτων που τίθενται στους πολίτες. Θεωρούμε ανακόλουθο, όταν προτάσσουμε την πολιτική λειτουργία έναντι των προσωπικών συμφερόντων, να ωθούμε τους πολίτες σε προσωπικές επιλογές αντί των πολιτικών επιλογών. Η καθιέρωση ενιαίου ψηφοδελτίου που συζητείται οδηγεί ακριβώς στις λογικές που θέλουμε να αποφύγουμε. Οι πολίτες οφείλουν να κρίνουν πολιτικά προγράμματα και όχι προσωπικές σχέσεις.

Σε αυτήν την κατεύθυνση προτείνουμε ψηφοδέλτια ανά συνδυασμό, με λίστα αντί σταυρού προτίμησης, για τα τρία (3) όργανα: Εκτελεστική Επιτροπή, Δημοτικό Συμβούλιο, Τοπικό Συμβούλιο.

Δήμαρχος και Πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής, η οποία θα ενσωματώσει την λειτουργία και της Οικονομικής Επιτροπής και της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής, συνεπικουρούμενης από γνωμοδοτικά όργανα, αναλαμβάνει ο επικεφαλής του πρώτου σε ψήφους συνδυασμού.

Είναι ίσως σκόπιμο να διερευνήσουμε, τουλάχιστον για το πρώτο διάστημα εφαρμογής, η σύνθεση της Εκτελεστικής Επιτροπής να προκύπτει με πλειοψηφικό σύστημα και όχι με απλή αναλογική.

Τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής θα ασκούν αρμοδιότητες κατ’ αντιστοιχία αυτών των Αντιδημάρχων και αυτές οι αρμοδιότητες μπορούν να αναλαμβάνονται και από μέλη της μειοψηφίας που μετέχουν στην Εκτελεστική Επιτροπή.

Ενδοδημοτική Αποκέντρωση

Οι Δημοτικές και Τοπικές Κοινότητες, σε επίπεδο διοίκησης εκτιμούμε ότι δεν μπορούν να υπερβούν το ρόλο εισηγητικών οργάνων, υπό την έννοια και της κατάθεσης προτάσεων (δεσμευτικών ως προς το περιεχόμενό τους) προς το δημοτικό συμβούλιο, αφού η αναγνώριση υπέρ αυτών αποφασιστικών αρμοδιοτήτων θα αποδυνάμωνε αυτομάτως το θεσμικό ρόλο του δημοτικού συμβουλίου.

Κρίνουμε ότι στο υφιστάμενο πλαίσιο οργάνωσης των Ο.Τ.Α. δεν θα ήταν σκόπιμη κάποια αλλαγή ως προς το καθεστώς των ενδοδημοτικών οντοτήτων (Δημοτικές και Τοπικές Κοινότητες), παρά μόνον ενδεχομένως η επέκταση των ζητημάτων επί των οποίων μπορούν να εκφράζουν γνώμη.

Επίσης είναι σημαντικό να εξετάσουμε την σκοπιμότητα ύπαρξης των Τοπικών Συμβουλίων σε μικρούς σε έκταση(χωροταξικό κριτήριο) και μεσαίους σε πληθυσμό (πληθυσμιακό κριτήριο) αστικούς Δήμους, καθώς κατ’ ουσίαν αυτοί οι Δήμοι, σε αντίθεση με επαρχιακούς Δήμους, αποτελούν ενιαία οικιστικά σύνολα χωρίς γεωγραφικά διαμορφωμένες τοπικές ιδιαιτερότητες που θα ακύρωναν την αρχή της εγγύτητας και της δυνατότητας έκφρασης των διαφορετικών τοπικών προβλημάτων.

Θεσμοί Κοινωνικής Συμμετοχής και Ελέγχου

Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο (Δ.Κ.Κ., Ν. 3852/2010) προβλέπει πληθώρα συμμετοχικών διαδικασιών μέσα από θεσμοθετημένα όργανα, όπως Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης, Τοπικές Συνελεύσεις, Δημόσια Λογοδοσία, Δημοτική Επιτροπή Παιδείας, Συμβούλια Μεταναστών, Ισότητας, Παραβατικότητας, κλπ, όπως επίσης προβλέπονται και Τοπικά Δημοψηφίσματα.

Διαπιστώνοντας ότι δεν μας λείπουν τα όργανα και οι διαδικασίες, ιδιαίτερα μάλιστα αφού οι περισσότεροι δήμοι πέραν των προβλεπόμενων επεκτείνουμε την δημόσια διαβούλευση και μέσω των εργαλείων της πληροφορικής, οφείλουμε να αναρωτηθούμε αν ακόμη περισσότερες ή / και διαφορετικές διαδικασίες ή όργανα θα προσελκύσουν το ενδιαφέρον των πολιτών.

Εκτιμούμε όμως ότι το πρόβλημα είναι αλλού.

Το θέμα είναι καθαρά πολιτικό και όχι τεχνικό. Δεν οφείλεται σε τεχνικές ατέλειες των διαδικασιών αλλά στη γενικευμένη απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών από τους πολίτες. Η προσήλωση στην ατομική επιβίωση και η συνεπακόλουθη εσωστρέφεια έχει γίνει δεύτερη φύση μιας κοινωνίας που μαστίζεται από μια πολύχρονη και βαθειά οικονομική κρίση.

Η απογοήτευση των πολιτών από τις συμμετοχικές διαδικασίες οφείλεται στη γενικότερη απογοήτευση από αυτούς που τους εκπροσωπούν και μάλιστα όχι σε αυτοδιοικητικό αλλά σε εθνικό επίπεδο. Άραγε θεωρεί σήμερα κανείς, ότι το 45,5% αποχής στις τελευταίες εθνικές εκλογές οφείλεται σε τεχνικές ελλείψεις και δυσκολίες στη συμμετοχή των πολιτών;

Σύστημα Διοίκησης

Όπως προαναφέραμε το σύστημα διοίκησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το σύστημα εκλογής. Εάν εξετάσουμε το σύστημα διοίκησης στο πλαίσιο του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου παρατηρούμε ότι υπάρχει επαρκής εκπροσώπηση της μειοψηφίας σε όλα τα θεσμικά όργανα των Δήμων και των Νομικών τους Προσώπων, με εξαίρεση την Εκτελεστική Επιτροπή, η οποία όμως δεν έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες. Αυτό παρέχει στην μειοψηφία την δυνατότητα να ασκήσει τον θεσμικά καθιερωμένο, ελεγκτικό της ρόλο.

Σε σχέση με τον θεσμό του Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης και με δεδομένες τις δυσκολίες που έχουν πλέον εντοπισθεί θεωρούμε ότι για να διατηρηθεί θα πρέπει να αλλάξει ριζικά η διαδικασία επιλογής του και ο τρόπος λειτουργίας του.

Καταστατική Θέση Αιρετών

Όσον αφορά στην καταστατική θέση των αιρετών συντασσόμαστε με τις πάγια και διαχρονικά διατυπωμένες θέσεις της ΚΕΔΕ, δηλαδή:

1. Κωδικοποίηση και οριστική επίλυση όλων των θεμάτων καταστατικής θέσης των αιρετών, ώστε να ρυθμιστούν με σαφήνεια όλα τα θέματα που αφορούν στο μισθολογικό καθεστώς τους, στις ειδικές άδειες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, σε θέματα ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά και χορηγίας, που λόγω της πληθώρας των διατάξεων σε διάσπαρτους νόμους, των τροποποιήσεων και των συμπληρώσεων μετά τα άρθρα 92 και 93 του «Καλλικράτη», υπάρχει ένα ασαφές θεσμικό πλαίσιο επί των ανωτέρω θεμάτων.

2. Επανεξέταση καθεστώτος Ν. 1608/1950 «περί αυξήσεων των ποινών για αδικήματα κατά του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ». Με τον παλιό αυτό νόμο προβλέπεται επιβολή αυστηρών ποινών για αδικήματα που διαπράττονται κατά του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ. Υφίσταται ανάγκη επικαιροποίησης των διατάξεων του συγκεκριμένου Νόμου.

3. Τροποποίηση του εδ. Β’ της παρ. 2 του άρθρου 236 του Ν. 3852/2010, ώστε να τίθενται σε αργία οι Δήμαρχοι που παραπέμπονται αμετακλήτως για κακούργημα μόνο στην περίπτωση που τους έχει επιβληθεί ο περιοριστικός όρος της προσωρινής κράτησης (επισυνάπτεται η σχετική διάταξη).

4. Επαναφορά ιδιάζουσας δωσιδικίας, ώστε οι Δήμαρχοι να δικάζονται σε πρώτο βαθμό από τα Εφετεία.

5. Άρση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου των δικηγόρων Δημάρχων, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις που διατυπώνονται στη σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΚΕΔΕ (εφόσον το επιλέξει ο Δήμαρχος – δικηγόρος).

6. Άμεση επαναφορά της καταργηθείσας χορηγίας των νέων αιρετών από την τρέχουσα δημοτική περίοδο και εφεξής.

7. Τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 19 του Ν. 3513/2006 με μείωση των 5 θητειών που απαιτούνται για τη θεμελίωση δικαιώματος χορηγίας των αιρετών σε 4 θητείες.

8. Επαναφορά των διατάξεων του άρθρου 33 του Ν. 4331/2015, ώστε να επιτρέπεται η εξαγορά μιας θητείας Δημάρχου, προκειμένου να τυγχάνει αποζημίωσης από το ΤΕΑΔΥ, τομέας ΤΑΔΚΥ.

9. Κατάργηση της διάταξης του άρθρου 20 του Ν. 4387/2016 αναφορικά με την περικοπή στο 100% της σύνταξης του συνταξιούχου-αιρετού (Δημάρχου, Αντιδημάρχου κλπ), για όσο χρονικό διάστημα διατηρούν την ιδιότητα του αιρετού.

10. Επαναφορά της διάταξης του «Καλλικράτη» για την αντιμισθία όλων των Αντιδημάρχων καθώς και των Πρόεδρων των Δημοτικών Συμβουλίων.

11. Επαναφορά της διάταξης για την αποζημίωση αιρετών για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις των Δημοτικών Συμβουλίων, της Οικονομικής Επιτροπής και της Επιτροπής Ποιότητας Ζώης.

12. Επαναφορά της διάταξης για αποζημίωση Προέδρων των Δημοτικών Συμβουλίων σε Δήμους μέχρι 100.000 κατοίκους.

13. Χορήγηση άδειας στους αιρετούς- δημοσίους υπαλλήλους για τη συμμετοχή τους σε νομοθετημένες Επιτροπές, αλλά και σε όσες δεν προβλέπονται από ειδικές διατάξεις νόμων, όπως οι Επιτροπές των ΠΕΔ και της ΚΕΔΕ.

14. Να δίνεται ειδική άδεια σε γιατρούς του ΕΣΥ σε Δήμους μέχρι 20.000 κατοίκους (προτείνεται η τροποποίηση της παρ. 2α και 3 του Ν. 3582/2010), ώστε να δίνεται η δυνατότητα στους Δημάρχους/ Αντιδημάρχους ιατρούς του ΕΣΥ που έχουν εκλεγεί σε Δήμους κάτω των 20.000 κατοίκων, η δυνατότητα να επιλέγουν αν θα λάβουν την άδεια του άρθρου 93 του Ν. 3852/2010 (απόφαση Δ.Σ.).

Οι εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία που αφορούν τον ασφαλισμένο αιρετό που είναι ελεύθερος επαγγελματίας και έχει αναστείλει κάθε επαγγελματική δραστηριότητα να βαρύνουν τον προϋπολογισμό του οικείου Δήμου. Με ΚΥΑ των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Κοινωνικής Ασφάλισης να καθορίζεται η διαδικασία καταβολής των εισφορών στους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς.

Στα της καταστατικής θέσης των αιρετών θα πρέπει να συμπεριληφθούν και οι παρακάτω προτάσεις που αφορούν στην υποστήριξη της λειτουργίας τους:

• Η δυνατότητα πρόσληψης συνεργατών ανάλογα με τον αριθμό των αντιδημάρχων (διάταξη που καταργήθηκε με το Ν. 4093/2012).
• Δυνατότητα πρόσληψης ιδιαίτερου γραμματέα Δημάρχου (διάταξη που καταργήθηκε με το Ν. 4093/2012).
• Δυνατότητα πρόσληψης έμμισθου ειδικού συνεργάτη στο Δήμο, πρώην Δημάρχου και η θέση αυτή να είναι μια επιπλέον από όσες ορίζει ο νόμος.

Ως προς το όριο θητειών θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι μια τέτοια συζήτηση έχει νόημα μόνο εφόσον αφορά αντίστοιχα και τους εκπροσώπους των πολιτών στο Εθνικό Κοινοβούλιο, άλλως παρουσιάζεται ως στοχοποίηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με τη δημιουργία αιρετών δύο ταχυτήτων.