Ο Σταθμάρχης Ολσέτ έδιωξε το τελευταίο τρένο της βάρδιας του ξημερώματα. Καλημέρισε τους δυο υπαλλήλους ασφαλείας του σταθμού, που καθώς πήραν είδηση ότι έρχεται κάποιος έκλεισαν το “παράθυρο” που χάζευαν και άρχισαν να φλυαρούν.
-Πως ήταν η βάρδια σας κύριε Ολσέτ; ξεκίνησε ο ένας. – Δεν σας είδαμε και εχθές στην λειτουργία, ο πάτερ κάνει εκπληκτικό κήρυγμα, ελάτε καμιά φορά, η σύζυγος πάντα ρωτάει για σας, από τότε που… σταμάτησε αφού τον σκούντηξε ο συνάδελφός του διακόπτοντας για να προλάβει κάποια χοντράδα… -Πολύ σας έχει συμπαθήσει!
-“…Πολύ σας έχει συμπαθήσει” επιβεβαίωσε σαν ηχώ και αυτός, ακόμα αβέβαιος για το λόγο της παρέμβασης του συναδέλφου.
– Ίσως την επόμενη Κυριακή, απάντησε ο κύριος Ολσέτ, κοιτώντας τον αντικατοπτρισμό του στη τζαμαρία της εισόδου, και ξαφνιάστηκε για μια ακόμα φορά γιατί κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού του διατηρούσε την πεποίθηση πως είχε νεότερη όψη.
Είδε για πρώτη φορά τον αντικατοπτρισμό στο ίδιο τζάμι, 25 χρονών μόλις, φορώντας και τότε στολή. Φανταράκι. Χωρίς οικογένεια στο σπίτι, σχεδόν όπως και τώρα.
Ίσιωσε το καπέλο χωρίς να πάρει το βλέμμα από τη γυάλινη πόρτα, και συνέχισε προς το ζεύγος των υπαλλήλων:
-Άραγε ο πάτερ τι άποψη έχει που περνάτε την ώρα σας με τυχερά παιχνίδια εν ώρα υπηρεσίας; τους είπε με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο
Τα βλέμματα των δύο διασταυρώθηκαν μεταξύ τους ενοχικά, και εκείνος βγήκε ελεύθερος και χάθηκε σιγά σιγά, στην πρωινή πάχνη.
Καθώς έβγαινε από το σταθμό για να κατευθυνθεί στο σπίτι του τα φώτα του δρόμου έσβηναν ένα ένα καθώς περνούσε δίπλα από τους στύλους ρευματοδότησης της μικρής πόλης. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν ο παφλασμός που έκαναν τα βήματά του, πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο.
Ο ίδιος ήχος, σκέφτηκε, καθώς τα κύματα του ωκεανού χτυπούν τα στέρεα βράχια, μόνο σε χαμηλότερη ηχητική ένταση. Στο μυαλό του Ολσέτ όλα επιβεβαίωναν τη θεωρία του ότι η φύση είναι μία και όλα φέρουν αλληλένδετους συσχετισμούς, ορατούς ή μη, αναλόγως το… μάτι.
Έτσι, στα νερά του δρόμου αποτελούνταν από σταγονίδια που άλλαζαν μορφή από υγρά σε αέρια και πάλι ξανά, ακολουθώντας αβίαστα τα κέφια του βαρομετρικού. Ταξίδευαν έτσι πότε σε λίμνες, πότε σε δάση, μεταφέροντας τη ζωοποιό δύναμη: καταλύτης το νερό, κι αγωγός, μετέφερε στοιχεία από το χώμα δημιουργώντας φίλτρα καθαρισμού του αέρα υπό τη μορφή πρασινάδων που φύτρωναν κατά βούληση, σε αντίθεση με ένα ανθρώπινα κατασκευασμένο φίλτρο. Άλλοτε δρόσιζαν ανθρώπινες κατασκευές όπως η άσφαλτος του δρόμου μεταξύ της εξόδου του σταθμού Γκάϊντανς, και του σπιτιού του Σταθμάρχη.
Ο Ολσέτ σκεφτόταν ότι οι παρακείμενοι κάδοι ανακύκλωσης ήταν η προσπάθεια του ανθρώπου να μιμηθεί τη φύση, λίγο άκομψα. Εκείνη, είχε τελειοποιήσει τις πρακτικές ανακύκλωσης της, ο Άνθρωπος ακόμα κάπως αδέξια προσπαθούσε. Ακόμα η ανθρωπότητα είναι στο στάδιο της αδέξιας εφηβείας της. Καλύτερα, γιατί το γήρας δεν είναι μέρος για δειλούς, σκέφτηκε και πικράθηκε μόνος του με τη σκέψη. Το νεφέλωμα των συνειρμών διεκόπη όταν βρέθηκε μπροστά στο σπίτι, μπροστά στην κλειστή πόρτα.
Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη, διάλεξε το σωστό και το έβαλε στην κλειδαρότρυπα της εισόδου. Ένα μέρος του σβέρκου του ανάμεσα στον ίσιο γιακά και στην γραμμή των μαλλιών του αυχένα, έμενε εκτεθειμένο, προδίδοντας τον νευρώδη σωματότυπο του ανθρώπου, που δεν ένιωσε την ανάγκη να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του πριν γυρίσει το κλειδί.
Ο γιακάς, ακόμα καθαρός και φροντισμένος, είχε υποστεί πριν μια εβδομάδα δεκάλεπτη ενασχόληση σιδερώματος από τον μεσήλικα, που είχε προσέξει να κάνει σωστά τις τσακίσεις του πουκαμίσου, όπως τον είχε μάθει η σύντροφός του που είχε “προσφάτως” χάσει όπως έλεγε, και που παραλίγο να του τη θυμίσουν οι νεαροί συνάδελφοι το ίδιο πρωί.
Η Άννα χρησιμοποιούσε μια θαυμάσια εφεύρεση ενός φιαλιδίου με βαποριζατέρ, που διασφάλιζε την ομοιόμορφη κατανομή των σταγονιδίων εφόσον εφαρμοζόταν με 20 εκατοστά απόσταση από το ύφασμα. Η φροντίδα των ρούχων, ήταν ένα σύνολο από μικρούς πρακτικούς κανόνες, που ακολουθούσε τώρα ο Ολσέτ με ευλαβικότητα χωρίς να τον ενδιαφέρει να τους αμφισβητήσει.
Το ύφασμα, είχε πλυθεί σε συσκευή αυτόματης πλύσης με φόρτωση από πάνω, που το είχε διαφημίσει μια κοκκινομάλλα ηθοποιός που δεν έπειθε σαν νοικοκυρά, αλλά περισσότερο σαν επαγγελματίας γραφείου που φαινόταν να γνωρίζει τη σημασία των πουκαμίσων να είναι καλοσιδερωμένα και με ζωντανά χρώματα, και που η φωνή της στη διαφήμιση ήταν ντουμπλαρισμένη με κάποια πιο “δροσερή” και λιγότερο μπάσα.
Η φωνή, ασυνείδητα του θύμιζε την Άννα την είχε χάσει πριν έξι χρόνια σε αεροπορικό. Χωρίς αντίο, “Arrivederci!” είχε πει ζωηρά …στο επανιδείν, με ένα πεταχτό φιλί και τη βαλίτσα στο χέρι και αυτό ήταν.
Αναπολούσε τα λόγια της από ένα ταξίδι αναψυχής των δύο κάποτε, όταν φορώντας χρωματιστά κι ανάλαφρα ρούχα, περιέφεραν τις πεποιθήσεις που είχαν σχηματίσει για τον τόπο και τους ανθρώπους του, από ταινίες, μυθιστορήματα και στίχους αρχαίων ποιητών που είχαν ζήσει εκεί.
Η φωνή της δροσερή, στο σώμα που είχε λιγάκι πια βαρύνει από τα χρόνια, στο θέαμα των αποδημητικών πουλιών μπροστά από τα νησιώτικα ηλιοβασιλέματα, μιλούσε για τις συνήθειες τους να ταξιδεύουν και αναρωτιόταν πώς άραγε ένα ολόκληρο σμήνος από ψυχές έπαιρνε μια κοινή απόφαση του πότε θα ξεκινούσαν το μεγάλο ταξίδι. “Άννα-μασάς πάλι” του λεγε ο Φίλιππος, ο γιος του, όταν τον έπιανε σκεφτικό.
Χρόνια πριν, είχε μπει στο σπίτι στις μύτες των ποδιών και την είχε “τσακώσει”, πάνω από την κατσαρόλα να ανακατεύει σκόρπιους στίχους από τις “αιγινητικές ωδές” του Πινδάρου, με το βραδινό τους και να αναρωτιέται δυνατά, “οι επικοί στίχοι έχουν μια γεύση από τα στεφάνια από σέλινο των ολυμπιονικών, όχι;” και ζητώντας τάχα επιβεβαίωση να κοιτάζει τον μικρό Φίλιππο που έπαιζε παράμερα με ένα κλωνάρι.
-Λες ότι ο στίχος μπορεί να είναι αλμυρός; την ξάφνιασε ο μικρός.
-Το σέλινο, Φίλιππε, είναι αλμυρό; στράφηκε και τον ρώτησε.
-Ναι, αλμυρό, άρα και ο στίχος είναι αλμυρός. Και ο Πίνδαρος και όλοι!
-Χμ, ίσως έχεις δίκιο. Με τέτοιο όνομα ο Πίνδαρος δεν ακούγεται πολύ “γλυκός” είπε εκείνη κοιτώντας το παιδί και ο Ολσέτ την είδε σχεδόν να δακρύζει από αγαλλίαση καθώς το παιδί ξεκαρδίστηκε.
– Αν είχε γεύση ο Πίνδαρος μάλλον ξινός θα ταν! Διέκοψε τότε ο ίδιος μπαίνοντας στη μέση, χάϊδεψε τα μάγουλα του παιδιού και με τα δυο χέρια κι έπειτα δίνοντας ένα πεταχτό φιλί σε εκείνη που σκούπιζε τα χέρια στην ποδιά της πριν τον αγκαλιάσει.
Ο Ολσέτ είχε περάσει 10 λεπτά ακόμα από τη ζωή του πριν 15 μέρες στο σουπερμάρκετ στο διάδρομο των απορρυπαντικών, προσπαθώντας για μια ακόμη φορά να διαλέξει την πιο συμφέρουσα αγορά, διαβάζοντας στις χαρτονένιες συσκευασίες, για τα πλεονεκτήματα της μαγειρικής σόδας στην καταπολέμηση των λεκέδων και των μπλε και πράσινων κόκκων στην διατήρηση της ζωντάνιας των χρωμάτων στα υφάσματα. Του άρεσε να χαζεύει τις συσκευασίες, που τύλιγαν χρώματα και αρώματα από αλπικά τοπία κι ελληνικά νησιά και την θαλπωρή της σπιτικής φροντίδας, όλα σε ένα.
Τα ενδύματα του μεσήλικα που ζούσε μόνος πια χωρίζονταν σε κατηγορίες. Τα μπλε πουλόβερ και τα μάλλινα γιλέκα με τους ρόμβους, τα ανθρακί σακάκια της στολής εργασίας, τα λευκά βαμβακερά πουκάμισα. Τα κατηγοριοποιούσε στην ντουλάπα όχι βάσει κανόνων φροντίδας, αλλά βάσει χρήσης. Για τη δουλειά του, για κάποια χειμωνιάτικα απογεύματα που θα περνούσε παίζοντας χαρτιά με τους φίλους στο καφενείο, κάποια πιο πρόχειρα για μαστορέματα στο σπίτι και τον κήπο.
Τα χρωματιστά πουκάμισα συνταιριασμένα με ένα καπέλο παναμά για το δυνατό ήλιο τα χρησιμοποιούσε στις διακοπές σε μέρη με θερμό κλίμα δηλαδή σπάνια πια, αλλά τα έβγαζε και τα φρόντιζε με την ίδια συχνότητα με τα υπόλοιπα. Το χρωματιστό πουκάμισο και το καπέλο θα άφηναν το σβέρκο του εκτεθειμένο, και μπορεί η ακάλυπτη λωρίδα να έπαιρνε ένα ροζ χρώμα στο μέρος που ο γιακάς ή το καπέλο δεν θα κάλυπτε.
Την προηγούμενη είχε βρει τυχαία ένα τέτοιο χρωματιστό, που είχε ξεχάσει την ύπαρξή του στο βάθος της ντουλάπας. Το πουκάμισο είχε ξεγλιστρήσει από την κρεμάστρα, και πέφτοντας κάτω είχε γλιτώσει για καιρό την τακτική φροντίδα. Ο άνδρας έσκυψε, το σήκωσε, το μύρισε. Απαλή μυρωδιά καρύδας στο μέρος του γιακά. Δεν θυμόταν να χρησιμοποιούσε μαλακτικό με τέτοιο άρωμα.
– “Ο κύριος Ολσέτ δεν θέλει αντιηλιακό!” είχε πει η Άννα μυκτηρίζοντας τάχα μου συνοφρυωμένη και θέλοντας να μιμηθεί τη δική του φωνή, πιο αυστηρή και βαριά συνέχισε κουνώντας το δάχτυλο: “- Να λείπουν οι κρέμες και τα λάδια! Το καπέλο μου προσφέρει την καλύτερη προστασία! ” είπε εκείνος καθώς δεχόταν ένα χάδι στο σβέρκο τυχαία τάχα, που του άφησε στο δέρμα άρωμα τροπικής προστασίας.
Τίναξε το πουκάμισο λίγο με το χέρι και το κρέμασε προσεκτικά μαζί με τα άλλα, χωρίς να το πλύνει, δεν ήταν ώρα.
Μόλις άνοιξε την πόρτα της εισόδου, μια επιστολή από το γραμματοκιβώτιο έπεσε στα πόδια του. Έσκυψε να τη σηκώσει ενώ άπλωσε το χέρι να ανάψει το ηλεκτρικό φως, κλείνοντας το κύκλωμα με τον διακόπτη που δεν χρειάστηκε να ψηλαφίσει για να βρει. Το παγιδευμένο ρεύμα ξεχύθηκε μέσω των καλωδίων κρυμμένων μέσα στους τοίχους και εκδηλώθηκε από τα γυμνά σύρματα της λάμπας.
Οι απώλειες ενέργειας από τα γυμνά σύρματα φώτισαν όλο το δωμάτιο. Το φώς, απλώθηκε σε όλες τις επιφάνειες. Στο σωρό των εβδομαδιαίων εφημερίδων που μάζευε για προσάναμμα, στις επιφάνειες από τις στοιχισμένες στήλες των παλιών μετασχηματιστών που θα επιδιόρθωνε στην ώρα τους, όταν θα έβρισκε τα κατάλληλα ανταλλακτικά, στις μεταλλικές επιφάνειες, στα καλώδια και τους μαγνήτες τα δυναμό τις φωτογραφικές μηχανές και συσκευές κάθε είδους, και τελικά στην επιστολή που στη θέση του αποστολέα έγραφε: “πυροσβεστική υπηρεσία”.
Παρά την φαινομενικά υποχόνδρια σχεδόν τάξη η οποία φαινόταν ότι κυριαρχούσε στην ζωή του, λίγοι γνώριζαν την κατάσταση του σπιτιού του, γεμάτου ως τα πάνω από την μακροχρόνια συλλογή πραγμάτων, και που είχε ενταθεί από τότε που έχασε την Άννα. Όλα ήταν τακτοποιημένα, βάσει όχι παλαιότητας ή προέλευσης, αλλά βάσει χρήσης.
Η πυροσβεστική, του είχε δώσει προθεσμία 3 μηνών, να αποσυμφορήσει την κατοικία του γιατί αποτελούσε απειλή για τη δημόσια ασφάλεια. Ανακάλυψαν το πρόβλημα κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς στο διπλανό σπίτι, καθώς χρειάστηκε οι πυροσβέστες να αποκτήσουν πρόσβαση από το δικό του. Αδύνατον. Οι στολές τους παραήταν ογκώδεις για τους ασφυκτικά γεμάτους διαδρόμους, βάλε και τις μάνικες και τον εξοπλισμό… παρασέρνοντας τις στοίβες θα φράκαραν κάθε πρόσβαση.
Τίποτα όμως δεν ήταν έτοιμος να αποχωριστεί. Κάθε αντικείμενο τον είχε απασχολήσει για ένα μικρό μέρος της ζωής του. Αφήνοντας τα αντικείμενα, ήταν σαν να παραδεχόταν ότι οι ώρες ενασχόλησης με το κάθε τι, δεν ήταν τελικά παρά μια σπατάλη.
Δεν ήταν ο κάθε μετασχηματιστής που λυπόταν να ξεφορτωθεί. Δεν του πέρασε από το μυαλό να λυπηθεί για το χρόνο που είχε ήδη ξοδέψει ή τα χρήματα προς κάθε είδους υπαίθριους πωλητές. Το αντικείμενο δεν ήταν παρά ένα αντικείμενο, ο χρόνος, δεν ήταν παρά μια στιγμή στο παρελθόν, που την έζησε, όπως νόμιζε, χωρίς να το πολυσκεφτεί.
Αυτό που δεν ήθελε να εγκαταλείψει ήταν η ελπίδα, ότι θα υπάρξει κάποια στιγμή στο μέλλον, ίσως κατά τη διάρκεια της βόλτας μετά την κυριακάτικη λειτουργία, που στους πάγκους των παλιατζήδων, θα έβρισκε ανάμεσα σε σκόρπια αντικείμενα, ένα λαμπτήρα, μια πλακέτα, ή το πηνίο εκείνο, που θα έδινε νέα ζωή στον μετασχηματιστή που περίμενε στο σπίτι, συνθέτοντας εφευρέσεις δικής του έμπνευσης που θα έβαζαν ίσως σε λειτουργία ίσως ένα παλιό έγχορδο όργανο σηματοδοτώντας μελωδικά τη φορά και την ένταση του ανέμου, απελευθερώνοντας μουσικά σύνολα μόνο για το κατάλληλο αυτί.
Οι κατασκευές του μετέτρεπαν δυνάμεις όπως ο άνεμος, ο ήλιος, η βαρύτητα, σε τριβή, φως, κίνηση, μουσική, και ο ίδιος ο μηχανισμός από τη στιγμή κιόλας της ολοκλήρωσής του θα έμπαινε σε μια διαδικασία αποσύνθεσης μετατρέποντας την ύλη σε κάτι άϋλο.
Κι αυτή η στιγμή η στιγμή που θα επιτύγχανε να δώσει νέα ζωή σε μια κατασκευή, θα ήταν γεμάτη ευτυχία, ξεκάθαρα και απόλυτα, χωρίς δεύτερες σκέψεις, μόνο για ‘κείνον.
Γιατί ο ίδιος, με τη χρόνια ενασχόληση και προσπάθεια κατανόησης “ορατών τε πάντων και αοράτων, κυρίως των αοράτων” θα είχε υπάρξει ο σύνδεσμος, μεταξύ όλων των συμπτώσεων, συμβάλλοντας έτσι ώστε το κάθε πηνίο για παράδειγμα, που βρέθηκε κάποια στιγμή στα χέρια του παλιατζή, που το παζάρεψε με έναν ρακοσυλλέκτη, ανάμεσα σε φλιτζάνια χωρίς χεράκι και μονά παπούτσια και παλιά μπιζού, να ξαναγίνει χρήσιμο.
Γιατί από κάποιο παιχνίδι της μοίρας, εκείνη τη μέρα είχε διαλέξει ο παλιατζής εκείνη ακριβώς τη γωνία να στήσει τον πάγκο του, μαλώνοντας με τον διπλανό για το πόστο, τη γωνία που βρισκόταν στη διαδρομή που θα διένυε ο Ολσέτ στην συνηθισμένη του βόλτα της κυριακάτικης αργίας.
Ελπίδα μιας ευτυχίας προμελετημένης μόνο γι αυτόν. Η στιγμή που επιβεβαίωνε ότι χωρίς την συμβολή του ίδιου όλα αυτά δεν είχαν ελπίδα να συνδεθούν μεταξύ τους με αυτόν τον τρόπο. Θα έκλεινε το κύκλωμα, και αυτό θα τον γέμιζε ενέργεια. Για μια στιγμή μόνο, αλλά μια ανεκτίμητη στιγμή απόλυτης ευτυχίας.
Δεν θα μοιραζόταν με τον καθένα τη χαρά του.
Δεν θα καταλάβαιναν, γιατί θα έπρεπε πρώτα να τους εξηγήσει τα πάντα, με τη σειρά και από την αρχή, από τη λειτουργία ενός κυκλώματος, την πρώτη φορά που αυτά άρχισαν να αποκτούν νόημα στο μυαλό του, τον καθηγητή του της φυσικής, παιδάκι μπροστά στο μαυροπίνακα να του ξετυλίγεται σταδιακά η συλλογική προσπάθεια του Ανθρώπου να κατανοήσει και να τιθασεύσει τους φυσικούς νόμους που καθόριζαν τις αόρατες δυνάμεις.
“-Γιατί λέγεται μαυροπίνακας ενώ είναι πράσινος;…” αντιμετώπισε το παράδοξο ένα βροχερό απόγευμα μέσα στην τάξη ο οκτάχρονος Ολσέτ, και το αφηρημένο βλέμμα του μικρού μαθητή έπεσε πάνω στο σπόγγο, που τότε ήταν φυσικός κι όχι συνθετικός όπως σήμερα. Είχε μεγαλώσει λοιπόν σε κάποια θάλασσα.
Τώρα περίμενε φρόνιμα το επόμενο λάθος. Η συγκίνηση που ένιωσε έμαθε αργότερα πως λεγόταν στοργή, και για έναν οργανισμό που έγινε χρήσιμο κάπως στον άνθρωπο μετά θάνατον.
Οι συνάδελφοί του, οι περαστικοί, ακόμα και ο ίδιος ο γιός του ο Φίλιππος, θα αντιμετώπιζαν με μια χροιά συγκαταβατικής περιφρόνησης τις κατασκευές, όπως και τις αναμνήσεις του. Ακόμα περισσότερο επειδή ήταν αποκυήματα ενός μεσήλικα με κολλαρισμένο πουκάμισο, ενός ανθρώπου που φαινόταν να δίνει παραπάνω σημασία από όσο χρειάζεται σε παλιοπράματα.
Κάθε προσπάθεια εξήγησης, θα διέσπειρε τη χαρά του σαν απώλεια πανάκριβης ενέργειας στο χάος. Ο Ολσέτ ένιωθε πια μέσα του τη σημασία, του να μένουν τα καλώδια καλά μονωμένα, μέχρι να βρουν σκοπό άξιο να διοχετεύσουν την συσσωρευμένη ενέργεια. Για κάποιους λοιπόν δεν διάλεγε άλλο, παρά να είναι ο συγκροτημένος και προβλέψιμος “Σταθμάρχης Ολσέτ”.
Ο Σταθμάρχης λοιπόν το ίδιο βράδυ, ετοιμάστηκε και πάλι να φύγει για την βάρδια του. Ήπιε την τελευταία γουλιά από το τσάϊ από δυόσμο που καλλιεργούσε ο ίδιος στον κήπο και έριξε μια φευγαλέα ματιά στην διπλωμένη επιστολή στο τραπέζι της κουζίνας…
Φόρεσε το σακάκι με τα διακριτικά της εταιρίας σιδηροδρόμων, της στολής που τύλιγε οικειότητα, επαγγελματισμό και σύμβαση, όλα σε ένα, και ξεκίνησε για το σταθμό περπατώντας ζωηρά.
Κατά τη βάρδια του σκεφτόταν τη σειρά των ενεργειών που έπρεπε να ακολουθήσει. Ζύγισε το βάρος εκατοντάδων αποφάσεων, για το τι θα πάει στον κάδο και τι όχι. Η επιλογή μπορούσε μόνο από τον ίδιο να γίνει σωστά. Ο χρόνος λιγόστευε, και έπρεπε εκείνος να χρησιμοποιήσει κάπως όλα αυτά τα υλικά για να μεταλαμπαδεύσει την ενέργεια και την ενασχόληση, με όση σοφία είχε καλλιεργήσει σε όλη του τη ζωή, σε κάτι άλλο, σε κάτι άϋλο.
Κι ενώ η αίσθηση επιτακτικότητας τον βασάνιζε μονολογούσε: “Αν βιαστώ μπορεί να κάνω λάθη”.
“-Οι σωστές αποφάσεις παίρνονται πάντα βιαστικά” τον ενθάρρυνε η Άννα. Και ξέρεις γιατί;” συνέχισε. Γιατί οι καλύτερες από αυτές δεν βασίζονται στη λογική, αλλά στο ένστικτο”, και σκέφτηκε το θερμό βλέμμα της, να εγκρίνει τον τρόπο που έπλενε το χρωματιστό πουκάμισο.
Σύντομα κουδούνισε το τηλέφωνο στο σπίτι του Φίλιππου.
-Καλημέρα πατέρα! Δεν μας συνηθίζεις σε τηλέφωνα!
-Να μιλήσω στον μικρό; Είναι εκεί ακόμα ή έφυγε για το σχολείο;
-Είπα κι εγώ. Εδώ είναι!
-ΑΛΣΕΤ! Ο Παππούς!
-Ο μικρός πλησίασε προσεκτικά και πήρε το ακουστικό γυρνώντας απ την άλλη σχεδόν κρατώντας την αναπνοή του.
-Πότε κλείνουν τα σχολεία σας για καλοκαίρι;
-Θα φτιάξουμε κάτι! Ξεφώνισε το παιδί. Τι θα φτιάξουμε;
-Κάτι θα σκεφτούμε, είπε, και ο τόνος της φωνής του πρόδιδε την προσδοκία στιγμών όπου η πολύτιμη ενέργεια θα μεταπηδούσε σε νέα κυκλώματα.
Ο μικρός δεν είπε κουβέντα, κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Στο σχολείο χαζεύοντας, πρόσεξε το σπόγγο που περίμενε το επόμενο λάθος. Την προηγούμενη ώρα ο δάσκαλος αναφέρθηκε στην ετυμολογία των ονομάτων των παιδιών. Το δικό του δεν έβγαζε και πολύ νόημα. Εκτός αν… με την αφορμή του ονόματος του Αλσέτ τα παιδιά έμαθαν τον αναγραμματισμό. Το παιδί ένιωσε τη μυστηριώδη γοητεία της κληρονομιάς του παππού.
Το ίδιο βράδυ ο Φίλιππος τηλεφώνησε ξανά στον πατέρα του.
– Πρέπει να μιλήσουμε. Ο μικρός έχει αναστατωθεί. Τί του είπες; Έχει κλειστεί στο δωμάτιό του και σκαλίζει από το μεσημέρι! Θα θελα να ‘ήξερα… και συνέχισε ενώ ο Ολσέτ δεν άκουγε πια. Πράγματι, παρακάμπτει μια γενιά, σκεφτόταν καμαρώνοντας, και για πρώτη φορά εδώ και χρόνια ο ηλικιωμένος άνδρας γέλασε πλατιά μέσα από τα μουστάκια του, καθώς ένιωθε ένα αλλιώτικο κύκλωμα να κλείνει.
Ένα μήνα μετά στην καρδιά του καλοκαιριού οι δυο γενιές μαστόρευαν και κουβέντιαζαν, ταξινομούσαν τα υλικά και φιλοσοφούσαν ταυτόχρονα.
Ο Ολσέτ φορούσε το χρωματιστό πουκάμισο που δεν μύριζε πια καρύδα, αλλά καθαρό πια από τα παλιά βάρη, ενίσχυε την διάθεση για καινούριες συνθέσεις, κυκλώματα και παιχνίδι, όλα σε ένα. Κι εκεί κάπου, ο μικρός τον ξάφνιασε με μιαν ερώτηση:
-Οι αναμνήσεις μπορούμε να πούμε πως είναι αγώγιμες ή είναι τελείως λάθος;
Ο παππούς ξαφνιάστηκε. “Αγώγιμες”! Μπορείς να το πεις κι έτσι…
_____________________________
* Το διήγημα της Λένιας Νικολαράκη αξιολογήθηκε από την κριτική επιτροπή του Ε΄ Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Διηγήματος του Πολιτιστικού Συλλόγου “Βιβλιόφιλοι Έδεσσας” και έλαβε Τιμητική Διάκριση.
Το διήγημα της, συγκαταλέγεται στα 30 δημοσιευμένα διηγήματα του τόμου “Τα κείμενα V” που εκδόθηκε από τον Πολιτιστικό Σύλλογο “Βιβλιόφιλοι Έδεσσας”. Το έργο της, διακρίνεται για τον ιδιαίτερα προσωπικό τρόπο γραφής του όπως και για τη σύλληψη και ελκυστική ανάπτυξη της κεντρικής ιδέας του αφηγήματός της.
Η Λένια Νικολαράκη είναι η πρώτη φορά που θέτει στην κρίση του αναγνωστικού κοινού συγγραφικό της έργο και δοθείσης ευκαιρίας, αξίζει να αναφερθεί ότι προέρχεται από την Ομάδα “Λέγειν και Γράφειν” Παλλήνης, η οποία σχηματοποιήθηκε από τους συμμετέχοντες στο πρόγραμμα “Δημιουργικής Γραφής” του Κ.Δ.Β.Μ. τον Φεβρουάριο του 2016 υπό τον συντονισμό του Ανδρέα Χατζηνικολάου (πιστοποιημένος εκπαιδευτής) με διαρκές ζητούμενο, την κατανόηση και επεξεργασία μέσω εργαστηριακής μεθοδολογίας, των τεχνικών χαρακτηριστικών της συγγραφής όπως, η πλοκή, η δομή, το ύφος, ο ρυθμός και η προσωπική οπτική γωνία του χειριστή της συγγραφής.
Στη φωτογραφία του τίτλου, η Λένια Νικολαράκη στη διάρκεια της βράβευσης της από τον Περιφερειακό Σύμβουλο νομού Πέλλας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, εκπαιδευτικό, κ. Πέτρο Ζέρζη