Βαγγέλης Κατσούλης: «καλλιεργητής ήχων» με διεθνείς περγαμηνές, …αγρότης στο κτήμα του στην Παλλήνη!

«Πάνω απ’ όλα, είναι ένας καλός άνθρωπος» ακούει να λένε συχνά. Σε αυτό ο Βαγγέλης Κατσούλης δίνει μεγαλύτερη σημασία, παρά στα όσα κολακευτικά έχουν ειπωθεί για τη μουσική του. Ο ίδιος δηλώνει αγρότης στο κτήμα του στην Παλλήνη, «καλλιεργητής των ήχων» και ερασιτέχνης μουσικός παρ΄ότι έχει κυκλοφορήσει είκοσι προσωπικούς δίσκους, πολλοί από τους οποίους είχαν διεθνή απήχηση.

«This fucking music is fucking amazing!» του έφτυσε στα μούτρα ένα πανκιό. Ο Βαγγέλης νόμισε πως θα τον… έδερνε (!) πριν καταλάβει ότι έτσι εξέφραζε ενθουσιασμό, την απόλυτη επιδοκιμασία του, ο νεαρός Βρετανός φιλόμουσος. Φαινόμενα των καιρών, της σκληρής εποχής του Διαδικτύου;

Τα έργα του γύρω από την ηλεκτρονική μουσική άρχισαν να προκαλούν το ενδιαφέρον των ξένων δισκογραφικών, συλλεκτών και DJ’s σε όλο τον κόσμο. Άμστερνταμ, Λονδίνο, οι προτάσεις για νέους δίσκους και συναυλίες πλήθαιναν, οι αίθουσες γέμιζαν. Τα εισιτήρια στα ευρωπαϊκά φεστιβάλ και οι δίσκοι -οι αυθεντικοί ή τα πιο πρόσφατα remix τους- εξαντλούνταν από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας τους.

Συχνά, όλα αυτά ερήμην του συνθέτη, που βρέθηκε να απολαμβάνει μια διεθνή καταξίωση που δεν είχε ούτε καν φανταστεί στα προηγούμενα χρόνια. Βρέθηκε σε έναν άγνωστο μουσικό κόσμο, μπροστά σε ένα εντυπωσιασμένο ετερόκλητο κοινό που έκανε ουρά για να πλησιάσει τον άγνωστο -ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε- Έλληνα μουσικό μετά τη συναυλία.

Αγρότης και συνθέτης
«Πάνω απ’ όλα, είναι ένας καλός άνθρωπος» ακούει να λένε συχνά. Σε αυτό ο Βαγγέλης Κατσούλης δίνει μεγαλύτερη σημασία, παρά στα όσα κολακευτικά έχουν ειπωθεί για τη μουσική του.

Ο ίδιος δηλώνει αγρότης στο κτήμα του στην Παλλήνη, «καλλιεργητής των ήχων» και ερασιτέχνης μουσικός, αν και βρίσκεται στο μουσικό «παιχνίδι» πάνω από 35 χρόνια, έχοντας ήδη κυκλοφορήσει είκοσι προσωπικούς δίσκους.

Ξεκίνησε να ηχογραφεί στα χρόνια της Praxis Records του απόντα φίλου Κώστα Γιαννουλόπουλου, με ένα έργο -το “Minimal Suite”- που παίχτηκε στην αίθουσα συναυλιών του Ινστιτούτου Goethe της Αθήνας, στη διάρκεια των Praxis Festivals της δεκαετίας του 1980. Ο διορατικός ραδιοφωνικός παραγωγός και συγγραφέας τού σύστησε να επικεντρώσει τη μουσική του δημιουργία σε θεματικά (concept) άλμπουμ με ενιαίο χαρακτήρα και αισθητική.

Είχαν προηγηθεί συναυλίες ηλεκτρονικής μουσικής και τα “Μουσικά Εργαστήρια” του Τρίτου, στα φωτεινά χρόνια του Τρίτου Προγράμματος του Μάνου Χατζιδάκι, στα πρώτα βήματά του.

Αυτές οι πρώτες μουσικές ήταν το αποτέλεσμα της διακοπής των ιατρικών του σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Giessen, όταν -παρά τη σθεναρή αντίσταση των γονιών του που τον ήθελαν γιατρό- ο νεαρός Βαγγέλης έπεσε με τα μούτρα στη μουσική, που τελικά επικράτησε στη ζωή του. Την κλασική μουσική και τις σύγχρονες παραφυάδες της, μουσικές που άκουγε από το ραδιόφωνο και σε συναυλίες στη Γερμανία.

Κεραυνοβόλος έρωτας
Η πρώτη του επαφή με την κλασική μουσική ήταν η παρουσίαση της Τέταρτης Συμφωνίας του Brahms από την Κρατική Ορχήστρα της Αθήνας με μαέστρο τον Θόδωρο Βαβαγιάννη. Ήταν τότε που έπεσε ο πρώτος σπόρος και άρχισε ένας κεραυνοβόλος έρωτας. Παρά την αυστηρή οικογενειακή αντίθεση με τη μουσική, ο Βαγγέλης πήγε στο Ωδείο κρυφά από τους γονείς του. Όντας στη Γερμανία πια έκανε την τελική επιλογή, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Τελευταίος το έμαθε ο πατέρας του, που κόντεψε να πάθει συγκοπή.

Τελειώνοντας τις μουσικές σπουδές του, η πρώτη του συναυλία με έργα ηλεκτρονικής μουσικής δόθηκε στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο «Ώρα» της οδού Ξενοφώντος, το δημιούργημα του φιλότεχνου οραματιστή αγωνιστή και εικαστικού Ασαντούρ Μπαχαριάν. Τα χρόνια της δικτατορίας η «Ώρα» υπήρξε καταφύγιο και βήμα έκφρασης για δημιουργούς από τον χώρο των εικαστικών, του λόγου και της μουσικής που είχαν αποκλειστεί από τον δημόσιο χώρο.

Ακολούθησαν οι παρουσιάσεις έργων του στο Ινστ. Goethe από το Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής του αξέχαστου μαέστρου και πανεπιστημιακού δάσκαλου Θόδωρου Αντωνίου και στο Ηρώδειο, υπό τη διεύθυνση του Günther Becker, ενώ έργα του παίχτηκαν από την ΚΟΑ και τη Συμφωνική Ορχήστρα της Κρακοβίας που ειδικευόταν στη Σύγχρονη Μουσική, έχοντας την εμπειρία των έργων του Krzysztof Penderecki, καθώς ο konzertmeister της, το πρώτο βιολοντσέλο της ορχήστρας, ήταν γαμπρός του μεγαλύτερου εν ζωή Πολωνού συνθέτη.

O Cage και ο μινιμαλισμός
Μετά την avant garde, ήρθε ο μινιμαλισμός. Η μουσική που άκουγε από τους δίσκους που έφερνε ο ξάδελφος από την Αμερική. Ο Βαγγέλης προσπαθούσε να «εφεύρει» τον τρόπο γραφής αυτής της άγνωστης έως τότε στον τόπο μας μουσικής, μέχρι που συναντήθηκε με τον John Cage στο International Course for Professional Choreographers and Composers του Λονδίνου, το 1981, όταν ο πειραματιστής συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής συνεργαζόταν με τον περίφημο χορογράφο Merce Cunningham και μέλη της LSO -της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου.

Ο Cage άκουσε τα έργα του Βαγγέλη Κατσούλη -που γράφονταν ολημερίς και παρουσιάζονταν τα βράδια στο κοινό- αλλά ποτέ δεν εξέφρασε κάποια γνώμη. Ήθελε να αφήσει τα πράγματα να υπάρχουν, να εξελίσσονται φυσικά, κάτι που χαρακτήριζε τη Ζεν νοοτροπία του. Όταν όμως αναφερόταν στην επικρατούσα Νεοϋορκέζικη μινιμαλιστική σχολή του Steve Reich ή του Philip Glass, την απομυθοποιούσε λέγοντας πως τα έργα του Βαγγέλη ήταν… καλύτερα!

Με ορθάνοιχτα τα φτερά, στη Ελλάδα πια, φτάνει το γράμμα από την Αμερική. Αποστολέας του το American Foundation for Performing Arts. Περιείχε μια διόλου αμελητέα επιταγή «για τη συνέχιση του έργου σας», χωρίς κανέναν όρο. Ήταν το αποτέλεσμα της εκτίμησης του ίδιου του John Cage, που ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος.

Ο μινιμαλισμός και η Jazz
Εκείνη την εποχή, με την προτροπή του Γιαννουλόπουλου, ο Βαγγέλης άρχισε να συνδυάζει τη μινιμαλιστική μουσική με την Jazz παρουσιάζοντας νέα έργα του στο Praxis Festival, να κάνει πολύτιμες για το μέλλον γνωριμίες και νέες συνεργασίες: David Lynch, Μηνάς Αλεξιάδης, Γιώργος Μαγκλάρας κ.ά.

Με αφορμή τη συναυλία για την παρουσίαση ενός έργου του -παραγγελία του Μέγαρου Μουσικής- είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με τον Markus, τον τρομπετίστα της τζαζ γιο του μεγάλου οραματιστή της μουσικής του 20ου αιώνα Karlheinz Stockhausen αλλά και τον Νορβηγό μπασίστα Arild Andersen, ένα σύμβολο του ήχου της ECM. Οι δύο σπουδαίοι σολίστες οδήγησαν τις συνθέσεις του “στέλνοντας” τη μουσική του πιο ψηλά.

Ο Κατσούλης ηχογραφεί μαζί τους το “Through the Dark” για τη Lyra. Ο δίσκος αυτός έβαλε τον θεμέλιο λίθο ενός σταθερού συγκροτήματος με αυτούς τους διεθνώς καταξιωμένους μουσικούς, που αργότερα πλαισιώθηκαν από το τενόρο σαξόφωνο του Νορβηγού Bendik Hoffseth -μέλους των Νεοϋορκέζων “Steps Ahead”-, του γεννημένου στη Σαρδηνία δημιουργικού τρομπετίστα της τζαζ Paolo Fresu και του Paul Wertico, ντράμερ των γκρουπ του κιθαρίστα Pat Metheny. Από τους μουσικούς της ντόπιας τζαζ σκηνής συμμετείχαν οι έξοχοι πιανίστες Βασίλης Τσαμπρόπουλος και Τάκης Φαραζής.

Ένα σιωπηλό Ταξίδι
Ακολούθησε το “Silent Voyage”, άλμπουμ για τη Libra Music, και το μαγικό “An Unbearably Short Glance”, απ’ όπου ξεχώριζε η διασκευή της μουσικής ενός έργου του Händel‎. Στα άλμπουμ αυτά ο Κατσούλης ένιωσε πως υλοποίησε με τον καλύτερο τρόπο το όραμά του, για το οποίο συνομιλούσε συχνά με τον Κώστα Γιαννουλόπουλο, πριν αυτός μας αφήσει ξαφνικά τον Νοέμβριο του 1997.

«Έχει τα σημάδια ενός έργου μεγάλης ωριμότητας. Σπάνια έχει βγει από χέρια Έλληνα συνθέτη μουσική που να αντανακλά τόσο μεστά μια βαθιά κατακτημένη ψυχική γαλήνη» έγραφε ο μουσικοκριτικός Αργύρης Ζήλος τον Μάρτιο του 2002 για το “Silent Voyage”. Και ακόμα: «Vangelis Katsoulis shows us that he knows how to create a powerful atmosphere, but also letseach musician play with his own distinctive character» έγραψε το “Jazz Review” τον Δεκέμβριο του 2005 για το “An Unbearably Short Glance”.

Η εξορία των ονείρων…
«Το άλμπουμ ‘Exile of Dreams’ κυκλοφόρησε από την ιστορική δισκογραφική εταιρεία Blue Note Records και ηχογραφήθηκε το 2007. Τα πιο πολλά από τα κομμάτια του γράφτηκαν το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς και η ατμόσφαιρά τους είναι διαποτισμένη από το δράμα της μεγάλης οικολογικής καταστροφής που υπέστη τότε η Ελλάδα από τις φωτιές.

Η μουσική, φέρει έντονα τη σφραγίδα της προσωπικότητας του δημιουργού της και τις εμπειρίες από τις περιπλανήσεις του, σε διάφορα μουσικά είδη και στυλ» έγραφε η Έφη Αγραφιώτη στο tar.gr

…και η δισκογραφική Utopia
Το σήμερα του Βαγγέλη Κατσούλη είναι μια συνεχής εξέλιξη. Για να έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει την προσωπική του εκφραστική ελευθερία και να δώσει βήμα σε άλλους άξιους μουσικούς, εστίασε στη δημιουργία του στούντιο Spectrum και μαζί με τον πολύπλευρο Θύμιο Παπαδόπουλο, της ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας Utopia, όπου, με πολλές δημιουργικές ανάσες σε μια δύσκολη εποχή για τη δισκογραφία, καταγράφει χρόνια τώρα δικά του έργα ή έργα άλλων συνθετών. Tomasz Stanko, Βασίλης Τσαμπρόπουλος, Αποστόλης Άνθιμος, Ανδρέας Πολυζωγόπουλος και το συγκρότημα Iskra ανάμεσά τους.

Επανεκδόσεις έργων του, τα αυθεντικά “Back to Minimalism”, “Film Music I&II”, “Paraphrases” με τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο και τη συμμετοχή της Μαρίας Φαραντούρη, αλλά και το “If not now when” για τη βρετανική Utopia Records κοσμούν την πολύ πρόσφατη δημιουργική του φαρέτρα.

«Ορφέας», η όπερα
Πρόσφατα, μετά από περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια αδράνειας, η Utopia επανήλθε πριν από λίγα χρόνια με νέους δίσκους. Ανάμεσά τους το «Orfeo», η ομώνυμη μονόπρακτη όπερα του Βαγγέλη Κατσούλη, με ερμηνευτές τους Νίκο Σπανό, Σόνια Θεοδωρίδου, Θεοδώρα Μπάκα και Τάσο Αποστόλου, αλλά και δύο τραγούδια σε ποίηση του Οκτάβιο Παζ, με τη φωνή της Σόνιας Θεοδωρίδου. Κύρια χαρακτηριστικά της μουσικής γλώσσας του δίσκου, αλλά και του συνόλου του έργου του, είναι η λιτότητα, η σαφήνεια, η λεπτότητα και η κομψότητα.

Στον «Ορφέα» του ο Βαγγέλης Κατσούλης θέλησε να αποτίσει φόρο τιμής στη συνθετική αυθεντία του Κλάουντιο Μοντεβέρντι, του οποίου η όπερα «Orfeo» -ένα αριστούργημα- είναι η πρώτη σημαντική σωζόμενη όπερα. Το ιδίωμά της καθόρισε εξαρχής το στυλιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε να κινηθεί με τις υψηλής αξίας φωνητικές και υποκριτικές δυνατότητες των συγκεκριμένων ερμηνευτών που επέλεξε για τους συγκεκριμένους ρόλους

Όταν το 2006 η Εθνική Λυρική Σκηνή του πρότεινε να γράψει μια όπερα με θέμα τον Ορφέα, ήταν σαν κάποιος να είχε διαβάσει τις σκέψεις του. Το θέμα αυτό πάντα ξυπνούσε μέσα του έντονα συναισθήματα, αγγίζοντας προσωπικές του αλήθειες και εμπειρίες. Η μουσική του βγήκε κατευθείαν μέσα από την καρδιά, ο δε λόγος που έγραψε ο ίδιος το λιμπρέτο είναι ότι με τη μουσική και τον λόγο ήθελε να εκφράσει κάτι πολύ συγκεκριμένο και να μπορεί συγχρόνως να διατηρεί την ευελιξία ν’ αλλάζει, να απορρίπτει, να αυτοσχεδιάζει όποτε το έκρινε σκόπιμο. Κάτι που δύσκολα συμβαίνει όταν ένας συνθέτης είναι υποχρεωμένος να συνεργαστεί μ’ έναν λιμπρετίστα.

Η προσπάθεια του Βαγγέλη Κατσούλη ήταν να δημιουργήσει μια όπερα όχι «μουσειακή», αλλά μια όπερα που να αφορά τον σύγχρονο άνθρωπο. Γιατί ο «Ορφέας» του καταπιάνεται με θέματα πανανθρώπινα και διαχρονικά.

Για τον Βαγγέλη Κατσούλη η μουσική είναι κάτι περισσότερο από απλούς ήχους, πρέπει να μιλάει στα συναισθήματα, να συγκινεί. Για να το κάνει αυτό πρέπει να είναι ειλικρινής, να συγκινεί τον ίδιο της τον δημιουργό, να βγαίνει μέσα από τις δικές του αισθήσεις. Η μουσική του προκύπτει μέσα από μια μακρά πορεία προσωπικών αναζητήσεων και αντανακλά εσωτερικά βιώματα. Γι’ αυτό πιστεύει ότι μιλάει με αμεσότητα στον ακροατή.

MOTTO

Για τον Βαγγέλη Κατσούλη η μουσική είναι κάτι περισσότερο από απλούς ήχους, πρέπει να μιλάει στα συναισθήματα, να συγκινεί. Για να το κάνει αυτό πρέπει να είναι ειλικρινής, να συγκινεί τον ίδιο της τον δημιουργό, να βγαίνει μέσα από τις δικές του αισθήσεις. Η μουσική του προκύπτει μέσα από μια μακρά πορεία προσωπικών αναζητήσεων και αντανακλά εσωτερικά βιώματα. Γι’ αυτό πιστεύει ότι μιλάει με αμεσότητα στον ακροατή.

Αναδημοσίευση