Με ψυχραιμία, χωρίς έντονες συναισθηματικές εξάρσεις ή δηλώσεις που να χορηγούν καθημερινά τηλεοπτική τροφή και εμμένοντας στο χαρακτήρα του «πιστού στην αστυνομική έρευνα θύματος», ο 32χρονος πιλότος διήνυσε 37 μέρες περιβεβλημένος από τη συμπάθεια και τη συμπαράσταση της κοινής γνώμης.
Η πρώτη δημόσια δήλωση του 32χρονου πιλότου έγινε το απόγευμα της 11ης Μαΐου, και ενώ η χώρα δεν μπορούσε ακόμη να συνειδητοποιήσει τη βιαιότητα του πρωτοφανούς εγκλήματος.
Με ψύχραιμη φωνή αλλά εμφανώς ταλαιπωρημένος ο καθ΄ ομολογίαν δράστης -πλέον- της δολοφονίας της 22χρονης Καρολάιν μίλησε στις κάμερες των δημοσιογράφων λέγοντας: «Να μην γίνει σε κανέναν άλλον ποτέ ξανά. Τα παιδιά ξέρουν τη δουλειά τους και θα τους πιάσουν. Αυτό που πέρασα εγώ και η οικογένειά μου και η οικογένεια της γυναίκας μου να μην το περάσει ξανά κανείς ποτέ».
Ο 32χρονος πιλότος είχε ήδη βεβαίως δώσει την πρώτη του κατάθεση στους αστυνομικούς. Ήταν και εκείνη πολύωρη και από ό,τι αργότερα διεφάνη λεπτομερής.
Στην κατάθεσή του, κατά πληροφορίες που είχαν δει τότε το φως της δημοσιότητας, είχε αναφέρει:
Είχε δε τότε προσθέσει ότι και οι τρεις δράστες φώναζαν επανειλημμένα: ‘πού είναι τα λεφτά; «δείχνοντας απειλητικά μάλιστα το όπλο τους προς το 11 μηνών μωρό τους.
Δύο ημέρες αργότερα, στις 13 Μαϊου, και ενώ η προανάκριση της ΕΛΑΣ συνεχίζονταν με βασικό σενάριο την ύπαρξη τουλάχιστον δύο ή και τριών δραστών, σε νέες του δηλώσεις ο 32χρονος θα υποστηρίξει ότι «μέχρι τη στιγμή που έφτασαν οι αστυνομικοί στο σπίτι τους στα Γλυκά Νερά και τον έλυσαν, δεν είχε αντιληφθεί ότι η σύζυγός του Καρολάιν είχε πεθάνει».
Μιλώντας σε δημοσιογράφους ο 32χρονος πιλότος είπε πως «κατάλαβε ότι η σύζυγός του ήταν νεκρή όταν τον έλυσαν οι αστυνομικοί».
Πέντε ημέρες αργότερα, μέσω των social media, ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος αποχαιρετούσε την Καρολάιν με μια φωτογραφία από τον γάμο τους σε κάποιο ταξίδι στην Πορτογαλία και γράφοντας: «για πάντα μαζί. Καλό ταξίδι αγάπη μου».
Αδιέξοδο και υποψίες
Δεκατέσσερις ημέρες μετά το σκληρό πρωινό της 11ης Μαϊου, και ενώ στο μεταξύ οι πιθανολογούμενοι δράστες έχουν προκηρυχθεί με 300.000 ευρώ, γύρω από τον 32χρονο πιλότο αρχίζει να δημιουργείται ένα παράδοξο: Οι έρευνες της ΕΛ.ΑΣ. ως προς την ύπαρξη σκληρών κακοποιών οδηγούντο σταδιακά σε αδιέξοδο, ενώ οι καταθέσεις του 32χρονου έδιναν πληθώρα στοιχείων που έμοιαζαν όμως να δημιουργούν εγγενώς, σκοτεινά σημεία.
Τους αστυνομικούς που χειρίζονταν την υπόθεση απασχολούσαν μια σειρά ερωτημάτων με κυριότερα τα εξής:
- Πρώτον, το γεγονός ότι η κάμερα στο εσωτερικό του σπιτιού δεν καταστράφηκε κατά την σχεδόν πάγια πρακτική των δραστών αλλά, αντιθέτως, της είχε αφαιρεθεί η κάρτα μνήμης, κίνηση που δεν θεωρείται συνηθισμένη.
- Δεύτερον, προβληματισμό για τον τρόπο που κινήθηκαν οι δράστες προκαλούσαν οι πληροφορίες ότι η κοπέλα δεν είχε πάνω της ίχνη προηγηθείσης πάλης κάτι που θα παρέπεμπε σε επείγουσα ανάγκη να αμυνθεί.
- Τρίτον, στο κενό είχαν πέσει οι προσπάθειες να εντοπιστεί ξένο γενετικό υλικό στην ταινία με την οποία οι δράστες τύλιξαν το πρόσωπο του 32χρονου πιλότου αφήνοντας, προφανώς μέσα στη σπουδή τους, ακάλυπτο το μάτι του.
- Τέλος, η επιλογή των δραστών να δέσουν με σχοινί τα χέρια και τα πόδια του 32χρονου συζύγου αλλά να ακινητοποιήσουν με ρούχα την 20χρονη καθιστούσε ακόμη πιο θολό το τοπίο της εξιχνίασης.
«Παρερμηνεύονται πολλά πράγματα»
Είναι εκείνα τα αδιέξοδα που εξώθησαν τον 32χρονο και πάλι ψύχραιμα να τοποθετηθεί, δηλώνοντας: «Δεν υπάρχει κάτι. Ό,τι είναι από την αστυνομία. Ό,τι θέλετε από την αστυνομία.
Ερωτηθείς, τότε, 25η Μαϊου αν τον φοβίζει το γεγονός ότι οι δράστες δεν έχουν συλληφθεί ο 32χρονος είχε απαντήσει «το ήξερα από την αρχή».«Δεν είναι εύκολο, δεν σταματάει κανείς να δουλεύει. Ό,τι θέλετε από την αστυνομία γιατί ό,τι περνάει παρερμηνεύονται και είναι λάθος».
Ακόμη και την τελευταία ημέρα, χθες Πέμπτη, ο 32χρονος φερόταν να δίνει μία διαφορετική εκδοχή για την εσπευσμένη του μεταγωγή -όπως απεδείχθη- στην Αθήνα.
Στο μνημόσυνο της Καρολάιν ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος, εμφανίστηκε να αγκαλιάζει τη μητέρα της άτυχης Καρολάιν, ενώ (σύμφωνα με τον ΑΝΤ1) όταν ρωτήθηκε για τον λόγο της εσπευσμένης αναχώρησής του, είπε ότι φεύγει επειδή έπιασαν ένα άτομο στο αεροδρόμιο και τον κάλεσαν για να τον αναγνωρίσει.