Η Αμερικανίδα υψίφωνος Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς υπήρξε πρόσωπο υπαρκτό (1868 – 1944): μια μεγαλομανής κυρία που καθιερώθηκε ως «ντίβα» της όπερας, παρότι διέθετε την πιο φάλτσα φωνή και το πιο παράδοξο παρουσιαστικό στην ιστορία του λυρικού θεάτρου.
Ο κόσμος συνέρρεε στις παραστάσεις της και έμεινε γνωστή με την προσωνυμία: «η χειρότερη σοπράνο που εμφανίστηκε ποτέ». Το φαινόμενο, δεν είναι μοναδικό, υπήρξαν και άλλες τέτοιες περιπτώσεις στον κόσμο, με το κοινό να αγκαλιάζει ως «καρναβαλικούς» ήρωες, «δικούς του», καλλιτέχνες του ά-σχημου.
Θυμίζω την Ελληνίδα υψίφωνο Μαρίκα Παλαίστη, μια «ντίβα της εκκεντρικότητας», οι παραστάσεις της οποίας, λίγο μετά τον πόλεμο, προκαλούσαν τη χλεύη των μικροαστών, ακόμη και των μουσικά αναλφάβητων, που γέμιζαν το θέατρο για να «διασκεδάσουν» με τα καμώματά της. Κάποιοι από τους παλαιότερους τη θυμόμαστε.
Ο Αμερικανός συγγραφέας Στέφεν Τίμπερλεϊ δραματοποιεί στο έργο του: «Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς – Ενθύμιο», τον βίο και τη σταδιοδρομία της ομώνυμης ηρωΐδας, σχολιασμένο από τον μόνιμο συνεργάτη και σύντροφό της, πιανίστα Μακ Μουν, που διαδραματίζει ρόλο «αντικριστού κατόπτρου» θέτοντας βασικά ερωτήματα γύρω από τη φύση του ωραίου, τον ορισμό της τέχνης, τα όρια του εαυτού και του άλλου. Ωστόσο το θέμα του έργου είναι παραπλανητικό.
Ο συγγραφέας δεν γράφει ένα θεατρολογικό δοκίμιο, αλλά ένα θεατρικό έργο που ισορροπεί μεταξύ κωμωδίας και δράματος, για να εκβάλει εντέλει σε καθαρή θεατρικότητα.
Πραγματικό θέμα του έργου είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο η μεγάλη τέχνη μετουσιώνει το ά-σχημο, το δύσμορφο, το δυσάρεστο, το «τερατώδες», μεταμορφώνοντάς το «μαγικά» σε ωραίο. «Αγαπάμε» και συμπαθούμε την Τζένκινς μέσω του έργου του Τίμπερλεϊ που το περιβάλλει, αυτό είναι το ουσιώδες.
Όπως ακριβώς συμβαίνει στην αρχαιοελληνική Τραγωδία, στον Σαίξπηρ και στους μεγάλους της νεότερης εποχής, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, όπου ο θεατής δεν πρέπει να μετέχει συγκινησιακά στα επί μέρους συμβάντα.
Προορισμός της αληθινής τέχνης δεν είναι να μας δείξει την ασχήμια του κόσμου, όπως κάποιοι καλοθελητές ακόμη επιμένουν να υποστηρίζουν, βομβαρδίζοντάς μας καθημερινά με εικόνες βαρβαρότητας.
Αλλά, αντίθετα, να προσδώσει στο ά-σχημο μέσω του ελέου και του φόβου που προκαλεί, μια άλλη σημασία, μεταμορφώνοντάς το σε ωραίο, προάγοντας έτσι το θεατή να μετάσχει ελεύθερα στη νέα του σημασία. (Κάθαρση). Τα ερείπια μιας βομβαρδισμένης πόλης δεν είναι ποτέ ωραία, ωστόσο ένας πίνακας ερειπίων μπορεί να είναι.
Ο καλλιτέχνης, έτσι, μας κάνει, έτσι συμμέτοχους της θαυμαστής αυτής μεταμόρφωσης, όπως στην περίπτωση του έργου του Τίμπερλεϊ, όπου γινόμαστε θεατές / ακροατές ταυτόχρονα, του έργου και του φάλτσου τραγουδιού της Τζένκινς που αποκτά, μέσα από την τέχνη του Τίμπερλεϊ, τη χαμένη ομορφιά του. «Φιλοκαλώντας», το χειροκροτούμε, τότε, απελευθερωμένοι.
Ο Γιάννος Περλέγκας (κίνηση της Δήμητρας Ευθυμιοπούλου) «διαβάζει» σωστά το εξαιρετικά δύσκολο κείμενο και το πιάνει από την αιχμηρή κόψη της απόλυτης θεατρικότητας, δίνοντάς το ανάλογα. Επειδή το έργο ουσιαστικά δεν υπάρχει εκτός της σκηνοθεσίας του. Είναι μια «σκηνοθεσία μέσα στη σκηνοθεσία», που ο σκηνοθέτης πρέπει να επινοήσει.
Ο Περλέγκας το κάνει με τρόπο σχεδόν μαγικό, με λογισμό και με όνειρο, με τον τρόπο ενός ποιητή, μεταφέροντάς μας «ανεπαισθήτως» στην «πόλη των ιδεών». Ένα αληθινό κατόρθωμα και δεν έχω τίποτε άλλο να προσθέσω πάνω σε αυτό.
Η έξοχη Ναταλία Τσαλίκη (Φλώρενς) σε ρεσιτάλ υποκριτικής φτιάχνει μια πρωτεἵκή μορφή λαϊκής ντίβας, ισομετρημένης ανάμεσα στο γελοίο και στο μεγαλειώδες. Ο εξαιρετικός, επίσης, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, (Κόσμο Μακ Μουν), κινούμενος σε δύο χρόνους (παρελθόν, παρόν), κερδίζει δύο φορές το στοίχημα να είναι πάντα «εκεί».
Τα «ομιλούντα» σκηνικά – κοστούμια της Λουκίας Χουλιάρα συνδιαλέγονται με τη σκηνοθεσία.