Λένε ότι η Ελλάδα είναι μία φτωχή χώρα με πλούσιους κατοίκους. Και αυτό φαίνεται από πολλά πράγματα. Από τα χρήματα που ξοδεύουμε, τον τρόπο που διασκεδάζουμε, τα είδη και τις ποσότητες και γενικώς από όσα καταναλώνουμε.
Το κυριότερο χαρακτηριστικό όμως της καταναλωτικής μας κοινωνίας και του ευδαιμονισμού μας, είναι τα άπειρα σκουπίδια.
Σκουπίδια που σε ετήσια βάση στοιχίζουν μια περιουσία σε κάθε Έλληνα κι αυτό χάριν, της συσκευασίας των προϊόντων που ανεβάζουν το κόστος σχεδόν στο διπλάσιο.
Σκουπίδια λοιπόν, τα οποία για να μαζευτούν, θα πρέπει να πληρώσουμε τα λεγόμενα Δημοτικά Τέλη, ούτως ώστε να απαλλαγούμε από τη δυσοσμία και την απαράδεκτη θέα τους, την οποία μπορεί να έχουν δημιουργήσει οι γάτες, τα σκυλιά, τα ποντίκια, ο αέρας, η βροχή, κλπ.
Με κάδους απαράδεκτους από πλευράς τεχνολογίας και υγιεινής, με αυτοκίνητα επίσης απαράδεκτα σε ότι αφορά στην υγιεινή και την ασφάλεια των εργαζομένων, με προσωπικό συνήθως ελλιπές, να καλύψει τις ανάγκες μιας πόλης, κινδυνεύουμε από τα μικρόβια, τις μύγες, τα κουνούπια, τα σκουλήκια και τις αρρώστιες.
Χώρια που γινόμαστε θέμα από τους τουρίστες για φωτογραφίες και ειρωνικά σχόλια. Και όμως πριν μερικά χρόνια, τέτοια θεάματα και τόσα σκουπίδια δεν υπήρχαν, διότι απλούστατα δεν τα είχαμε εφεύρει.
Μπορεί και να μη μας περίσσευαν. Οπότε, δεν υπήρχαν ανοιχτοί κάδοι, σκόρπιες ξεκοιλιασμένες πλαστικές σακούλες, άδεια κουτιά από αναψυκτικά, σπασμένες γλάστρες και ότι δεν θέλουμε να έχουμε στο σπίτι μας και πολύ εύκολα το πετάμε μπροστά από το σπίτι του γείτονά μας.
Αφήστε που φροντίζουμε, μόλις μας δοθεί η ευκαιρία, να μετακινούμε τους κάδους όσο γίνεται πιο μακριά από το σπίτι μας, σπρώχνοντας όλο και πιο κοντά στο σπίτι του γείτονα. Είναι κι αυτό μια μορφή εξυπνάδας.
Στις μέρες μας έχει κάνει την εμφάνισή του και ένα άλλο φαινόμενο.
Οι σωροί των σκουπιδιών στα χέρσα και άχρηστα οικόπεδα. Πεταμένα μπάζα, σπασμένα έπιπλα, σκισμένα στρώματα, χαλασμένα παπούτσια, ρούχα και ότι άλλο είναι για πέταμα. Χώρια τα ξεραμένα χόρτα, τα αγκάθια και τα ψόφια ζώα που συμπληρώνουν το τοπίο με μυρωδιές.
Σε περίπτωση πυρκαγιάς τι γίνεται; Γιατί δεν παίρνει τα μέτρα του ο Δήμος; Σε γενομένη συζήτηση έμαθα, ότι υπάρχει ένας νόμος, που αναφέρει ότι, σε περιπτώσεις οικοπέδων, από τα οποία υπάρχει κίνδυνος προκλήσεως πυρκαγιάς ή έστω δυσοσμία και μόλυνση του περιβάλλοντος, η Δημοτική Αρχή έχει το δικαίωμα, να ειδοποιήσει τον ιδιοκτήτη του οικοπέδου και να του συστήσει να το καθαρίσει.
Αν μέσα σε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ο ιδιοκτήτης δεν ανταποκριθεί, αναλαμβάνει ο Δήμος τον καθαρισμό του οικοπέδου και στέλνει το λογαριασμό στο ταμείο παρακαταθηκών και δανείων. Αυτά, αν βέβαια μας ενδιαφέρει να ζούμε σε μια καθαρή και νοικοκυρεμένη πόλη με ευχαριστημένους πολίτες.
Βλέπετε, σήμερα, ενδιαφερόμαστε για το καθαρό μας σπίτι, τα ακριβά και καθαρά μας ρούχα, τις πανάκριβες κολόνιες ώστε να μυρίζουμε ωραία, αλλά αδιαφορούμε για την καθαριότητα και την ευπρέπεια των δρόμων και της γειτονιάς μας. Ότι δεν μας χρειάζεται, το πετάμε στο διπλανό οικόπεδο, αρκεί να το ξεφορτωθούμε και να μην ενοχλεί τη δική μας αισθητική.
Καταναλώνουμε ένα σεβαστό ποσό για απορρυπαντικά σπιτιού και μπουγάδας αλλά τα νερά από τις μπουγάδες μας, τα πετάμε στους δρόμους, αδιαφορώντας για το που θα κατρακυλήσουν, που θα πάνε να λιμνάσουν και σε ποια πόρτα θα δημιουργήσουν λάσπες.
Ξοδεύουμε χρήματα αγοράζοντας αποσμητικά για το σώμα και το σπίτι μας, αλλά τις μυρωδιές των λυμάτων, φροντίζουμε να τις διοχετεύουμε αργά τη νύχτα, στα φρεάτια της περιοχής μας, χωρίς ίχνος ντροπής. Να πληρώνουμε τώρα είκοσι χιλιάδες κάθε δύο μήνες στον «Αχόρταγο»;
Δεν αγοράζουμε μία κολόνια καλύτερα; Άλλωστε, δεν είναι καθόλου «σικ», να καλούμε αυτά τα ακαλαίσθητα αυτοκίνητα που γράφουν «Εκκενώσεις …» και να ζητάμε να μας απαλλάξουν από τα ίδια μας τα λύματα, πληρώνοντας κι από πάνω. Αν δεν με πιστεύετε, βγείτε χειμώνα μετά τα μεσάνυχτα έξω στους δρόμους του Γέρακα, ν’ απολαύσετε μυρωδιές….
Εν τω μεταξύ το χειμώνα, έχουμε κι ένα άλλο πρόβλημα. Τα νερά των υπογείων, που αναγκαστικά, πρέπει κάπου να πάνε. Εφ’ όσον όμως, είναι καθαρά και όχι βρώμικα, εφ’ όσον δεν έχει υδροχέτευση όλη η περιοχή, τα βγάζουμε στους δρόμους. Να φταίει άραγε μόνο ο υδροφόρος ορίζοντας;
Μήπως δεν μας συμβούλεψαν σωστά οι μηχανικοί και οι κατασκευαστές; (Ας αφήσουμε και κάτι για το επόμενο άρθρο). Και μετά με ρωτάτε, πως είναι δυνατόν να αναφέρομαι τόσο συχνά στο χθες και να μην το νοσταλγώ. Μα χθες οι γειτονιές του Γέρακα, ήταν πεντακάθαρες.
Δεν υπήρχαν κάδοι απορριμμάτων, διότι απλούστατα, δεν τους χρειαζόμασταν. Αυτό το είδος των αντικειμένων που σήμερα τα βρίσκουμε σε πολλά σχέδια, σχήματα, χρώματα, και μεγέθη και υπάρχουν σχεδόν σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού μας, τότε ήταν περιττό.
Σήμερα δεν μπορούμε να κουμαντάρουμε τα σκουπίδια μας και τα πετάμε στους δρόμους ή στις πόρτες των άλλων σπιτιών.
Τι τα κάναμε τότε; Απλά τα καίγαμε. Ναι τα καίγαμε. Και τη στάχτη την κρατούσαμε σε μια άκρη του κήπου μας που όλοι είχαμε, ρίχναμε και τα ξερά φύλλα του κήπου και με τη βοήθεια του ήλιου και της βροχής γινότανε λίπασμα για τα λουλούδια. Αν δεν τα καίγαμε, τα ρίχναμε σε κάποιο λάκκο και τα αφήναμε να χωνέψουν.
Είχαμε έμφυτη την οικολογική συνείδηση. Μας βοηθούσε και λίγο η φύση, έπαιζε ρόλο και το γεγονός ότι τότε δεν είχαμε εφεύρει τα συνθετικά υλικά και υπήρχε ισορροπία. Όμως ο άνθρωπος που σε όλα θέλει να επέμβει για να γίνει η ζωή μας πιο εύκολη, ανάμεσα στις εφευρέσεις του, ήταν και οι συσκευασμένες τροφές.
Οι πλαστικές σακούλες, οι ετικέτες, τα χρωματιστά μπουκάλια, τα τενεκεδάκια και ότι άλλο. Δεν μας άρεσε να πηγαίνουμε στο μπακάλη να αγοράζουμε την ποσότητα που θέλουμε στη χαρτοσακούλα, να χρησιμοποιούμε το προϊόν και να καίμε τη χαρτοσακούλα στη σόμπα ,ώστε να μην έχουμε καθόλου σκουπίδια. Δεν μας άρεσε να πηγαίνουμε το δικό μας μπουκάλι, να το γεμίζουμε λάδι, κρασί, ξύδι, αλλά προτιμήσαμε το πλαστικό μιας χρήσεως με τη διαφήμιση να μας παίρνει τα μυαλά και να γυρίζουμε «κεφάτες» με άδειο πορτοφόλι «γιατί τα ψώνια είναι κέφι».
Αυτά είναι όλα τα καλά του εισαγόμενου πολιτισμού με τις πολύχρωμες συσκευασίες, τις οποίες πληρώνουμε για να τις πετάξουμε στη πόρτα του γείτονά μας και με το πρώτο φύσημα του ανέμου να επιστρέψουν στη δικιά μας.
Δέσποινα Δαλιάνη
Η Φωνή του Γέρακα – Ιούνιος 2000/ σελίδα 2η