Ήταν δεν ήταν 40 ετών ο Σπύρος.
Πάλευε να ξεμπλέξει από τη μάστιγα των καιρών. Ένα βήμα μπρος, δύο πίσω… Έλεγε, κάθε που ανηφόριζε στον πατέρα του, στην Ανθούσα, «θα τα καταφέρω, θέλω να ζήσω, θέλω να σε ξεκουράσω…» αλλά η συνέχεια δεν αντιστοιχούσε στην υπόσχεση.
Έμενε τρεις μέρες «καθαρός» και μόλις ξαναντάμωνε με τα «στέκια», βυθιζότανε και πάλι στο βαθυπήγαδο των ψευδαισθήσεων.
«Πήγαινε κι ερχότανε» αυτή η ιστορία, άρχισε να μη πιστεύει ο Σπύρος στις δυνάμεις του, ένιωθε ανίκανος να τα καταφέρει μέχρι που οριστικά … παραιτήθηκε από την προσπάθεια και τη ζωή.
Σαν να ΄ξερε ότι σύντομα θα γινότανε αγγελτήριο «αναχώρησης», πέρασε μια γιορτινή μέρα του Δεκέμβρη απ΄την Ανθούσα, να συναντήσει τον πατέρα.
Δεν είχε τίποτε να του πει.
Άλλωστε ποτέ τους δεν μάθανε στο διάλογο. Δεν έζησαν με το εμείς, κυριαρχούσε μόνο το εγώ.
Μονόλογοι ήταν η επικοινωνία τους.
Όμως, σαν κάτι να τον «έσπρωχνε», ήθελε αυτή τη φορά να τον ακούσει κι έτσι σιωπηρά, ξαναπήρε το δρόμο προς το «στέκι», κάπου στα Λιόσια.
Τρεις μέρες μετά, ο Σπύρος «έφυγε».
Τον βρήκανε σε εμβρυακή στάση και στο ΄να χέρι να κρατάει φτιαγμένο από κλαδιά δέντρου, ένα μικρό σταυρό. Άραγε, σημειολογία για μια πίστη που έτρεφε μέσα του, περιμένοντας την «εξ άνωθεν» βοήθεια, λίγο πριν την εκπνοή του;
Ποιος ξέρει…;
Δεν θα μαθευτεί ποτέ…
Όμως, η ιστορία του Σπύρου, δεν τελειώνει εδώ.
Μετά θάνατο, το ταξίδι της περιπέτειάς του είχε συνέχεια.
Η σωρός του να «περιμένει» μία, δύο, τρεις ημέρες στον ψυκτικό θάλαμο της ιατροδικαστικής υπηρεσίας και ο πατέρας του, να ψάχνει χρήματα για να βάλει το παιδί του κάτω από τη γη.
«Μία» δεν είχε ο δυστυχής… Χαμένα τάχε όταν ρωτώντας άκουγε πόσα λεφτά χρειάζονταν για να κηδέψει το παιδί του.
«Μα, με χίλια ευρώ καλέ μου κύριε, ζω 8 μήνες. Που να τα βρω….» ψέλλισε, όταν από μεριά Παλλήνης άκουσε την … «φιλική τιμή.»
Στην απόγνωσή του, χτυπάει την πόρτα του Δήμου. Του την «ανοίξανε» με όλη την έννοια του όρου και όχι μόνο…
Όμως, τα εμπόδια της γραφειοκρατίας που έπρεπε ν αντιμετωπίσουν στο Δήμο Παλλήνης, πολλά και πολυδαίδαλα. Οι νόμοι του κράτους, σαφείς και κυνικά σκληροί, ιδιαίτερα αδυσώπητοι γι ΄αυτές τις υποθέσεις.
Οφείλεις ν΄ αποδείξεις το αυτονόητο, να συνυπογράψουν αρκετοί κι αν κάποιος έχει άλλη αντίληψη ως προς την ερμηνεία της παραγράφου Δ’ του νόμου 68/79, να μην υπογράφει και η υπόθεση να μην ξεμπλέκεται… Τόσο καλά…
Με αυτά και μ’ εκείνα, δυο γεμάτες μέρες χρειάστηκαν δύο άνθρωποι του Δήμου για να προσπεραστούν τα εμπόδια. Και προσπεράστηκαν, γιατί υπήρχε θέληση, υπήρχε ανθρωπιά, γιατί, τέλος, υπήρχε αίσθημα αλληλεγγύης προς τον Άνθρωπο.
Έτσι, και «τα δυο μέτρα γης» «απελευθερώθηκαν» για να ενταφιαστεί ο συνάνθρωπός μας και η διαχειρίστρια αρχή του ψυκτικού θαλάμου πείστηκε να μην επιμένει στην πληρωμή της (3Χ100) προκειμένου να βγει ο Σπύρος από την ψύξη και όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά εκδοθήκανε, για να μπορέσει ο ανήμπορος πατέρας, επί τέλους, να ξεπροβοδίσει το μοναχοπαίδι του.
Οφειλόμενη αναφορά στην παρέμβαση του γραφείου τελετών «Κορώνης» του Γέρακα. Κάλυψε με δικά του χρήματα, το κόστος των υπηρεσιών που με άψογο επαγγελματισμό πρόσφερε κι έτσι, νωρίς, μεσημέρι του Σαββάτου 8 Φεβρουαρίου 2014, ο Σπύρος, μπόρεσε να βρει την «ηρεμία» την οποία και μετά θάνατο, «άργησε» να εξασφαλίσει.
Τραγική φιγούρα στο κοιμητήριο της Παλλήνης, ο πατέρας.
Χαμένος στις σκέψεις του και στην βαριά του λύπη, προσπαθούσε με δυσκολία να σταθεί στα πόδια του. Στο πλάι του, μόνο δύο συγγενείς και κάποια μέτρα πιο πίσω, δύο εκπρόσωποι του Δήμου Παλλήνης με λίγα λουλούδια στα χέρια, για το «καλό ταξίδι» ενός ανθρώπου που «πέρασε» από τη ζωή χωρίς να τη ζήσει!
Στο κοιμητήριο βρέθηκε κι ένας φίλος του Σπύρου. Παρακολούθησε τον ενταφιασμό από μικρή απόσταση, στο πρόσωπό του ήταν εμφανή τα ίχνη της «αιχμαλωσίας του» από ουσίες και από τα υγρά του μάτια, ένιωθες τον πόνο του για την απώλεια του φίλου του.
Προφανώς, περίμενε να μείνει ο Σπύρος “μόνος του” για να … “του μιλήσει”.
Πρέπει “να ‘ χε λόγια πολλά να του πεί” ή μήπως, άραγε, ένιωθε την “αύρα” του χώρου να διεμβολίζει τον αδύναμο εσωτερικό του κόσμο και ήθελε, “να πάρει λόγια” για το που, το πως και τι γίνεται μετά, “για όλους εμάς που ζήσαμε στον κόσμο των ψευδαισθήσεων και των συνεχών παραισθήσεων…;”
Ούτε κι αυτό θα το μάθουμε…
Άλλη μία τραγική φιγούρα ανθρώπου ο φίλος του Σπύρου. Από ‘ κείνες που σε βυθίζουν σε μελαγχολία και σε κάνουν να αισθάνεσαι απέχθεια προς «ό,τι» προκαλεί τα τραγικά τους αδιέξοδα.
Παρεμπιπτόντως: πρόκειται για τον μοναδικό επιζώντα από τα παιδιά μιας πάλαι ποτέ «ανθούσας» οικογένειας. Ο αδελφός του βρέθηκε προ ημερών νεκρός στην Ανθούσα από υπερβολική χρήση ουσίας ναρκωτικών. –ο «Ν» πρόσφατα έγραψε για το γεγονός-
Να είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει Σπύρο και να ‘ σαι ο τελευταίος που έφυγες απ’ τη ζωή, δίχως να την αγαπήσεις…
«Νεολόγος»
Υστερόγραφο: με αφορμή την μεταθανάτια “περιπέτεια” του Σπύρου. Μήπως πρέπει να δημιουργηθεί ένα ταμείο στο οποίο να καταχωρούνται εισφορές και δωρεές ευαισθητοποιημένων συμπολιτών μας, για να αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις συνανθρώπων μας που επί ημέρες παραμένουν άταφοι;
Αν, συμφωνούμε, ότι αυτοί οι άνθρωποι αξίζουν της μεταθανάτιας αυτής “τιμής”, ας δρομολογηθεί η πρωτοβουλία που σε τελεταία ανάλυση, επιβάλλεται και από τον πολιτισμό μας.