Με μία κίνηση προσεκτικά ζυγισμένη και θαυμαστά εκτελεσμένη, ο Αλέξης Πανσέληνος μας παρέδωσε τα «Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια», το νέο του μυθιστόρημα (εκδ. Μεταίχμιο), ως μια διαθήκη ή ως μια τοιχογραφία της Αθήνας της δεκαετίας του 1950.
Είναι τέτοια η ιστορική συγκυρία της δικής μας εποχής, που η υποδοχή ενός τέτοιου λογοτεχνικού έργου συμβαίνει σε ένα καθεστώς γενικευμένης ψυχικής δυσφορίας ή ακόμη σε ένα καθεστώς περιρρέοντος συναισθηματικού ελλείμματος. Υπάρχει δηλαδή η κοιλότητα της υποδοχής, ο χώρος αλλά και η αντικειμενική επιθυμία για την ψηφιδωτή τοιχογράφηση της αθηναϊκής κοινωνίας του εγγύς παρελθόντος.
Εχει το χάρισμα ο Αλέξης Πανσέληνος να ορίζει το υλικό του με ένα τέτοιο τρόπο ώστε το πλήθος των πληροφοριών που αγγίζουν το ευρύ υπόστρωμα της νοσταλγικής παλινδρόμησης στο αθηναϊκό παρελθόν να εξισορροπεί με εκείνη την αποστασιοποιημένη, σχεδόν ψυχρή και γι’ αυτό πειστική, περιήγηση στο μετεμφυλιακό κλίμα. Αν διεκδικούν ένα δάφνινο στέφανο πρωτοτυπίας τα «Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια», αυτό συμβαίνει γιατί έρχονται «αυτόκλητα» να μας παραδώσουν μια εποχή με τη γνησιότητα συρραφής βιωμάτων και με την υγρασία μιας βιωμένης σχέσης ζωής.
Η αθηναιογραφική λογοτεχνία, που έδωσε τα τελευταία χρόνια πολλούς και αντιφατικούς καρπούς, συμπυκνώνει σε αυτό το έργο του Αλέξη Πανσέληνου ένα πυκνό, αρραγές αλλά γεμάτο ραβδώσεις αθηναϊκό σύμπαν. Σε ένα προηγούμενο έργο του, στην «Κρυφή Πόρτα», μας έδινε τη μινιατούρα της αθηναιογραφικής λογοτεχνίας, εστιασμένης σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας, στη δική μας εποχή.
Εδώ, ανοίγει το κάδρο, παίρνει φακό ευρυγώνιο και εστιάζει με διάθεση εντομολόγου ή συλλέκτη οστράκων πάνω στο παγωμένο κουφάρι της Αθήνας του ’50. Με δικά του, προφανώς, βιώματα της παιδικής του ηλικίας, με ζώσες τις οικογενειακές αφηγήσεις, ο Αλέξης Πανσέληνος μας ξαναδίνει σε αναθέρμανση το σώμα της Αθήνας, με πιστό ρεαλισμό και αναπόφευκτη, πλάγια νοσταλγία.
Η νοσταλγία προκύπτει από τα υλικά της λογοτεχνικής κατασκευής και αντλεί από τη λεπτοκεντημένη εικονογραφία του 1950. Πέρα όμως από το ξύσμα της νοσταλγίας, η Αθήνα εκείνων των χρόνων προκύπτει ενίοτε σκληρή, μερικές φορές πένθιμη, σε ένα κιαροσκούρο απρόβλεπτο, σχεδόν συνταρακτικό.
ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ