Ο Πέτρος Στ. Μεχτίδης, αρχαιολόγος και συντηρητής έργων τέχνης, μελετά επί σειρά ετών την ιστορία και τον πολιτισμό της Μ. Ασίας.
Πρόσφατα και με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Η άγνωστη Σμύρνη» (εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία) στο οποίο καταγράφει την εγκληματικότητα στην ιωνική πρωτεύουσα από το 1850 έως την Καταστροφή παρουσιάζοντας την αθέατη καθημερινότητα από υλικό που αντλεί από τις εφημερίδες της εποχής.
Ο συγγραφέας εστιάζει στα μικρά γεγονότα που συχνά διαφεύγουν της προσοχής των ιστορικών και φωτίζει πτυχές της ιστορίας που κατακλύζονται από τοκογλυφίες, βιασμούς, κλοπές, ληστείες, ξυλοδαρμούς, μαχαιρώματα, πυροβολισμούς. Όπως σημειώνει, ο οθωμανικός αστικός χώρος του 19ου αιώνα υπήρξε περίοδος απότομης δημογραφικής αύξησης και μεγάλων μεταλλαγών.
Μαζί με την εμπορική και οικονομική ανάπτυξη εκτινάχθηκε η εγκληματικότητα. Η μαχαιροφορία ήταν καθημερινό φαινόμενο ενώ εύλογα προκύπτει το ερώτημα πώς πραγματικά ήταν η ζωή των Σμυρναίων, πόσο τηρούνταν οι συνθήκες υγιεινής και πόσο ασφαλές ήταν να διαμένει κάποιος στον Φραγκομαχαλά ή στην Πούντα.
Ταυτόχρονα με το έγκλημα στη Σμύρνη ο συγγραφέας μελετά τον πολιτισμό της εφημερίδας, τον τρόπο δηλαδή που καταγράφεται η είδηση, σε ποιους απευθύνεται και τι κλίμα διαμορφώνει για τον αναγνώστη. Όπως εξηγεί, ο Τύπος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ειδικά της Σμύρνης και της Ελλάδας ακολούθησαν το γαλλικό πρότυπο, στο οποίο τον πρώτο λόγο έχουν οι απόψεις, σε αντίθεση με το αγγλικό μοντέλο στο οποίο προβάλλεται η είδηση.
Αξιοσημείωτο είναι ότι έως το 1845 ο έλεγχος του αστικού χώρου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γινόταν από τον στρατό, ενώ τότε αρχίζει να αναλαμβάνει δράση η χωροφυλακή. Μεταξύ των εκατοντάδων μαχαιρωμάτων, απαγωγών, επιθέσεων, δολοφονιών –με κίνητρα οικονομικά, φυλετικά, θρησκευτικά, ψυχολογικά– ξεχωρίζουν κάποια εγκλήματα είτε λόγω αγριότητας είτε εξαιτίας της «ασήμαντου αφορμής».
Ένα από τα «δια ψύλλου πήδημα» εγκλήματα που σημειώνονται είναι εκείνο με θύμα έναν άντρα, κάτοικο του Κουκλουτζά, ο οποίος επιστρέφοντας σπίτι του από την αγορά, σταμάτησε σε ένα καπηλειό.
Εκεί δύο φραγκοφορεμένοι του ζήτησαν να κόψει το ένα καρπούζι από τα δύο που κρατούσε για να το φάνε κι αυτός αρνήθηκε. Αυτό του στοίχησε τη ζωή. Ένας άλλος άντρας πέθανε από κουβά έπειτα από έντονο διαπληκτισμό με τον γιο του. Από τα πιο άγρια εγκλήματα που περιγράφονται είναι ο βιασμός της σορού ενός νεκρού εβραιόπουλου ηλικίας δύο ετών.
Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, στις εφημερίδες της εποχής γίνεται σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Εκθειάζεται η περιορισμένη εγκληματικότητα στο Λονδίνο (εφημ. Αμάλθεια, έτη 1874 και 1875) και η μείωσή της σε Αγγλία και Ουαλία κατά 20%.
Το φαινόμενο σύμφωνα με το άρθρο έχει εξήγηση που άπτεται του πολιτισμικού χάσματος μεταξύ Ευρώπης και Ανατολής. «Αι βίαι επιθέσεις εισί σπανιώτεραι ήδη, τα ήθη δεν είναι τόσο κτηνώδη, αι διασκεδάσεις τόσον βάναυσαι· τα έθιμα του λαού είναι μάλλον ήπια και μάλλον κοινωνικά».
Όλα αυτά την εποχή που οι Άγγλοι προσπάθησαν να πείσουν τον κόσμο ότι η αποικιοκρατία ήταν το μέσο για να εκπολιτίσουν τους άγριους.