Γεννήθηκε στη Σάμο στις 4 Φεβρουάριου* του 341 π.Χ., δευτερότοκος ανάμεσα σε τέσσερα αδέρφια.
Οι γονείς του ήταν κληρούχοι: φτωχοί Αθηναίοι πολίτες που εγκαθίσταντο σε εδάφη των υποτελών κρατών, τα οποία σφετεριζόταν η αθηναϊκή δημοκρατία.
Οι κληρούχοι είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τα υποτιμητικά βλέμματα των δημοτών της Αθήνας αλλά και την καταφρόνια των εντόπιων που τους έβλεπαν ως ξένους εισβολείς’ η θέση τους ήταν πολύ επισφαλής, πράγμα που φάνηκε καθαρά στην περίπτωση της οικογένειας του Επίκουρου: υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη Σάμο το 322, ακριβώς ένα χρόνο αφ’ ότου ο Επίκουρος κατατάχτηκε στον αθηναϊκό στρατό.
Ο πατέρας του, ο φτωχοδάσκαλος Νεοκλής, και η μάνα του Χαιρεστράτη μετακόμισαν στην κοντινή παραλιακή πόλη Κολοφώνα.
Η παιδική ηλικία του Επίκουρου συνέπεσε με μια σημαντική φάση της ελληνικής ιστορίας: οι Έλληνες ήσαν από αιώνες διαιρεμένοι σε πολλές πόλεις-κράτη, διασκορπισμένες στις ακτές του Αιγαίου και στη Νότια Ιταλία και Σικελία. Όταν ο Επίκουρος ήταν παιδί, ο Μέγας Αλέξανδρος κατακτούσε την Ελλάδα, την Περσική Αυτοκρατορία και την Αίγυπτο.
Ο ελληνικός πολιτισμός εξαπλώθηκε ανατολικά, φθάνοντας μέχρι το σημερινό Αφγανιστάν. Και ενώ η ίδια η αυτοκρατορία του Αλέξανδρου δεν επέζησε μετά το 323 π.Χ. οπότε πέθανε ο Αλέξανδρος, τα κράτη που τη διαδέχθηκαν -κράτη που σχηματίστηκαν ύστερα από πολέμους μεταξύ των στρατηγών του Αλέξανδρου-, διατήρησαν ισχυρό το στοιχείο της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, ιδιαίτερα στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.
Τα κράτη αυτά, και κυρίως το Σελευκιδικό που καταλάμβανε τα εδάφη τής πάλαι ποτέ Περσικής αυτοκρατορίας, το Πτολεμαϊκό που καταλάμβανε την Αίγυπτο, και το κράτος των Αντιγονιδών που είχε εδραιωθεί στη μακεδονική μητρόπολη και καταλάμβανε τον Ελλαδικό χώρο, ήσαν αχανή για τα ελληνικά μέτρα της εποχής, υπερπολλαπλασίως μεγαλύτερα και με εξουσίες πιο συγκεντρωμένες από τις παλιές πόλεις-κράτη.
Συνέπεια αυτού ήταν η δραματική αλλαγή της σχέσης ανάμεσα στον μέσο Έλληνα πολίτη και στο κράτος όπου ζούσε. Τη χρονιά που πέθανε ο Αλέξανδρος, ο Επίκουρος υπηρετούσε τη θητεία του στον αθηναϊκό στρατό.
Ο θάνατος του βασιλέα προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στην Ελλάδα, όπου αρκετοί -Αθηναίοι, κυρίως-πολιτικοί αργά ή γρήγορα έβρισκαν κακό τέλος. Αν όμως η σκοτεινή φύση της πολιτικής εκδηλωνόταν με ιδιαίτερη δριμύτητα τα χρόνια εκείνα, άλλο τόσο πρόβαλλε με όλη της τη λαμπρότητα η γοητεία της ελληνικής φιλοσοφίας.
Την πολιτική αστάθεια συνόδευε ένας μεγάλος αναβρασμός στο χώρο της διανόησης, καθώς οι διάφοροι φιλόσοφοι και οι σχολές τους επιδίωκαν να κερδίσουν τις καρδιές και τις συνειδήσεις των αρχουσών τάξεων και των πολιτών.
Πριν πάει στην Αθήνα, ο Επίκουρος είχε μαθητεύσει πλάι στον Πάμφιλο που του δίδαξε πλατωνική φιλοσοφία. Δεν είναι γνωστές οι εμπειρίες του στην Αθήνα, είναι όμως πολύ πιθανό να γνώρισε δασκάλους του Λυκείου που είχε ιδρύσει ο Αριστοτέλης (και που την εποχή εκείνη διηύθυνε ο διάδοχός του Θεόφραστος) όσο και της Ακαδημίας που είχε ιδρύσει ο Πλάτων,
Ύστερα από μια σύντομη επιστροφή στην οικογένεια του στην Κολοφώνα, ο Επίκουρος επιδόθηκε στη σοβαρή μελέτη της φιλοσοφίας, και ταξίδεψε στη Ρόδο για να δεχτεί τη διδασκαλία του ευυπόληπτου αριστοτελικού Πραξιφάνη.
Οι διδασκαλίες του Λυκείου δεν φάνηκε να πείθουν τον Επίκουρο, που γρήγορα το παράτησε για να στραφεί στη μελέτη της ατομικής θεωρίας του Δημόκριτου, με δάσκαλο το Ναυσιφάνη από την Τέω.
Η σχέση του με το Ναυσιφάνη κράτησε πολύ περισσότερο, τελικά όμως ο Επίκουρος ήρθε σε ρήξη και μ’ αυτόν.
Η φιλονικία του με το Ναυσιφάνη είχε εμφανή προσωπικά στοιχεία, μπορούμε όμως να υποθέσουμε πως η ικανότητα του Επίκουρου να εκφράζει πρωτότυπες και αυθεντικές ιδέες άρχιζε να εξοργίζει τους δασκάλους του. Το 311 π.Χ., ο Επίκουρος ήταν πια έτοιμος για το μεγάλο εγχείρημα: τη διδασκαλία της δικής του, μοναδικής παραλλαγής της δημοκρίτειας φυσικής και, ίσως, μιας πρώιμης εκδοχής του ηθικού του συστήματος.
Μετακόμισε στη Λέσβο για να διδάξει στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης.
Ως εκπαιδευτικό ίδρυμα επιχορηγούμενο από το δημόσιο και στο οποίο κυριαρχούσαν οι θιασώτες της αριστοτελικής σχολής, το Γυμνάσιου δεν ήταν ασφαλής τόπος για να υποστηρίξει δημόσια ο Επίκουρος μια νέα φιλοσοφία.
Πλατωνικοί και αριστοτελικοί έτρεφαν φαντασιώσεις για το ρόλο του φιλοσόφου-βασιλέα (ή τουλάχιστον για το ρόλο του ευνοούμενου συμβούλου του βασιλέα, όπως υπήρξε ο Αριστοτέλης για τον Αλέξανδρο), και δεν συμπαθούσαν ιδιαίτερα φιλοσόφους αντιπάλων σχολών που έμπαιναν στα χωράφια τους.
Το κατεστημένο της Μυτιλήνης κινήθηκε ενάντια στον Επίκουρο απειλώντας τον με την κατηγορία της ασέβειας, πράγμα που έθετε τη ζωή του σε κίνδυνο. Προκειμένου να παραμείνει στο έλεος ενός εχθρικού γυμνασίαρχου, ο Επίκουρος επέλεξε να εγκαταλείψει τη Μυτιλήνη, κάνοντας ένα επικίνδυνο χειμωνιάτικο ταξίδι με προορισμό τη Λάμψακο, στα στενά του Ελλησπόντου. (Εικάζεται ότι το ναυάγιο που περιγράφει ο Διογένης Οινοανδέας στην Επιγραφή του, απόσπ. 72, έγινε στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού).
Δραπετεύοντας από τη Μυτιλήνη, ο Επίκουρος συγχρόνως εγκατέλειπε και την επικράτεια του Αντίγονου του Μονόφθαλμου για να εγκατασταθεί στη σχετικά πιο ανεκτική Λάμψακο.
Εκεί σχηματίστηκε γύρω του ένας κύκλος αφοσιωμένων φίλων που αποτέλεσαν τον πυρήνα της νέας του σχολής.
Ο Έρμαρχος, Μυτιληνιός, εγκατέλειψε το νησί του για να πάει κι αυτός στη Λάμψακο. Μαζί τους δεν άργησαν να σμίξουν αρκετοί εξέχοντες Λαμψακηνοί, όπως ο Ιδομενέας, που ενίσχυε οικονομικά τη σχολή, ο Λεοντεύς και η γυναίκα του Θεμίστα, ο σατιρικός Κολώτης, ο μαθηματικός Πολυαινος, και ο Μητρόδωρος, ο πιο φημισμένος εκλαϊκευτής του επικουρισμού.
Αναγνωρισμένος ηγεμών της σχολής παρέμενε ο Επίκουρος, ενώ οι Έρμαρχος, Μητρόδωρος και Πολύαινος, ως εταίροι του ονομάζονταν Καθηγεμόνες. Οι συνεχείς πολιτικές αναταραχές στην Αθήνα του 306 π.Χ. υπονόμευσαν το κύρος των φιλόδοξων Περιπατητικών και Πλατωνικών’ η πολιτικοποίηση της φιλοσοφίας κι η αδιαλλαξία και δυσανεξία που τη συνοδεύουν, θεωρούνταν πια ξεπερασμένες.
Τώρα που η ανεκτικότητα επέστρεφε στην Αθήνα, άνοιγε και ο δρόμος της επιστροφής του Επίκουρου και της ίδρυσης της σχολής του εκεί. Ο Επίκουρος αγόρασε ένα σπιτάκι μ’ έναν κήπο, για να στεγάσει τους φίλους του.
Κι έτσι η σχολή έγινε γνωστή με το όνομα «Κήπος», μιας και οι συνεδρίες γίνονταν έξω στην αυλή.
Η κυριότερη δουλειά όμως γινόταν μες στο σπίτι του Επίκουρου: εκεί γινόταν η παραγωγή των χειρογράφων έργων και επιστολών που στέλνονταν στον ολοένα διευρυνόμενο κύκλο οπαδών σ’ ολόκληρο τον ελληνιστικό κόσμο.
Η Αθήνα ήταν ο τόπος όπου η φιλοσοφία του έφτασε στην ωρίμανσή της, κι από κει άρχισε να διαδίδεται στον καινούριο ελληνιστικό κόσμο.
Μέσα από αυτή του τη δραστηριότητα, αλλά κι από τις προηγούμενες προστριβές του με την εξουσία, ο Επίκουρος πείστηκε ότι το καλύτερο θα ήταν να μείνει έξω από την πολιτική και ν’ αποφύγει ένα παιχνίδι για χάρη του οποίου θα έπρεπε να συμβιβάζεται με τις λαϊκές προκαταλήψεις.
Αντί να προσπαθήσει – όπως οι προηγούμενοι φιλόσοφοι – να κερδίσει πόλεις ολόκληρες και έθνη, ο Επίκουρος έβαλε στόχο την προσέλκυση ατόμων σε μια ομάδα με δικό της ιδιαίτερο πολιτιστικό χαρακτήρα, που ωστόσο τηρούσε τους νομικούς και θρησκευτικούς τύπους της κοινωνίας (λογικό τίμημα, σε μια εποχή που οι φιλόσοφοι εξορίζονταν για ασέβεια), και έδειχνε ανεκτικότητα σε όσους αρνούνταν τον επικουρισμό.
Ο Κήπος είχε προσεκτικά σχεδιασμένο πρόγραμμα διαπαιδαγώγησης αλλά και δημόσιας προβολής του για την προσέλκυση μαθητών.
Όσοι αποδέχονταν την επικούρεια διδασκαλία ενθαρρύνονταν να δηλώνουν δημόσια την ταυτότητά τους ως επικούρειων, να χτίζουν φιλίες μεταξύ τους, να τιμούν και να έχουν ως πρότυπα τους ιδρυτές του Κήπου, και να παίρνουν μέρος στις ιδιαίτερες γιορτές του.
Άλλη μία μοναδικότητα του Κήπου ήταν το ότι απέφυγε κάθε συνεταιριστική ή κοινοβιακή μορφή οργάνωσης.
Νομικά μιλώντας, ο Κήπος ήταν ένας σύνδεσμος δασκάλων και αντιγραφέων χειρογράφων που δούλευαν μες στο σπίτι του Επίκουρου, και ενισχυόταν οικονομικά από τη διδασκαλία, τις πωλήσεις βιβλίων και τις εθελοντικές συνεισφορές.
Δεν υπήρχε κοινοκτημοσύνη μεταξύ των επικούρειων ούτε και υποχρεωτική καταβολή χρημάτων στους «καθηγεμόνες» του Κήπου από μέρους των μαθητών, πράγμα που είχε ως ευχάριστο αποτέλεσμα, από τη μια να αποκτούν αυθεντικό κύρος οι δάσκαλοι, κι από την άλλη να μην υπάρχουν φατριασμοί και προστριβές εξ αιτίας των χρημάτων.
Η μακραίωνη διάρκεια και σταθερότητα του επικούρειου κινήματος χρωστά πολλά στο οργανωτικό ταλέντο του Επίκουρου, που ευθύς εξ αρχής απομάκρυνε τα γενεσιουργά αίτια της αυταρχικότητας και των εσωτερικών συγκρούσεων στις επικούρειες κοινότητες, και καθιέρωσε ένα αποτελεσματικό modus vivendi στις σχέσεις του Κήπου με τους μη επικούρειους.
Μέσα από ένα τέτοιο περιβάλλον, ο Επίκουρος έγινε πασίγνωστος για τις αδερφικές φιλίες του και τη συνήθως φιλελεύθερη στάση του, που επέτρεπε ακόμα και σε γυναίκες (μεταξύ των οποίων και η εταίρα Λεόντων, που έγραψε μια διατριβή κατά του αριστοτελικού Θεόφραστου) και σε δούλους να συμμετέχουν στο στενό του κύκλο -σε τρανταχτή αντίθεση με την ελιτίστικη κατεύθυνση της πλατωνικής Ακαδημίας και του αριστοτελικού Λυκείου.
Κατοπινά, διάφοροι δυσφημιστές προσπάθησαν να ενσπείρουν την προκατάληψη ή να ξεσηκώσουν αντίδραση κατά των επικούρειων, συκοφαντώντας τους ως ακόλαστους και τρυφηλούς’ όμως μαρτυρίες από πρώτο χέρι παρουσιάζουν έναν Επίκουρο που «η καλωσύνη του προς όλους ήταν ανυπέρβλητη», έναν Επίκουρο που διατηρούσε θερμότατες σχέσεις με την οικογένεια και τους αφοσιωμένους οπαδούς του.
Ένας -εχθρικός- βιογράφος παραδέχεται ότι ο Επίκουρες μοίραζε τρόφιμα στους μαθητές του τις μέρες που η Αθήνα βρισκόταν υπό πολιορκία, κάνοντας πράξη τις θεωρίες του περί φιλίας.
Το αληθινό πνεύμα του Κήπου διαφαίνεται σε μία επιγραφή που υπήρχε στην είσοδό του, για να καλωσορίζει όσους έρχονταν: Ω ΞΕΝΕ, ΕΔΩ ΚΑΛΟ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΡΟΝΟΤΡΙΒΗΣΕΙΣ‘ ΕΔΩ ΤΟ ΥΨΗΛΟΤΕΡΟ ΑΓΑΘΟ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΗΔΟΝΗ.
Η λογοτεχνική παραγωγή του Επίκουρου και των στενών συνεργατών του ήταν τεράστια’ 42 έργα του Επίκουρου κυκλοφορούσαν ευρύτατα (μεταξύ τους το μνημειώδες ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ, σε 37 τόμους, απ’ το οποίο δεν έχουν σωθεί παρά λίγα αποσπάσματα), καθώς και 12 βιβλία του Μητρόδωρου και 4 του Πολύαινου.
Τα έργα του Επίκουρου έπιαναν 300 τόμους (κυλίνδρους), αριθμός που δεν ξεπεράστηκε από κανένα φιλόσοφο της εποχής του (πάντας υπερβαλλόμενος πλήθει βιβλίων – Διογ. Λαέρτιος).
Ο Επίκουρος πέθανε το 270, από πέτρα στα νεφρά που του προκάλεσε επώδυνη επίσχεση ούρων και δυσεντερία.
Τις τελευταίες ώρες της ζωής του, έγραψε ένα συγκινητικό γράμμα στον παλιό μαθητή του Ιδομενέα:
«Τούτη την ευτυχισμένη μέρα, την τελευταία της ζωής μου, σου γράφω το παρακάτω γράμμα.
Οι συνεχείς πόνοι στην κύστη και στην κοιλιά έχουν φτάσει στο απροχώρητο. Όμως όλα αυτά τ’ αντιμετωπίζω με τη χαρά που νιώθει η ψυχή μου καθώς αναθυμούμαι τις συζητήσεις που κάναμε μαζί.
Να φανείς άξιος της στάσης που από νεαρός τήρησες απέναντι στη φιλοσοφία και σε μένα και να φροντίσεις τα παιδιά του Μητρόδωρου.»
Τον βρήκε ο θάνατος μέσα σε μια χάλκινη μπανιέρα με χλιαρό νερό’ λίγο πριν ξεψυχήσει, ζήτησε να πιει λίγο ανέρωτο κρασί, και με την τελευταία του πνοή παράγγειλε στους μαθητές του να θυμούνται τα δόγματά του: Χαίρετε και μέμνησθε τα δόγματα’ τουτ’ Επίκουρος ύστατον είπε φίλοις το έπος αποφθίμενος (Δ.Λ. 16).
Εισαγωγή: D.S. Hutchinson.
Mετάφραση: Γιάννης Αβραμίδης,
Μετάφραση λατινικών: Πέτρος Οικονόμου.
Εκδόσεις Θύραθεν
* Σύμφωνα με τον βιογράφο Διογένη Λάερτιο, ο φιλόσοφος Επίκουρος γεννήθηκε κατά το τρίτο έτος της εκατοστής ενάτης ολυμπιάδος, στις επτά του μηνός Γαμηλιώνος