Πέθανε ο αρχαιολόγος Ευάγγελος Κακαβογιάννης. Μεγάλη η συνεισφορά του στην ανάδειξη των αρχαιοτήτων του Λαυρίου

Στη γη που υπηρέτησε, στα χώματα που ο ίδιος ανέσκαψε αφιερώνοντας ολόκληρη τη ζωή του, στο Λαύριο θα ταφεί ο αρχαιολόγος Ευάγγελος Κακαβογιάννης. Η νεκρώσιμος ακολουθία θα τελεστεί στον ιερό ναό Αγίας Παρασκευής, σήμερα, Τρίτη ώρα 4.30 μ.μ.

Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων σε ανακοίνωσή του, μεταξύ άλλων, αναφέρει:

«Ο Βαγγέλης Κακαβογιάννης, παράδειγμα σεμνού και αυτοδημιούργητου αρχαιολόγου, αγωνίστηκε μέσα από δύσκολα και πολλές φορές δυσερμήνευτα για άλλους σκάμματα και ιδίως στους δύσκολους εργαστηριακούς αρχαιολογικούς χώρους του Λαυρίου, γέννημα θρέμμα και ο ίδιος του τόπου της εργατιάς των μεταλλωρύχων, διδάσκοντας εμάς τους νεότερους αλλά και παλαιότερους συναδέλφους του μεθοδολογία ανασκαφής και μελέτης του υλικού, δηλαδή το Α και το Ω της αρχαιολογίας.

Αυστηρός με τον εαυτό του αλλά με την υπομονή και την καλοσύνη του πραγματικού δασκάλου για τους άλλους, μάς μάθαινε ότι οι ανασκαφές δεν είναι προσωπική μας περιουσία, ότι τα ευρήματα πρέπει να δημοσιεύονται και να μοιράζονται στους ειδικούς για να γίνονται κτήμα όλων και προπάντων της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας.

Άοκνος μελετητής και πιστός εργάτης της αρχαιολογίας, ιδίως εκείνης της δύσκολης των εργαστηρίων, εκεί δηλαδή που παράγεται η τέχνη μέσα από τον μόχθο και την σκληρή δουλειά, δεν κυνήγησε αξιώματα, δάφνες και τίτλους ούτε υπέκυπτε στους ισχυρούς κατά τα άλλα τοπικούς παράγοντες ή τα μεγάλα συμφέροντα ατόμων ή εταιρειών.

Την σεμνότητα και το ήθος που τον χαρακτήριζε από τα πρώτα χρόνια της υπηρεσιακής του καριέρας διαπιστώσαμε όλοι μας και κατά το σύντομο, δυστυχώς, χρονικό διάστημα που υπηρέτησε στη Ρόδο και όταν διετέλεσε Διευθυντής Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, πριν από την αφυπηρέτησή του από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, ύστερα από την πολυετή του δόκιμη και σκληρή δουλειά στον χώρο.

Στον συνάδελφο και δάσκαλό μας Βαγγέλη Κακαβογιάννη δεν άρεσαν τα πολλά λόγια και οι τιμητικές θέσεις. Άρεσε μόνον η δουλειά, η σκληρή δουλειά και η μελέτη, η ταξινόμηση του υλικού και η προετοιμασία του για την πολυπόθητη δημοσίευση. Αν τον είχαμε περισσότερο κοντά μας, όσοι από εμάς τον ζήσαμε, θα είχαμε πετύχει περισσότερα, θα είχαμε δημοσιεύσει περισσότερο και η ελληνική αρχαιολογία θα ήταν πλουσιότερη.

Ο ίδιος με το έργο του την θεράπευσε έως το τέλος και από τη δική του πλευρά την κατέστησε αναμφισβήτητα πλουσιότερη.

Χρέος μας τώρα είναι να συνεχίσουμε κι εμείς το δικό του παράδειγμα ήθους, σεμνότητας, αξιοπρέπειας και αντίστασης στα κάθε είδους ίδια συμφέροντα που βλέπουν την Αρχαιολογική Υπηρεσία ως εχθρό και εμπόδιο στο κατά τα άλλα καταστροφικό τους έργο για το δημόσιο αγαθό που προστατεύουμε βάσει του Συντάγματος, για να συνεχίσει να υπάρχει και για τις επόμενες γενιές.

Περήφανος ο ίδιος για την οικογένεια που αφήνει πίσω του, την γυναίκα του την Όλγα, το ίδιο εργατική, άξια και ακούραστη συνάδελφό μας και τους γιούς του, Χρήστο και Εύθυμο μας αποχαιρετά για πάντα αλλά θα μας συντροφεύει με το μεγάλο επιστημονικό του έργο και τις διδαχές του περί ήθους και αξιοπρέπειας».

Συλλυπητήριο μήνυμα του υπουργού Πολιτισμού

O υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Αριστείδης Μπαλτάς εκφράζει τη θλίψη του για την αναπάντεχη απώλεια του επίτιμου διευθυντή αρχαιοτήτων Ευάγγελου Κακαβογιάννη. Ο θάνατός του αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, την οποία υπηρέτησε με ζήλο και σεβασμό καθ’ όλη τη διάρκεια της υπηρεσιακής του θητείας.

Υπήρξε εργάτης της επιστήμης, υπηρέτης του πνεύματος, υπόδειγμα ήθους, ένα φωτεινό παράδειγμα για τα στελέχη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και όλο τον ακαδημαϊκό κόσμο.

Πολύτιμος συνεργάτης και υποστηρικτής του στάθηκε η σύζυγός του Όλγα Κακαβογιάννη, επίσης επίτιμη διευθύντρια αρχαιοτήτων στην οποία η πολιτική ηγεσία και όλο το προσωπικό του ΥΠΠΟΑ απευθύνουν τα θερμά συλλυπητήριά τους.

Ο Ευάγγελος Κακαβογιάννης γεννήθηκε το 1938 στο Λαύριο. Εργαζόταν και σπούδαζε παράλληλα, προσπαθώντας να ακολουθήσει το όνειρό του, που ήταν η αγάπη του για την αρχαιολογία. Αναδείχθηκε σε έναν διακεκριμένο αρχαιολόγο, ο οποίος εργάστηκε με σεβασμό και υπευθυνότητα σε ανασκαφές σε όλη σχεδόν την Ελλάδα: Αν. Μακεδονία, Κυκλάδες, Μεσσηνία, Δωδεκάνησα, Έδεσσα, Θεσσαλία, Αττική.

Υπηρέτησε στη Ρόδο, στην Έδεσσα, στον Βόλο και στην Αττική. Από το 2000 και ως τη συνταξιοδότησή του διετέλεσε Διευθυντής Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στο Υπουργείο Πολιτισμού.

Το έργο με το οποίο ταυτίστηκε ιδιαίτερα ήταν η μελέτη των αρχαίων μεταλλείων και μεταλλουργικών εγκαταστάσεων της Λαυρεωτικής. Συγκεκριμένα, μελέτησε τους τύπους των αρχαίων πλυντηρίων του μεταλλεύματος και γενικά την αρχαία μεταλλευτική και μεταλλουργική δραστηριότητα της περιοχής.

Ενδεικτικό είναι το θέμα της διδακτορικής του διατριβής «Μέταλλα εργάσιμα και συγκεχωρημένα», που είναι αφιερωμένο στη λειτουργία και την κρατική οργάνωση των μεταλλείων του Λαυρίου κατά τους κλασικούς χρόνους. Επιπλέον, σε αυτόν οφείλεται η δημιουργία του Ορυκτολογικού Μουσείου του Λαυρίου το 1986, από την Εταιρεία Μελετών Λαυρεωτικής, της οποίας υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος. Ιδιαίτερη, τέλος, ήταν η συμβολή του στη μελέτη και ανάδειξη του Δήμου του Αρχαίου Μυρρινούντος, στη Μερέντα Μαρκοπούλου, όπου η αρχαιολογική σκαπάνη ξετύλιξε μια από τις πτυχές της διαχρονικής ζωής της αττικής αυτής γωνιάς.

Η επιστημονική του κατάρτιση δεν περιορίστηκε σε θέματα αρχαιολογικά. Ασχολήθηκε με θέματα που αφορούν στην ιστορία, τα νεώτερα μνημεία και τη φύση. Σημαντικές είναι οι μελέτες του για το Ρήγα Βελεστινλή, τις σχέσεις του Λαυρίου με τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον δημιουργό του νεώτερου Λαυρίου Ανδρέα Κορδέλλα.