Ευάγγελος Γούμενος
Διευθυντής 1ου Γυμνασίου Παλλήνης
Η εκφώνηση ενός πανηγυρικού λόγου αποτελεί πανάρχαιη ελληνική παράδοση. Το ίδιο παλιά είναι η συνήθεια των ομιλητών να αποδίδουν στην έλλειψη ικανού χρόνου προετοιμασίας την αντικειμενική τους αδυναμία να αναμετρηθούν με το έργο των προγόνων.
Ωστόσο, αυτό το επιχείρημα δεν πρέπει να διατυπώνεται, ούτε να γίνεται αποδεκτό σε περιόδους εθνικών κρίσεων σαν τη σημερινή, γιατί όσοι είμαστε στη μέση ηλικία οφείλουμε να γνωρίζουμε το έργο των προγόνων μας, δεδομένου ότι έχουμε την ευθύνη να προετοιμάσουμε νέους ικανούς να διαβούν τις δικές τους συμπληγάδες.
Το κύρος της φράσης του Ευριπίδη «ευτυχισμένος αυτός που γνωρίζει την ιστορία» περιορίζεται από το γεγονός πως για τις πράξεις του παρελθόντος υφίστανται διαφορετικές εκτιμήσεις, πως την εποχή του διαδικτύου διαβάζουμε συχνά ανεξακρίβωτες απόψεις, από το γεγονός, ακόμη, πως σε δυσχερείς περιόδους οι άνθρωποι απορρίπτουν συλλήβδην ό,τι υφίσταται.
Καλούμαι να εκφωνήσω τον πανηγυρικό της 25ης Μαρτίου και η σκέψη μου επηρεάζεται από το γεγονός πως απευθύνομαι σε νέους που γνωρίζουν, πρόωρα ίσως, πως κάποιοι Έλληνες συνεργάζονταν με τους Οθωμανούς και πως αρκετοί αγωνιστές του ‘21 πάσχιζαν πιο πολύ για το συμφέρον τους παρά για την πατρίδα τους.
Ενημερώνονται ακόμη πως οι πρόγονοί τους, πριν καν ελευθερωθούν, σήκωσαν οι μισοί τα όπλα εναντίον των άλλων μισών. Όλα αυτά είναι αλήθεια και δεν έχει κανένα νόημα να τα αρνούμαστε, οδηγούμενοι σε λογοκρισία της ιστορίας.
Η σημερινή τάση αποδόμησης των πάντων, που οδηγεί στην αθώωση και ταυτόχρονα στην αγιοποίηση της όποιας επιλογής, έρχεται απλά να ενισχύσει τις συνέπειες της απόκρυψης της μισής αλήθειας. Γιατί τη ρήση του εθνικού μας ποιητή «εθνικόν είναι ότι είναι αληθές», δεν την τηρήσαμε αρκούντως.
Στον αντίποδα των προαναφερθέντων γεγονότων θα μπορούσε κανείς να σημειώσει πως η Μπουμπουλίνα έδωσε όλη της την περιουσία για την επανάσταση και ότι ο Διάκος προτίμησε να τον σουβλίσουν παρά να αλλαξοπιστήσει.
Ότι ο Νικηταράς πέθανε πάμπτωχος, ή ότι οι Σουλιώτισσες έσυραν τον χορό της αξιοπρέπειας προτού κατακρημνιστούν στον Ζάλογγο. Αν το χρέος και η αξιολόγηση της κάθε γενιάς προέκυπτε από την αριθμητική υπεροχή ηρωικών ή λιπόψυχων πράξεων, θα είχε νόημα μια τέτοια αντιπαράθεση περιστατικών.
Για να μην ανακυκλώνεται στη σκέψη μας το θέμα της στάσης φορέων και προσώπων την περίοδο της τουρκοκρατίας, αλλά και της ελληνικής επανάστασης, ας το ξεκαθαρίσουμε εξαρχής:
Η διερεύνηση κάθε περιόδου πρέπει να γίνεται νηφάλια και όχι για τη δημιουργία εντυπώσεων.
Για παράδειγμα, από διάφορους κληρικούς το πλήθος των εξουσιών και δικαιωμάτων που είχε η εκκλησία χρησιμοποιήθηκε συχνά αξιόμεμπτα, όπως, π.χ. με την οικονομική εκμετάλλευση ή τον αφορισμό διαφωνούντων.
Θα πρέπει, όμως, να συναξιολογήσουμε και το γεγονός πως η χριστιανική θρησκευτική ταυτότητα διατήρησε την ιδιαιτερότητα των υπόδουλων Ρωμιών και ότι χάρη στην εκκλησία η ελληνική εξαπλώθηκε, μετατρεπόμενη σε επίσημη γλώσσα όλων των υπόδουλων χριστιανών.
Όσον αφορά στους προεστούς, πράγματι, και πολλοί από αυτούς πλούτισαν εις βάρος των απλών ανθρώπων, όπως και αρκετοί αρματολοί. Δεν πρόκειται για μοναδικό φαινόμενο.
Η κοινωνική συνοχή είναι το ζητούμενο και όχι το δεδομένο, οι κοινωνικές αντιπαλότητες αποτελούν διαχρονικό γνώρισμα της ελληνικής ιστορίας, και τον πιστότερο, ίσως, μηχανισμό κατανόησης της ανθρώπινης πορείας.
Σημειωτέον ότι το γεγονός πως τα περισσότερα από αυτά τα πρόσωπα πρωτοστάτησαν κατά την επανάσταση δε λειτουργεί σαν συγχωροχάρτι για τον πρότερο ή μεταγενέστερο βίο τους. Ο καθείς κρίνεται από τις αρχές που υπηρετεί κάθε στιγμή.
Στην κοινωνία υπάρχουν ταυτόχρονα και ο Εφιάλτης και ο Λεωνίδας και ο Πήλιος Γούσης και ο Μάρκος Μπότσαρης. Η διαφορά είναι πως οι πρώτοι παραμένουν στην ιστορία σαν παράδειγμα αποφυγής, ενώ οι δεύτεροι σαν πρότυπο προσφοράς και θυσίας.
Το ζητούμενο είναι με ποιες αρχές και αξίες πορευόμαστε. Ζητούμενο είναι η ανεύρεση της ενοποιού δύναμης, που όχι απλά υπερνικά τον ατομικισμό, αλλά, πολύ περισσότερο, διασφαλίζει τη συνέχεια ενός έθνους.
Γιατί ακόμη κι αν δεχτούμε πως βασικό ζητούμενο σε μια σύγχρονη κοινωνία είναι η ανεκτικότητα, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι τα εθνικά επιτεύγματα είναι συλλογικά δημιουργήματα, τουτέστιν υφίσταται ένα κοινά αποδεκτό σημείο αναφοράς ακόμη και μεταξύ αυτών που διαφωνούν.
Πολύ πρώιμα, ο Αισχύλος μάς δίνει μια πρώτη απάντηση για το είδος αυτής της υπέρτατης συνεκτικής δύναμης. Τη νίκη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ο ποιητής, σύγχρονος των γεγονότων, αποδίδει με τη φράση:
«εμπρός τέκνα των Ελλήνων ελευθερώστε την πατρίδα, τα παιδιά και τις γυναίκες σας, ελευθερώστε τους βωμούς των θεών και τα μνήματα των πατέρων σας. Νυν υπέρ πάντων αγών».
Παρελθόν, παρόν και μέλλον σχηματίζουν μια συνεχή αλυσίδα στη σκέψη του ποιητή, η μια γενιά γίνεται κριτής της άλλης, το πρόσκαιρο ατομικό εξαφανίζεται μπροστά στο διαχρονικό συλλογικό. Ο Αισχύλος δε μιλά για Αθηναίους ή Λακεδαιμόνιους, για τον Θεμιστοκλή ή τον Ευρυβιάδη, μιλά για Έλληνες, μιλά για τη δύναμη της πίστης σ’ αυτό που ονομάζουμε κοινή πατρίδα.
Μιλώντας, λοιπόν για το 1821 πρέπει να αποφύγουμε τον κίνδυνο να αντιπαραβάλλουμε ριψάσπιδες με αγωνιστές.
Η 25η Μαρτίου 1821, ήταν το αποτέλεσμα διεργασιών τις οποίες δεν πρέπει να λησμονούμε, αν επιθυμούμε να αντλήσουμε διδάγματα ωφέλιμα για την αντιμετώπιση των σημερινών εθνικών δυσχερειών. Δε θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να θεωρούμε πως το διάστημα 1453 – 1821 αποτελεί νεκρό χρόνο για τους υπόδουλους προγόνους μας, επειδή βασικό μέλημά τους ήταν η επιβίωση.
Σε ένα περιβάλλον αλλόθρησκης πολιτικής εξουσίας, οι Ρωμιοί αντιπάλευαν μύρια προβλήματα, με βασικότερα αυτά των φόρων, του παιδομαζώματος και των βίαιων, συχνά, εξισλαμισμών.
Απέναντι σ’ αυτούς τους κινδύνους οι υπόδουλοι συσπειρώθηκαν γύρω από τη θρησκεία τους και εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο το αυτοδιοικητικό πολιτικό σύστημα των Οθωμανών.
Οι εξελίξεις αυτές διαμόρφωσαν κάποιες ισορροπίες ανάμεσα σε Οθωμανούς και Ρωμιούς, οι οποίες εξασφάλιζαν μεν την επιβίωση των δεύτερων, σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν ήταν ικανές να τους οδηγήσουν στην ελευθερία.
Ο σπόρος της λευτεριάς άρχισε να ζεσταίνεται μετά το 1750, ως συνισταμένη πολλών παραγόντων, με βασικότερο αυτόν του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Οι άνθρωποι δεν προσδοκούν πλέον, αλλά διεκδικούν. Αποδίδουν την κοινωνική και πολιτική κατάσταση, όχι σε θείο σχέδιο, αλλά σε ανθρώπινες επιλογές και συμφέροντα.
Παράλληλα, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός επαναξιολογείται και γίνεται γνωστός στους υπόδουλους από εγχειρίδια περιηγητών και μελέτες Ευρωπαίων ιστορικών. Ως αποτέλεσμα, στις παροικίες της Ευρώπης ιδρύονται ελληνόγλωσσα σχολεία και οι απόδημοι Ρωμιοί αρχίζουν να αποκτούν ελληνική εθνική ταυτότητα.
Για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνεται η φράση του Ισοκράτη «Έλληνες θεωρούνται πολύ περισσότερο όσοι έχουν την ίδια παιδεία μ’ εμάς, παρά την ίδια καταγωγή».
Κι ακόμη, στη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία οι πλούσιοι ελληνόφωνοι αισθάνονται χρέος τους πρωταρχικό την ίδρυση σχολείων και την προώθηση της θύραθεν παιδείας.
Οι μορφωμένοι υπόδουλοι αισθάνονται σαν να ανακάλυψαν την πατρογονική τους ρίζα και δίνουν στα παιδιά τους αρχαία ελληνικά ονόματα.
Διαμορφώνεται μ’ όλα αυτά και εξαπλώνεται το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, με πρωτεργάτες τον Βούλγαρη, τον Σταγειρίτη και τον Κοραή, που έθεσε σκοπό της ζωής του να γνωρίσουν οι σύγχρονοι Έλληνες τους Αρχαίους προγόνους τους.
Μια τρίτη συνιστώσα που οδήγησε στην επανάσταση ήταν η οικονομική ανάπτυξη των υπόδουλων. Εκμεταλλευόμενοι διακρατικές συνθήκες και διεθνείς καταστάσεις, οι υπόδουλοι Έλληνες απέκτησαν αξιόλογο κανονιοφόρο εμπορικό στόλο.
Κι ακόμη, εμπορικά καραβάνια από τη βόρεια Ελλάδα όργωναν τα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη. Σ’ αυτό το συνεχές πηγαινέλα ναυτικοί και έμποροι γνωρίζουν, αποδέχονται, μεταφέρουν και διαδίδουν στους συντοπίτες τους τα μηνύματα για ελευθερία, ισότητα και εδαφική εθνική υπόσταση.
Χωρίς να λησμονούμε τους εμπειροπόλεμους Κλέφτες και Αρματολούς, που αποτέλεσαν τον βασικό κορμό των ενόπλων σωμάτων των επαναστατών, δεν μπορούμε παρά να αναφερθούμε στο καθοριστικό έργο της Φιλικής Εταιρίας.
Οι ατελέσφορες εξεγέρσεις των Ελλήνων, υποκινημένες από τους Δυτικούς ή τους Ρώσους, οδήγησαν στο συμπέρασμα πως ένας αποτελεσματικός ξεσηκωμός δεν μπορούσε παρά να στηρίζεται στους ίδιους τους Έλληνες.
Η έμπρακτη εφαρμογή αυτής ακριβώς της ιδέας είναι η ύψιστη προσφορά της Φιλικής Εταιρίας. Ένωσε κάτω από τον κοινό σκοπό της απόκτησης ελληνικού εθνικού κράτους κοινωνικές ομάδες με αντικρουόμενα συμφέροντα και συγκρότησε ένα διάσπαρτο δίκτυο επαναστατικών πυρήνων.
Το σύνθημα της εξέγερσης έδωσε ο Υψηλάντης τον Φεβρουάριο του ‘21 από τη Μολδοβλαχία, κι αμέσως μετά, με μπροστάρη τον Παπαφλέσσα, εκδηλώθηκαν αλυσιδωτά επαναστατικά κινήματα σε όλον τον ελλαδικό χώρο. Στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα, στην Κρήτη, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, κι ακόμη στα νησιά του Αιγαίου. Η φλόγα της λευτεριάς δεν έχει πια σταματημό.
Μολαταύτα, ο αγώνας μόλις άρχιζε και η αμέσως επόμενη σκηνή ήταν τα πρώτα αντίποινα από τους Οθωμανούς. Προληπτικές σφαγές Ελλήνων σε μέρη που δεν είχαν ακόμη ξεσηκωθεί, όπως στην Κύπρο, στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρήκε τον θάνατο δι’ απαγχονισμού και ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄.
Όμως, η ροή του ποταμού δεν μπορούσε να αναστραφεί, όσο και αν αυξανόταν η θηριωδία των Τούρκων, όπως για παράδειγμα με την ολοκληρωτική καταστροφή της Κάσου ή τη σφαγή 30.000 κατοίκων της Χίου.
Χάρη στη στρατηγική ικανότητα πολεμαρχών, όπως του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, ή του Κανάρη, αλλά και τον αμνημόνευτο θάνατο χιλιάδων απλών ανδρών και γυναικών, οι Έλληνες έκαναν πράξη για τους ίδιους και παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές τον στίχο του Ρήγα «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
Υπάρχει και μια άλλη αξιοθαύμαστη πλευρά της επανάστασης. Η έναρξη του αγώνα βρίσκει την Ευρώπη να κυριαρχείται από τον πολιτικό συντηρητισμό. Οι Μεγάλες Δυνάμεις έχουν δηλώσει την κατηγορηματική τους αντίθεση σε κάθε ενέργεια που θα έθετε σε κίνδυνο την ισχύουσα κατάσταση.
Ως αποτέλεσμα στις αρχές της επανάστασης καταγράφονται περιστατικά κατάληψης ελληνικών πολεμικών πλοίων από αντίστοιχα των Μεγάλων Δυνάμεων.
Σταδιακά, οι επαναστάτες, έχοντας επίγνωση των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων, κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν σε τέτοιο βαθμό τις διαφορές τους, ώστε το 1827 οι στόλοι Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας διασφάλισαν την ελευθερία της Ελλάδας με τη ναυμαχία στο Ναυαρίνο. Ο λόγος; Η σύμπτωση των συμφερόντων Ελλάδας και Μεγάλων Δυνάμεων.
Στη μεταστροφή αυτή των Ευρωπαϊκών δυνάμεων σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και το κίνημα του φιλελληνισμού που στηρίχθηκε στον θαυμασμό του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, στον φιλελευθερισμό και τον ρομαντισμό.
Ενδεικτικά, ο Άγγλος ποιητής Σέλεϊ έγραφε το 1822: «Είμαστε όλοι Έλληνες. Οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία μας, οι τέχνες μας, έχουν όλα τις ρίζες τους στην Ελλάδα».
Υφίσταται όμως και η άλλη, η σκοτεινή πλευρά της ελληνικής επανάστασης.
Σχεδόν αμέσως με την έναρξή της, οι κορυφαίοι του αγώνα διαγκωνίζονται και συγκρούονται για την προώθηση του προσωπικού τους συμφέροντος σε τέτοιο βαθμό, ώστε, παράλληλα με την εξιστόρηση της απελευθέρωσης, να μπορούμε να κάνουμε λόγο και για την ιστορία των εμφυλίων πολέμων των Ελλήνων.
Είναι ενδεικτικό πως την έλευση του Καποδίστρια κάλυπταν οι κανονιοβολισμοί όχι των πανηγυρισμών, αλλά των εμφυλίων συγκρούσεων, τη δε εξόδιο ακολουθία του προκάλεσε η επιθυμία να διατηρήσουν οι τοπάρχες την ισχύ τους έναντι και του ελληνικού κράτους.
Οι εμφύλιες διαμάχες ήταν τόσο συνηθισμένες και προκαλούσαν τόση απογοήτευση, που ο Σολωμός έγραφε «σαν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει λευτεριά».
Αυτή ήταν η αρχή της ελικοειδούς πορείας του ελληνικού κράτους. Άλλοτε με ηρωικές στιγμές και άλλοτε με δυσάρεστα γεγονότα, το πλοίο της Ελλάδας έφτασε ως τα σήμερα, ευρισκόμενο και πάλι σε δυσχερή θέση.
Πολιτική κρίση, οικονομική καταβαράθρωση, πνευματικό αδιέξοδο, κοινωνική αποσάθρωση. Επειδή κατά τον πλέον αντικειμενικό, ίσως, ιστορικό, τον Θουκυδίδη, δεν επαναλαμβάνεται η ιστορία, αλλά ο τρόπος με τον οποίο δρουν οι άνθρωποι, μεσούσης της κρίσης μπορούμε να διακρίνουμε και πάλι την έκφανση αντιτιθέμενων συμπεριφορών: εμφυλιοπολεμικές κορόνες από τη μια και προσπάθειας εθνικής συνεννόησης από την άλλη, κοινωνικός αυτοματισμός και κινήματα αλληλεγγύης, λεκτική κατακεραύνωση των ισχυρών κρατών και προσπάθεια ‘σύμπλεξης’ συμφερόντων, ιδιότυπος ελληνικός απομονωτισμός και ευρωπαϊκή πορεία.
Σήμερα, ο ατομικός βίος, λόγω του πλήθους των ερεθισμάτων, φαντάζει πολύ σύντομος, κι αυτό μας ωθεί συχνά σε ωφελιμιστικές συμπεριφορές.
Μη λησμονούμε, όμως, πως μιλάμε για τη διαχρονικότητα του ελληνικού έθνους. Είναι αντίφαση να επικαλούμαστε τη θυσία απλών και επωνύμων αγωνιστών του ‘21 και να προκρίνουμε την ατομική μας ανέλιξη. Η φράση του Μακρυγιάννη «είμαστε στο εμείς και όχι στο εγώ» έχει διαχρονική αξία και εξαρτάται από μας η έμπρακτη εφαρμογή της.
Εν κατακλείδι, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων, η συμπεριφορά των ανθρώπων δεν είναι μονόπλευρη. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Καραϊσκάκης, «όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω γίνομαι διάβολος».
Το ζητούμενο είναι εμείς ποια από τα γεγονότα της 25ης Μαρτίου θα προκρίνουμε και με ποια κριτήρια. Οι ήρωες του ’21 δε γεννήθηκαν ήρωες. Ήταν άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που πάσχιζαν για την επιβίωσή τους.
Όταν στην αρχαιότητα οι Πέρσες πρόσβαλαν τα ιδανικά της ελευθερίας και της φιλοπατρίας, οι Έλληνες απάντησαν σωματικά με τον Μαραθώνα και πνευματικά με τον Παρθενώνα. Όταν το ’21 τα ίδια ιδανικά έκαψαν τα σωθικά τους, πολέμησαν και δημιούργησαν κράτος ελεύθερο.
Η αισχύλεια φιλοπατρία, λοιπόν, αποτελεί τη δύναμη που συνέχει και εμπνέει τους Έλληνες σε διαφορετικής μορφής κάθε φορά αγώνες, έως τώρα. Αυτό που είναι ανάγκη να συγκρατήσουμε από το έπος του ‘21 είναι πως χωρίς κριτική συμπόρευση με τις σύγχρονες εξελίξεις γινόμαστε παρωχημένοι, χωρίς παιδεία επιστρέφουμε στον μεσαίωνα, χωρίς γνώση του παρελθόντος μας δεν έχουμε μέλλον, χωρίς ενότητα και διεκδικήσεις εντός ορίων δεν έχουμε αύριο.
Οι πρόγονοί μας έκαναν το χρέος τους, τώρα είναι η δική μας σειρά.