Η διηγηματογραφική συλλογή του Δημήτρη Πετσετίδη (1940-2017) πρέπει να είναι ένα από τα τελευταία έργα Ελλήνων πεζογράφων που υπήρξαν (έστω και σε παιδική ηλικία) μάρτυρες της απαίσιας βίας των Γερμανών στην Κατοχή και των συγκρούσεων του ελληνικού εμφυλίου.
Την αναπλάθει τουλάχιστον στα μισά από τα 21 διηγήματα της συλλογής που κυκλοφόρησε δύο χρόνια μετά τον θάνατό του. Η Λακωνία, από όπου κατάγεται, υπήρξε θύμα άγριων γερμανικών αντιποίνων επί του άμαχου πληθυσμού στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και στον Εμφύλιο υπήρξε θέατρο ιδιαίτερα αιματηρών συμπλοκών ανάμεσα στους αριστερούς αντάρτες και στις δυνάμεις του εθνικού στρατού.
Ο Σπαρτιάτης συγγραφέας υπήρξε διηγηματογράφος της χαμηλής φωνής. Με φράση λιτή και ουδέτερο τόνο, υπό διαρκή συναισθηματικό περιορισμό και αυστηρό συγκινησιακό έλεγχο, υποβάλλει μιαν ένταση, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής ανακαλεί αναμνήσεις από την παιδική και άγουρη εφηβική ηλικία.
Αποθηριωμένοι άνθρωποι, αναίτιοι φόνοι, ύπουλες ενέδρες, προδοτικοί χαφιέδες· μαυροσκούφηδες που επιτίθενται, διαπόμπευση γερμανόφιλων συνεργατών, αντάρτες που δεν παραδίδονται. Και ανάμεσα, δολοφονίες για ξεκαθάρισμα λογαριασμών, τρομοκρατία, βασανιστήρια, ξύλο. Και οι περιπέτειες δεν τελειώνουν.
Οι πόλεμοι περνούν, μένει όμως η τρομοκρατία των νικητών μαζί με τη μετανάστευση. Οι άνθρωποι ξενιτεύονται σε πολύ μακρινούς τόπους –Καναδά, Αμερική, Αυστραλία– και η ελληνική επαρχία θλιβερά ερημώνει.
Ο Δημήτρης Πετσετίδης υπήρξε ο πρώτος από τους μεταπολιτευτικούς πεζογράφους που επανέφερε στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 τη θεματολογία της εμπόλεμης βίας στις διηγηματογραφικές συλλογές «Δώδεκα στο δίφραγκο» (1986) και «Το παιχνίδι» (1991).
Ακολούθησαν ο Βασίλης Γκουρογιάννης με το «Ασημόχορτο ανθίζει» (1992) και ο Τάσος Χατζητάτσης με τους «Εντεκα σικελικούς εσπερινούς» (1997). Τα έργα τους φάνηκαν τότε κάπως εκτός μόδας. Τι ήθελαν και ζωντάνευαν περιπέτειες που η ελληνική ζωή είχε αφήσει πολλά χρόνια πίσω; Ποιο το νόημα να ξαναθυμόμαστε ιστορίες που έμοιαζαν ξεχασμένες;
Η διηγηματογραφία του Δημήτρη Πετσετίδη ήταν, ωστόσο, εκείνη που εγκαινίασε την πεζογραφία που έμελλε αργότερα να γνωρίσει μεγάλη δόξα στην ευρωπαϊκή ήπειρο ως η «λογοτεχνία του τραύματος».
Διότι στα τέλη του 20ού αιώνα έγινε κατανοητό πως οι πληγές που άφησαν πίσω τους η ευρωπαϊκή και η εθνική βία δεν επουλώθηκαν. Και δεν αφορούσε μονάχα όσους έζησαν τα απαίσια γεγονότα, αλλά και τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Διότι, έχοντας αποθηκεύσει στη μνήμη το άγχος και τη θλίψη των γονιών τους, τα παιδιά κατέληξαν να υιοθετήσουν τα συναισθήματά τους. Με αποτέλεσμα οι απόγονοι όσων επέζησαν από τις εξολοθρευτικές συγκρούσεις και δεν μίλησαν ποτέ γι’ αυτές, να συνδέονται τόσο στενά με τις αναμνήσεις θυμάτων και θυτών, ώστε σε ακραίες περιπτώσεις να αποκτούν και οι ίδιοι κάτι σαν μνήμη των απαίσιων συμβάντων.
Επρόκειτο για τραυματικές εμπειρίες που προηγήθηκαν της γέννησης, μεταδόθηκαν όμως με τόση ενάργεια και ένταση, ώστε να φαίνονται ωσάν πρωτογενείς αναμνήσεις, γι’ αυτό και ονομάστηκαν κληροδοτημένη μνήμη, προσθετική μνήμη, απούσα μνήμη, σβησμένη μνήμη, μνήμη της στάχτης – ή αλλιώς μεταμνήμη.
Ομως, δεν ήταν μόνον τα παιδιά των επιζώντων που απέκτησαν κληροδοτημένη μνήμη, αλλά και οι συνομήλικοί τους, καθώς οι καταστροφικές ιστορίες μεταβιβάζονται και μέσω της κουλτούρας, και αναμεταφραζόμενες σε συλλογική εμπειρία μετατρέπονται σε πολιτισμικό τραύμα.
Η ελληνική «λογοτεχνία του τραύματος» άνθησε στις δεκαετίες του 2000 και του 2010 σε πολυάριθμα κείμενα των Δ. Νόλλα, Μ. Δούκα, Ν. Δαβέττα, Β. Τσιαμπούση, Μ. Φάις, Β. Μπούτου, Ελ. Χουζούρη, Μ. Πολιτοπούλου, Ηλ. Μαγκλίνη, Κ. Χαρπαντίδη, Χ.Α. Χωμενίδη, Θ. Σκρουμπέλου, Κ. Καβανόζη, Κ. Ακρίβου, Κ. Βούλγαρη, Λ. Μαυρόπουλου, Μ. Γαβαλά κ.ά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΣΕΤΙΔΗΣ
Μακριά από το ποτάμι
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 153
Αναδημοσίευση: Καθημερινή/ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΟΤΖΙΑ