“Τα πάντα ρει” – Βασίλι Γκρόσμαν σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα

Ο Βασίλι Γκρόσμαν είναι, για όσους δεν γνωρίζουν, ο συγγραφέας του αριστουργηματικού “Ζωή και πεπρωμένο” που συγκαταλέγεται στα κορυφαία μυθιστορήματα του πολύκροτου και άστατου 20ου αιώνα, ενός αιώνα που βάφτηκε με αίμα και θάνατο για να εξυπηρετήσει τις διαθέσεις αδίστακτων εξουσιαστών που καρπώθηκαν την εξουσία και ανελίχθηκαν σε μία εποχή ανασφαλή και επισφαλή.

Ένας από αυτούς τους αιμοσταγείς “ηγέτες” ήταν και ο Στάλιν, ο οποίος κατόρθωσε στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση να καταπατήσει ελευθερίες και να επιβάλει με όρους δικούς του μία πολιτική συνθήκη απολυταρχικής φύσεως και το χειρότερο να εμπνεύσει χιλιάδες κόσμου να τον εμπιστευτούν και να τον ακολουθήσουν χωρίς όρους και κανόνες.

Ο Γκρόσμαν που γεύτηκε όλα αυτά τα πικρά και τα θλιβερά είναι ένας πραγματικός αντιστασιακός, ένας πολεμιστής της ανελευθερίας και της υποταγής.

Τόσο με τα γραπτά του, όσο και με την πολυετή δράση του στο μέτωπο, κατάφερε να μεταδώσει την βαναυσότητα και την ανηθικότητα του “έργου” του Ιωσήφ Στάλιν και να καταθέσει την απάνθρωπη αντιμετώπιση χιλιάδων ανθρώπων που σφαγιάστηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή εξοντώθηκαν εις το όνομα ενός πουκάμισου αδειανού όπως έλεγε και ο δικός μας Σεφέρης.

“Τα πάντα ρει” δεν είναι ένα απλό μυθιστόρημα , εμπεριέχει ψήγματα μαρτυρίας από τον καιρό των διώξεων και των βασανιστηρίων στα στρατόπεδα εξορίας, είναι σαφέστατα μία καταγραφή του συνόλου της πολυετούς καταστροφικής Σταλινιάδας αν μπορούμε να αποκαλέσουμε με αυτό τον νεολογισμό τα έργα και τις ημέρες αυτού του δικτάτορα που αναλώθηκε στην υπεράσπιση της εξουσίας του με κάθε τίμημα ρημάζοντας ζωές.

Ο Γιώργος Μπλάνας, που έχει αναλάβει εδώ όπως και στο “Ζωή και πεπρωμένο” την εξαιρετική μετάφραση, αναφέρει στον μικρό πρόλογό του: “Για τον Γκρόσμαν ο Στάλιν δεν ήταν δικτάτορας, αλλά ιερέας και αυτό ακριβώς ήταν που έκανε τα έργα και τις ημέρες του αποτρόπαια. Δεν υποδούλωσε μόνο μία κοινωνία, αλλά προσπάθησε να την κάνει να πιστέψει πως την απελευθέρωσε”.

Αυτή λοιπόν η κοινωνία, τους ανθρώπους της οποίας ο Γκρόσμαν περιγράφει εδώ σε στιγμές απόγνωσης και προφανούς απογοήτευσης, ανέμενε από τον “επαναστάτη” και αναμορφωτή Στάλιν την αναγέννηση της Ρωσίας, την αλλαγή που τόσα χρόνια στερήθηκε από τα διάφορα πολιτικά τερτίπια των επονομαζόμενων ηγετών και αναρχοθεωρητικών.

Αυτούς άλλωστε ο Στάλιν αντιμαχόταν και τελικά τους περισσότερους από αυτούς τους δολοφόνησε για να μπορέσει να εδραιώσει την δική του κυριαρχία και να κυβερνήσει ανενόχλητος και μόνος.

Δυστυχώς όμως φρούδες οι ελπίδες αποδείχθηκαν και εδώ ο Γκρόσμαν αναλύει με γλαφυρότητα, ωμότητα και αλήθεια που πολλές φορές είναι ανελέητα σκληρή τις συγκυρίες εκείνες, τις απάνθρωπες συνθήκες, τον πόλεμο ενάντια στον καθημερινό άνθρωπο, τον άνθρωπο του μόχθου και του πραγματικού αγώνα.

Ο ίδιος ο Μπλάνας προσθέτει χαρακτηριστικά: “Και εδώ οι περιγραφές ανθρώπων και καταστάσεων διαθέτουν τον ρεαλισμό του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ. Και εδώ ο συγγραφέας κατανοεί τους πάντες και τα πάντα”.

Ο Σταλινισμός είχε τέτοιες ρίζες ισχυρές που δεν υπήρχε περίπτωση να ανατραπεί εύκολα καθώς ο ίδιος ο Στάλιν είχε εξασφαλίσει σχεδόν την αθανασία του και βασίλευε ενώ διαιρούσε.

Εκείνο όμως που είναι εκπληκτικά ραδιούργο και ασύλληπτο στον ανθρώπινο νου είναι το μίσος που είχε για τον μέσο άνθρωπο που τον είχε εμπιστευτεί και ήταν μέλος του κόμματος ενώ στην πορεία θα γινόταν ο νούμερο ένα εχθρός και θα αποτελούσε απειλή.

Αν και γρανάζι του κομματικού μηχανισμού θεωρούνταν κάθε στιγμή εχθρός του ίδιου του κράτους γιατί σε ένα τέτοιο καθεστώς όλοι είναι εν δυνάμει εχθροί και πρέπει να εξολοθρεύονται για να παραμείνει το σταλινικό τέρας ζωντανό.

Ο Γκρόσμαν περιγράφει ανθρώπους που δεν γνώριζαν για ποιον λόγο καταδίκαζαν, για ποιο σκοπό κυνηγούσαν αθώους ανθρώπους, με ποια λογική ατίμαζαν επιστήμονες και διανοούμενους. Και όταν ήρθε η ώρα της απολογίας τους αποδείχθηκε πως οι εντολές εκτελούνταν τυφλά, χωρίς καμία συναίσθηση και χωρίς κανένα ίχνος συνείδησης για αυτό που έπρατταν.

Οι άνθρωποι που ο Στάλιν εξόντωνε είχαν όλοι ημερομηνία λήξης και ήταν ρούχα που όταν δεν τα χρειαζόταν πια τα πέταγε στον κάλαθο των αχρήστων.

Οι άνθρωποι του κόμματος ήταν αφοσιωμένα στρατιωτάκια που κινούνταν σαν μαριονέτες υπό τις οδηγίες του “πατερούλη”, κανένας δεν τολμούσε να φέρει αντίρρηση, κανείς δεν αντιδρούσε.

Στο βιβλίο αυτό εκτός των άλλων παρακολουθούμε και τη ζωή του Ιβάν Γκριγκόριεβιτς που ανήκε στους πολέμιους του καθεστώτος, ένας άνθρωπος που γύρισε από το μέτωπο όταν πια ο Στάλιν είχε πεθάνει και καταθέτει τις αναμνήσεις του από τα περίφημα Γκούλαγκ, αυτά τα περίφημα στρατόπεδα συγκέντρωσης που περιγράφει και στο “Ζωή και πεπρωμένο”.

Ο Ιβάν, είναι ένας άλλος Γκρόσμαν, ίσως και ο ίδιος, ένας άνθρωπος καταπονημένος, βασανισμένος, εξαθλιωμένος αλλά περήφανος για την εσωτερική νίκη που κατάφερε εναντίον του Γολιάθ. Ένας μικρός Δαβίδ που κατατρόπωσε το τέρας αντιστεκόμενος με κάθε του δύναμη ενάντια στην υποταγή και τον συμβιβασμό.

Ο Ιβάν ξαναβρίσκει τον εαυτό του και τους οικείους και μέσα από την αφήγησή του κατανοεί κανείς τα ανοιχτά τραύματα και τις ανεπούλωτες πληγές τριάντα χρόνων που του στοίχισαν μία ζωή φυσιολογική. Ο Γκρόσμαν αναφέρει έκδηλα την πικρία του λέγοντας το παρακάτω:

“Στη διάρκεια των χιλίων χρόνων της ιστορίας της, η Ρωσία είχε δει πολλά σπουδαία πράγματα. Στη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου, η χώρα είχε δει παγκόσμιες στρατιωτικές νίκες, απέραντα εργοτάξια, ολόκληρες καινούργιες πόλεις, φράγματα στον Δνείπερο και τον Βόλγα, κανάλια που ένωσαν διαφορετικές θάλασσες. Η χώρα είχε δει επιβλητικά τρακτέρ και ουρανοξύστες… Μόνο ένα πράγμα υπήρχε που δεν είχε δει η Ρωσία στη διάρκεια αυτής της χιλιετίας: ελευθερία”.

“Είναι ευκολότερο να σκοτώσεις έναν εχθρό από το να σκοτώσεις έναν φίλο”.

“Πως ήταν δυνατόν όλοι αυτοί οι πίνακες να παραμένουν ωραίοι όπως πάντα ενόσω αυτός μεταμορφωνόταν σε γέροντα, έναν γέροντα από τα στρατόπεδα; Γιατί αυτοί δεν άλλαζαν; Γιατί οι έξοχες Μαντόνες και τα πρόσωπά τους δεν γερνούσαν;

Πως γινόταν και τα μάτια τους δεν γέμιζαν δάκρυα; Ίσως η αιωνιότητα τους να μην ήταν πλεονέκτημα αλλά αδυναμία; Μήπως έτσι πρόδιδαν τα ανθρώπινα όντα που τις δημιούργησαν;”.

  • Το βιβλίο του Βασίλι Γκρόσμαν, Τα πάντα ρει, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη.

Ποιος ήταν ο Βασίλι Γκρόσμαν;

Ο Γκρόσμαν γεννήθηκε το 1905 στην Ουκρανία, στη μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα της Ανατολικής Ευρώπης.

Σπούδασε Χημεία και δούλεψε σε ορυχεία ως σχεδιαστής μέτρων εργατικής ασφάλειας, στο Περιφερικό Ινστιτούτο Παθολογίας της Ουκρανίας και στο Τμήμα Χημείας της Ιατρικής Σχολής «Στάλιν». Τα πρώτα του έργα ήταν διηγήματα για τον εμφύλιο πόλεμο και τη ζωή των ανθρακωρύχων.

Το 1933 γνωρίστηκε με τον Μαξίμ Γκόρκι και τον Μιχαήλ Μπουλγκάκοβ, που τον βοήθησαν να εκδώσει το πρώτο του μυθιστόρημα. Στις εκκαθαρίσεις του 1937, χάθηκαν πολλοί φίλοι και συγγενείς του.

Με την κήρυξη του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή… Ναι, ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας του Κόκκινου Στρατού «Ερυθρός Αστέρας». Πολέμησε στο Στάλινγκραντ μέχρι και την τελευταία μέρα. Παρασημοφορήθηκε και προβιβάστηκε σε αντισυνταγματάρχη. Ήταν ένας από τους πρώτους ανταποκριτές που μπήκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης του Μαϊντάνεκ και της Τρεμπλίνκα.

Ως συγγραφέας δεν ήρθε σε σύγκρουση με το καθεστώς, πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα είχε κερδίσει τη συμπάθεια των κομματικών παραγόντων. Μετά τον πόλεμο όμως, σταμάτησε να αναγνωρίζει οποιαδήποτε ιστορική, οικονομική και κοινωνική αναγκαιότητα, που υπαγόρευε την πολιτική της εξουσίας.

Παρόλα αυτά, η σύγκρουσή του με το καθεστώς περιορίστηκε στην απαγόρευση ορισμένων έργων του. Άλλωστε ήταν ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης και σε γενικές γραμμές δεν απέρριπτε την ιδέα της κομμουνιστικής οργάνωσης της κοινωνίας.