Η πραγματεία του Γάλλου φιλοσόφου των ιδεών Pierre-Andre Taguieff που φέρει τον τίτλο “Ο εξτρεμισμός και τα είδωλα του. Επίκαιρες σκέψεις για τον τζιχαντισμό, την άκρα δεξιά, τον αντισημιτισμό, τον λαϊκισμό και τη συνωμοσιολογία”, φιλοδοξεί να είναι κάτι περισσότερο από μία απλή παράθεση σκέψεων για τις έννοιες που παρατίθενται στον τίτλο.
______________
Σίμος Ανδρονίδης
υπ. διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών Α.Π.Θ
______________
Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί ό,τι η μετάφραση του καθηγητή στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Ανδρέα Πανταζόπουλου, εναργώς αναδεικνύει και αποδίδει στα ελληνικά την πολιτική-θεωρητική σκέψη του Taguieff, που, εν προκειμένω, στην Ελλάδα και στα εκδοτικά πράγματα έχει καταστεί γνωστός για τις περί λαϊκισμού αναλύσεις στις οποίες και έχει προβεί.
Το βιβλίο περιλαμβάνει πέντε παράλληλα δοκίμια που εξετάζουν διεισδυτικά πολιτικοϊδεολογικές ιδέες και θεωρητικά σχήματα που άπτονται αυτού που δύναται να αποκαλέσουμε πολιτικό φαινόμενο εν ευρεία εννοία.
Εξ αρχής, ο Γάλλος διανοητής αποδίδει στον λόγο που αρθρώνει τα ίδια χαρακτηριστικά μίας ‘πολεμικής’ προς ό,τι ορίζεται ως μονοσήμαντη ανάγνωση και συνθηματολογία, θέτοντας ως διακύβευμα την αμφισβήτηση στερεοτυπικών προσεγγίσεων μη διστάζοντας να αναφερθεί και στην Αριστερά και στις προσεγγίσεις της.
Η ανάλυση του εκκινεί από την μελέτη του εξτρεμισμού, πλαίσιο που όμως δεν επιδιώκει να το κατατάξει σε μία συγκεκριμένη κατηγορία, με βάση μία επιγενόμενη τυπολογία, όσο να αναδείξει τα εν πολλοίς ετερόκλητα στοιχεία που συνθέτουν τον εξτρεμισμό προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση εκ των έσω ρηγμάτωσης της έννοιας της ‘άκρας δεξιάς’ που έχει καταστεί κοινότοπη, αναπαραγόμενη πολιτικά όσο και δημοσιογραφικά, αποκτώντας παράλληλα και διάφορες χρήσεις.
Χρησιμοποιώντας έναν δόκιμο λόγο, με αξιώσεις επιστημονικότητας (επιστημονικό δοκίμιο), ο συγγραφέας προσδιορίζει, ενίοτε και εμπρόθετα την ‘άκρα δεξιά,’ αναδεικνύει ενώπιον του αναγνώστη τον απλοϊκό τρόπο με τον οποίο και χρησιμοποιείται ως ένα ιδιαίτερο είδος ‘πολεμικής’ και καταγγελίας (δύναται να πούμε ‘αβασάνιστα’), σημασιοδοτώντας τους όρους συγκρότησης της, ορίζοντας έναν καταστατικό πυρήνα: βία και πολιτικοϊδεολογική μισαλλοδοξία.
Και πάλι όμως, αυτά τα στοιχεία δεν αρκούν για τον συγγραφέα, στο βαθμό που εξτρεμισμός ακροδεξιάς φοράς, αντλεί από διάφορα έως διαφορετικά μοτίβα, ‘κατασκευάζοντας’ αναπαραστάσεις ‘υπεροχής’ και μία σειρά από ‘αξίες’ συναρθρώνοντας το πολιτικό με το πολιτισμικό στοιχείο, ανάγοντας την βία, την πολιτική βία σε μορφή ‘αφήγησης.’
Δίχως να εμμένει σε ένα συγκεκριμένο σημείο, ο Taguieff, εκκινώντας από την περί εξτρεμισμού θεώρηση, μεταβαίνει στη μελέτη των σύγχρονων μορφών δημαγωγίας όπως αρθρώνεται ή αλλιώς, ‘ενσαρκώνεται’ σε διάφορα πολιτικά πρόσωπα (Μπόρις Τζόνσον/ Ντόναλντ Τραμπ), υπό το πρίσμα όχι της ρητορικής τους ‘δεινότητας,’ αλλά, αντιθέτως, των εγκλήσεων που προβάλλουν και που τους επιτρέπει να ομιλούν ταυτόχρονα για τον ‘λαό’ και για τα ‘δίκαια’ του, υπερβαίνοντας τον ταυτόχρονα, εξυψωμένοι στη σφαίρα του ‘ιδανικού καθοδηγητή’: του ‘φίλου’ και του ‘καθοδηγητή’ με θέα προς ό,τι απειλεί την ταυτοτική υπόσταση του ‘λαού’ και του ‘λαϊκού’ που συνιστούν ‘καθαγιασμένο’ δια του λόγου και της πρακτικής, δίπολο.
Μέσω αυτών, προσφέροντας διεισδυτικές αναλύσεις για την παρουσία του ριζοσπαστικού ισλάμ, ή αλλιώς, του τζιχαντισμού και της ‘ελκτικότητας’ που αυτό δύναται να προσφέρει με σημείο αναφοράς την εγκαθίδρυση του ‘Χαλιφάτου’ (βλέπε την δράση του ‘Ισλαμικού Κράτους’ στα εδάφη της Συρίας και του Ιράκ), και ενός πλέγματος ιδεών που κανονικοποιούν ιδιαίτερα την αίσθηση του ‘λυτρωτικού’ για τον ίδιο τον μαχητή, θανάτου (Ισλαμιστική μεσσιανικότητα), εντοπίζοντας παράλληλα και υπόγειες συγκλίσεις μεταξύ αριστερών οργανώσεων και αντίστοιχων Ισλαμιστικών, ως προς το περιεχόμενο του σύγχρονου αντι-αμερικανισμού.
Επεξεργαζόμενος την υπάρχουσα βιβλιογραφία, ο Taguieff εστιάζει στον αντισημιτισμό και στις σύγχρονες μορφές του, υπενθυμίζοντας ό,τι αποτελεί ‘απειλή’ και για τη σημερινή Ευρώπη, από την στιγμή όπου αναπαράγεται με φυγό-κεντρο δυναμική, θέτοντας στο προσκήνιο τον ρόλο του ‘μοχθηρού’ Εβραίου που δεν ‘έχει μάθει,’ νοηματοδοτώντας το βάρος, στις σύγχρονες δημοκρατίες, των θεωριών συνωμοσίας. Του συνωμοσιολογικού λόγου εν γένει, ζήτημα ιδιαίτερα ενδιαφέρον από την στιγμή όπου και υιοθετείται ως άξονας ερμηνείας για την διασπορά του κορωνοϊού, ευρύτερα, για την πανδημική κρίση.
Ο συνωμοσιολογικός λόγος οριοθετεί εκ νέου την πανδημία ως ‘εκ των άνω κατασκευή,’ παραθέτει ή, διαφορετικά τιθέμενο, ομνύει σε μία περιπτωσιολογία που αποδίδει έμφαση σε πρόσωπα (Bill Gates), και γεγονότα (η αναγκαιότητα χρήσης μάσκας στην Ελλάδα), προσλαμβάνει ό,τι ‘συμβαίνει’ ως στοχοποίηση της υπόστασης του έθνους, των ‘ιερών και των οσίων’ του, (εδώ δεν καταγγέλλεται γενικά η παγκοσμιοποίηση, αλλά οι ‘ισχυροί’ που εμπαίζουν και εξαπατούν), προσλαμβάνοντας τον μαζικό θάνατο που επιφέρει η πανδημία ως απλή ‘υποσημείωση,’ αφενός μεν στα ‘κιτάπια’ του φόβου που ‘χτίζουν,’ και, αφετέρου δε, εν σχέσει με προηγούμενες πανδημίες ή με τον αριθμό των νεκρών από εποχική γρίπη.
Ο θάνατος προσεγγίζεται υπό μία συγκριτική προοπτική, μετεξελίσσεται σε ‘αριθμολαγνεία,’ που στην ουσία της, συνιστά μία οιονεί υποβάθμιση έως απαξίωση της ανθρώπινης ζωής.
Η ανάλυση του Taguieff, προσφέρει ένα θεωρητικό όσο και πολιτικό υπόβαθρο για την θεώρηση της συνωμοσιολογίας, εγγράφει χρήσιμα παραδείγματα όπου και όταν χρειάζεται (βλέπε 11η Σεπτεμβρίου 2001), ενώ επίσης δύναται να αναγνωσθεί παράλληλα με την διαμόρφωση του αντισημιτισμού και του ιστορικού αντι-Εβραϊσμού (ο ‘Εβραίος ως ‘θύτης’), στη Γαλλία αλλά και ευρύτερα.
Βέβαια, στο κεφάλαιο περί αντισημιτισμού, εκ-λείπει μία αναφορά στο σημαίνον εθνικοσοσιαλιστικό-ναζιστικό πολιτικοϊδεολογικό και ιστορικής χροιάς, αντισημιτισμό, στην αναπαράσταση του ‘Εβραίου’ ως ‘θανάτου’ για τον ‘άλλον,’ τον Γερμανό και τον Ευρωπαίο, κάτι που θα επέτρεπε μία περισσότερο σφαιρική αποτύπωση του φαινομένου με πυρήνα τον ναζιστικό αντισημιτισμό και την εξόντωση των Εβραίων.
Στην αρχή αυτού του κειμένου, σημειώθηκε πως η πραγματεία φιλοδοξεί να είναι κάτι περισσότερο από απλή παράθεση ιδεών.
Και αυτό θεωρούμε ό,τι ο Γάλλος ακαδημαϊκός το πετυχαίνει, αποφεύγοντας τις ‘παγίδες’ της κοινοτοπίας και δίδοντας στην πραγματεία του όψεις ενός εγχειριδίου, ενός σύγχρονου εγχειριδίου πολιτικών επιστημών, αφού πρώτα έχει καταπιαστεί με το πολιτικό φαινόμενο της περιόδου της μετα-νεωτερικότητας (Χαρίκλεια Παντελίδου).
__________________
(1) Taguieff Andre-Pierre, ‘Ο εξτρεμισμός και τα είδωλα του. Επίκαιρες σκέψεις για τον αντισημιτισμό, τον τζιχαντισμό, την άκρα δεξιά, τον αντισημιτισμό, τον λαϊκισμό και τη συνωμοσιολογία,’ Πρόλογος-Μετάφραση-Επιμέλεια: Πανταζόπουλος Ανδρέας, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2017.
(2) Ενέχει θεωρητικό ενδιαφέρον να ειπωθεί το ό,τι, εάν για τον Taguieff έστω και υπόγεια, μέσω των κειμενικών συμφραζομένων, αναδεικνύεται η σημασία του ορθολογισμού στην πολιτική, τότε, για τον συνταγματολόγο Ξενοφών Κοντιάδη, ο οποίος και αναφέρεται στον πολιτικό λόγο της Σοσιαλδημοκρατίας, αξιακά-πολιτικά ‘χρήσιμη’ καθίσταται η προσφυγή σε έναν λελογισμένο συναισθηματισμό ως ‘εργαλείο’ αντιμετώπισης των πάσης φύσεων συναισθηματικών-συγκινησιακών αναφορών που αναπαράγονται στη δημόσια σφαίρα, πολιτικά.
(3) Σε αυτό το σημείο της ανάλυσης, απουσιάζει μία συστηματικότερη επεξεργασίας της Ισλαμιστικής βίας και των συμβολισμών που αυτή αποκτά.