Ο καρκίνος του προστάτη είναι o πιο συχνά εμφανιζόμενος καρκίνος στους άνδρες. Υπολογίζεται ότι περισσότερα από 100.000 άτομα στη δύση να χάνουν τη ζωή τους από τη νόσο, εκ των οποίων πάνω από 1.000 άνδρες στην Ελλάδα.
Παρότι ο προστατικός καρκίνος εμφανίζεται σε προχωρημένη ηλικία και έχει αργή ανάπτυξη στην πλειοψηφία των περιπτώσεων -απόδειξη αποτελεί το γεγονός ανακάλυψης της ύπαρξης της νόσου μετά θάνατον ο οποίος έχει επέλθει για λόγους ανεξάρτητους από τον καρκίνο του προστάτη- υπάρχουν μορφές της νόσου που είναι επιθετικές, δίνουν μεταστάσεις και είναι θανατηφόρες, ακόμα και σε νεαρότερα άτομα.
Επομένως, ο μόνος τρόπος προστασίας είναι ο τακτικός προληπτικός έλεγχος, που περιλαμβάνει τη μέτρηση του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA) και τη δακτυλική εξέταση. Σε περίπτωση υποψίας και ανάγκης για περαιτέρω διερεύνηση διενεργείται βιοψία του προστάτη», εξηγεί ο χειρουργός ουρολόγος-ανδρολόγος Δρ. Ευάγγελος Ζαχαράκης . «Μέχρι σήμερα ως παράγοντες κινδύνου έχουν αναγνωριστεί -εκτός από την ηλικία- η κληρονομικότητα, η διατροφή και ο τρόπος ζωής», συμπληρώνει.
Επίσης, επιδημιολογικές μελέτες είχαν παρατηρήσει ότι υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της σεξουαλικής ωρίμανσης σε μικρότερη ηλικία και του υψηλότερου κινδύνου για καρκίνο του προστάτη, αλλά οι δείκτες της σεξουαλικής ωρίμανσης στα αγόρια είναι συχνά ανακριβείς.
Για το λόγο αυτό ο καθηγητής David Neal από το Πανεπιστήμιο του Cambridge και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν γενετικούς δείκτες, προκειμένου να αξιολογήσουν τη σεξουαλική ωρίμανση. Η μέθοδος αυτή είναι πιο αξιόπιστη από την παραδοσιακή χρήση των φυσικών εφηβικών αλλαγών, η οποία είναι ανακριβής.
Οι ερευνητές αφού εντόπισαν τα γονίδια που θα μπορούσαν να δείξουν τη σεξουαλική ωρίμανση, ενημέρωσαν κατόπιν κάθε συμμετέχοντα για το πόσα από αυτά τα γονίδια είχε. Η μέτρηση της σεξουαλικής ωρίμανσης με γενετικούς δείκτες επέτρεψε τελικά την αποκάλυψη της αιτιώδους σχέσης της εισόδου στην εφηβεία σε μικρότερη ηλικία και του αυξημένου κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου του προστάτη αργότερα στη ζωή.
Ο καθηγητής Neal δήλωσε ότι η έρευνα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, διότι έχει δείξει έναν νέο τρόπο εξέτασης των παραγόντων κινδύνου που επιτρέπουν τον καθορισμό περισσότερων πιθανών σχέσεων αιτίας – αποτελέσματος.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η σχέση μεταξύ γενετικών παραγόντων που επηρεάζουν την είσοδο των αγοριών στην εφηβεία και καρκίνου του προστάτη θα μπορούσε να οφείλεται στην επίδραση της πρώιμης και παρατεταμένης αύξησης των επιπέδων των ορμονών, οι οποίες αλλάζουν κατά την εφηβεία.
Η πρόληψη αποτελεί το κλειδί «αν θέλουμε να δούμε μείωση του αριθμού των ανδρών που αναπτύσσουν τη νόσο», πρόσθεσε ο καθηγητής David Neal.
Υπάρχουν ακόμα πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τους τρόπους πρόληψης του καρκίνου του προστάτη, επισήμανε ο έτερος ερευνητής καθηγητής Richard Martin, από το Πανεπιστήμιο του Bristol. Ωστόσο, τα αποτελέσματα της μελέτης που συνδέουν τη σεξουαλική ωρίμανση με τον κίνδυνο για καρκίνο του προστάτη θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη συμπλήρωση κάποιων κενών στις γνώσεις των ειδικών.
Συμπλήρωσε ότι αυτό που θα μπορούσε να συνδέει την έναρξη της εφηβείας σε νεαρότερη ηλικία με τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη είναι οι επιδράσεις των αυξητικών και ανδρικών ορμονών, πιθανότητα που θα πρέπει να εξεταστεί λεπτομερέστερα σε μελλοντική έρευνα.
Συναρπαστικά χαρακτήρισε τα αποτελέσματα της έρευνας και η Δρ. Παναγιώτα Μήτρου, διευθύντρια χρηματοδότησης ερευνών στο World Cancer Research Fund. Ωστόσο υπάρχει ανάγκη εμβάθυνσης της γνώσης για το θέμα, όπως διευκρίνισε.
«Εάν επιβεβαιωθεί ότι το κλειδί για την αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του προστάτη στους άνδρες που μπήκαν στην εφηβεία σε μικρότερη ηλικία είναι οι αυξητικές ορμόνες, θα είναι δυνατή η ανάπτυξη και εφαρμογή κάποιων παρεμβάσεων στα παιδιά, οι οποίες θα συντελούσαν στην υγιή ανάπτυξή τους και θα λειτουργούσαν ως ασπίδα προστασίας ενάντια στον καρκίνο του προστάτη στην ενήλικη ζωή και ιδιαίτερα της επιθετικής μορφής του.
Ακόμα όμως και στην περίπτωση που προκύψει, η ριζική προστατεκτομή προσφέρει στο 92% των ασθενών 10ετή επιβίωση από τον συγκεκριμένο λόγο, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό, και συνολικό ποσοστό επιβίωσης 77%, σύμφωνα με πραγματοποιηθείσες αμερικανικές μελέτες, σε αντίθεση με 88% και 52% αντίστοιχα για τους ασθενείς που προχωρούν σε ακτινοθεραπεία χωρίς να έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση», επισημαίνει ο Δρ. Ευάγγελος Ζαχαράκης.