Κώστας Ρομποτής. Ένας έφηβος 84 ετών!

Κώστας Ρομποτής. Ένας έφηβος ετών 84!

Το αφιέρωμα στον Κώστα Ρομποτή δημοσιεύθηκε στον “Νεολόγο” της 25ης Ιουνίου 2014. Η συνέντευξη ελήφθη από τον συνεργάτη της εφημερίδας, Κώστα Μποζώνα. Οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του συνεντευξιαζόμενου.

Ετοιμάζεστε για ταξίδι στην Καππαδοκία. Πώς το αποφασίσατε σε τέτοια ηλικία ;

Ήταν όνειρο της γυναίκας μου. Έχουμε ταξιδέψει σε πολλές χώρες. Έχουμε φτάσει μέχρι το βόρειο Ακρωτήριο – 3.000 χλμ. πάνω από το Όσλο, οι δύο μας, με το αυτοκίνητό μας. Στην Καππαδοκία πηγαίνουμε γιατί έχει ακόμη Ελληνισμό, μνημεία όπου θέλουμε να τα γνωρίσουμε. Επίσης, έχουμε επισκεφθεί σχεδόν όλη την Ευρώπη, εκτός Πολωνίας που αν και προσπαθήσαμε δεν τα καταφέραμε. Αίγυπτο, Μαρόκο και βέβαια όλη την Ελλάδα.

Σας παρακαλώ, μου λέτε πάλι την ηλικία σας ;

Είμαι ογδόντα τεσσάρων ετών….

Τί είναι αυτό που εσάς και την σύζυγό σας, σας κρατά τόσο ακμαίους ;

Δεν παραιτηθήκαμε ποτέ από τη ζωή. Δεν θεωρήσαμε ότι έχουμε γεράσει. Προσπαθούμε να κάνουμε πολλά από όσα κάναμε πριν από χρόνια και ευτυχώς τα καταφέρνουμε. Μας βοηθάει η υγεία μας που είναι ακόμη καλή, διαφορετικά θα μπορούσαν όλα να ανατραπούν. Να τονίσω ότι είμαστε συντηρητικοί στα πάντα. Δεν τρώμε πολύ, δεν πίνουμε πολύ, δεν καπνίζουμε και το σημαντικότερο, προσπαθούμε να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο.

Ποιό είναι το κίνητρο για να μην παραιτηθεί κάποιος από τη ζωή;

Να έχει θέληση να ζήσει πολλά χρόνια και να ονειρεύεται για τα παρακάτω. Να βάζει στόχους.

Η παιδική σας ηλικία, πώς ήταν ;

Γεννήθηκα στην Παλλήνη 14 Φεβρουαρίου του 1930. Βέβαια τότε δεν υπήρχε ο Αγ. Βαλεντίνος (….γέλια…..). Η ζωή ήταν πολύ διαφορετική. Σκεφτείτε ότι μιλάμε 10 χρόνια πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το σπίτι όπου γεννήθηκα ήταν σπίτι κολλήγων – ένα δωμάτιο και μια αποθηκούλα. Οι κολλήγοι ήταν οι εργάτες του τσιφλικά της Παλλήνης. Τσιφλίκι 16.000 στρεμμάτων, όπου ο πατέρας μου ήταν διευθυντής – επιστάτης, οινολόγος. Έφτιαχνε τα κρασιά όλου του «κτήματος». Λεγόταν Ρομποτής ή Ζαχαράτος. Το 1930 η Παλλήνη αριθμούσε 830 κατοίκους. Το κέντρο της τωρινής Παλλήνης ήταν κτήματα με αγκινάρες. Στο σπίτι μας λοιπόν ζήσαμε οκτώ παιδιά – ήμασταν 11 στο σύνολο, τρία απεβίωσαν πολύ μωρά. Εγώ ήμουν ο τελευταίος της οικογένειας. Οι συνθήκες ζωής ήταν πολύ απλές και πολύ διαφορετικές από ό,τι σήμερα. Παπούτσια φορούσα μόνο Χριστούγεννα – Πάσχα και όποτε τον χειμώνα είχε πολύ κρύο. Παπούτσια δεν είχαμε όλοι στην οικογένεια και χρησιμοποιούσα τα ρούχα του μεγαλύτερου αδελφού, που ήταν φυσικά φθαρμένα. Ένα τζάκι υπήρχε για να ζεσταινόμαστε όλοι.

Από πολύ μικρή ηλικία δουλεύαμε. Από 8 χρονών ξεκίνησα στα κτήματα. Είχαμε αμπέλια. Το αλέτρι όργωνε και εγώ μάζευα την αγριάδα. Έσκαβα όπου άφηνε το αλέτρι. Σκαλίζαμε για να σπείρουμε κουκιά, ρεβίθια. Φροντίζαμε τα ζώα, μαζεύονταs χόρτα.

Πέρναμε το γάλα, το μαλλί, το κρέας, ήταν απαραίτητα για να επιβιώσουμε. Δεν υπήρχε ρεύμα, νερό, ραδιόφωνο, τίποτα απολύτως. Είχαμε μόνο 2-3 βιβλία στο σπίτι που το καθένα το είχα διαβάσει 10 φορές. Το ένα ήταν “ο λήσταρχος Καλαμπαλίκης” και το άλλο “η λεβέντισσα Μαλάμω”. Πολύ απλή ζωή και με λίγες απαιτήσεις. Δεν ξέραμε βέβαια ότι υπάρχουν και καλύτερα πράγματα. Δεν μας έλειπε εκείνο που δεν είχαμε. Η Παλλήνη είχε τότε 80% αναλφάβητους. Ο πατέρας μου θεωρείτο από τους λίγους εγγράμματους. Γνώριζε Όμηρο, ποιητές κλπ. Είχε φιλομάθεια, έτσι μας μετάδωσε την θέληση της μάθησης.

Η ψυχαγωγία σας πώς ήταν ; Πώς παίζατε σαν παιδιά;

Ήταν πολύ σοβαρή και καλύτερη σε σχέση με το παρόν. Ξυλίκι, αμπάριζα, κυνηγητό, κρυφτό. Βέβαια ήμασταν πάντα ξυπόλυτοι και στις 8 το βράδυ πηγαίναμε για ύπνο. Την επόμενη ξυπνάγαμε πολύ νωρίς – πέντε με έξι το πρωί. Το 1940 που κηρύχτηκε ο πόλεμος, πήγαινα τετάρτη δημοτικού και το σύνολο των μαθητών της Παλλήνης ήταν 70 παιδιά. Τότε συνέβη εν μια νυχτί να γίνω αρχηγός της οικογένειας. Τα τρία αδέλφια μου έφυγαν για την «πρώτη γραμμή». Με το γαϊδουράκι πήγαινα στο Νταού Πεντέλης όπου έκοβα ξύλα.

Πεινάσατε στον πόλεμο;

Ναι, αλλά όχι στο μέγεθος των Αθηναίων. Με το λίγο σιτάρι που μας άφηναν οι Γερμανοί γιατί το άλλο το παίρνανε, προσπαθούσαμε κρυφά να αλωνίσουμε και να το «σπάσουμε» με διάφορους τρόπους. Είχαμε λίγο λάδι, σιτάρι, κρασί και γάλα από τα πρόβατα. Αυτά μας έσωσαν. Ψωμί βέβαια τρώγαμε μια φέτα. Πείνα υπήρχε – την βιώσαμε στην Κατοχή. Προσπαθούσα να πουλάω λίγο κρασί στους Ιταλούς, ως αντάλλαγμα για κάποιες μπανιότες – μικρά ψωμάκια. Τρόποι επιβίωσης.

Σχολεία υπήρχαν; Πηγαίνατε;

Τα είχαν καταλάβει οι Ιταλοί. Το 1ο δημοτικό σχολείο είχε γίνει στρατόπεδο. Τότε ήταν ένα μικρό πέτρινο κτήριο. Τα θρανία μεταφέρθηκαν σε ένα κρεοπωλείο και όλες οι τάξεις κάναμε εκεί κάποιο μάθημα. Τελείωσα το δημοτικό, αλλά γυμνάσιο υπήρχε μόνο στο Χαλάνδρι.

Μετά την απελευθέρωση πηγαίναμε εγώ, η σύζυγός μου (παιδιά τότε) και ένα ακόμη παιδί στο Χαλάνδρι με τα πόδια και πάλι πίσω – 18 χιλιόμετρα. Έτσι πέρασαν τα δύο γυμνασιακά χρόνια. Τότε, οι ταλαιπωρημένοι των 18 χιλιομέτρων, ήμασταν οι πρώτοι μαθητές.

Θέλαμε τόσο πολύ να μάθουμε γράμματα που δεν μας σταματούσε τίποτα. Εγκατέλειψα το γυμνάσιο Χαλανδρίου γιατί μετά τον εμφύλιο τσακώθηκα με κάτι δεξιούς. Εγώ ήμουν αριστερός. Ο γυμνασιάρχης προέτρεψε τον πατέρα μου να με πάρει από το σχολείο, γιατί κινδύνευε η ζωή μου.

Έτσι συνέχισα στο 1ο Γυμνάσιο Αθηνών όπου τελείωσα το 1950. Κατόπιν περνάω στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, πράγμα πολύ δύσκολο για την εποχή. Πλήρωνες για να γίνει η εγγραφή. Στοίχιζε 5.000 δραχμές.

Επίσης, αγόραζες τα βιβλία που ήταν πανάκριβα. Αν δεν αγόραζες βιβλία, δεν επιτρεπόταν να δώσεις εξετάσεις. Μιλάμε για το 1951 – 1952. Δούλευα σε μπετά, έκανα τον μανάβη, ώστε να κερδίζω κάποια χρήματα για να εξασφαλίζω τα βιβλία της επόμενης χρονιάς.

Οι άνθρωποι πως διασκέδαζαν ;

Δεν υπήρχε διασκέδαση, όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Ο κινηματογράφος ήταν άγνωστος. Τηλεόραση δεν υπήρχε. Μόνο δύο πανηγύρια – ένα της Αγίας Μαρίνας το καλοκαίρι και ένα του Αγίου Τρύφωνα τον χειμώνα. Έρχονταν οργανοπαίκτες στις λιγοστές ταβέρνες. Εκεί πήγαιναν οι οικογένειες. Έτρωγαν κάτι και χόρευαν. Αυτό λεγόταν διασκέδαση. Το καλοκαίρι με το άλογο, την σούστα, πηγαίναμε για μπάνια στη Ραφήνα. Μέναμε 2-3 μέρες, όπου το θυμόμασταν όλη την υπόλοιπη χρονιά. (!) Γάμος μόνο με προικοσύμφωνο…

Οι νέοι πως γνωρίζονταν; Πώς φτάνανε στο γάμο;

Με συνοικέσια. Σημαντικό ήταν να συμφωνηθεί η προίκα. Αν η προίκα δεν ήταν ικανοποιητική, το συνοικέσιο αποτύχανε. Το περιβάλλον της Παλλήνης ήταν μικρό και λίγο πολύ όλοι γνωριζόμασταν. Υποτίθεται ότι οι νέοι γνωριζόντουσαν όταν έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο. Αλλά επαναλαμβάνω, υπήρχε πάντα το θέμα της προίκας. Τα προικοσύμφωνα έλεγαν λεπτομερώς τι θα πάρει η νύφη. Γινόταν ένα παζάρι. Αν συμφωνούσαν, προχωρούσαν.

Με συγχωρείτε, αν συμφωνούσαν, ποιοί ;

Οι γονείς κυρίως, διότι αυτοί έκαναν την συνδιαλλαγή και φυσικά οι νέοι.

Μα, πωs, …. φυσικά. Αν οι νέοι δεν συμφωνούσαν ;

Ήταν λίγο επικίνδυνο.

Γιατί ;

Συνήθως οι γονείς επέλεγαν τον γαμπρό ή την νύφη.

Διορθώστε με, αλλά δεν βλέπω να υπάρχει κάπου η ελευθερία επιλογής και η θέληση των νέων ;

Το τονίζω και πάλι, όχι. Γι’ αυτό υπήρχαν πολλά οικογενειακά δράματα. Ο πατέρας έδερνε την κόρη αν δεν συμφωνούσε στον γάμο. Οι γονείς κυρίως είχαν την πρωτοβουλία να γίνει ο γάμος ή όχι. Βέβαια πολλές κοπέλες έλεγαν το ναι για να σωθούν και τα υπόλοιπα αδέλφια που περίμεναν από πίσω για να πάρουν σειρά.

Έχω την εντύπωση ότι εσείς αποτελέσατε την εξαίρεση στον κανόνα. Σας άγγιξε το …. «χέρι του θεού»;

Ναι, εμείς αγαπηθήκαμε σφόδρα. Αυτό μας κρατάει ακόμα νέους (…γέλια….). Πηγαίναμε μαζί στο γυμνάσιο. Αυτό μας έσωσε. Μπορούσαμε να ανταλλάξουμε κάποιες κουβέντες, να γνωριστούμε, να νοιώσουμε αν ο ένας θέλει τον άλλο. Στις 21 Μαρτίου 1949, πήγαινα στην 7η γυμνασίου και ήμουν 19 ετών. Τότε είπα για πρώτη φορά στην σύζυγό μου πόσο πολύ την αγαπώ. Ήταν τόσο ανεπτυγμένη η εντιμότητά μας ώστε ξέραμε ακριβώς τί θέλαμε και κυρίως πως να το πετύχουμε. Συμφωνήσαμε να παντρευτούμε μετά από 8-9 χρόνια. Να τελειώσουμε το γυμνάσιο, να πάω στρατό, να βρω δουλειά και μετά γάμος εν έτει 1957.

Δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι κάτι θα έμπαινε ανάμεσά μας ώστε εμείς δεν θα κάναμε οικογένεια. Ήμασταν αποφασισμένοι. Όταν ζήτησα με τους γονείς μου την σύζυγό μου, δεν ζήτησα απολύτως τίποτα. Αυτό ήταν επαναστατικό για εκείνη την εποχή. Το αρνητικό της πόλης: η άναρχη δόμησή της

Μετά από τόσα χρόνια Παλληνιώτης, πώς βλέπετε την εξέλιξή της;

Δεν το συζητώ ότι ζούμε πολύ καλύτερα τώρα. Τότε δεν υπήρχε απολύτως τίποτα. Σήμερα το αρνητικό της πόλης μας είναι ότι είχε και έχει άναρχη δόμηση. Υπήρχαν οι προϋποθέσεις να μην εξελιχθεί έτσι η κατάσταση, αλλά δυστυχώς δεν έγινε για διάφορους λόγους. Μπορούσε, υπήρχαν οι δυνατότητες να είναι τώρα όπως η Φιλοθέη. Το βασικότερο που εξακολουθεί ακόμη να λείπει είναι η αποχέτευση. Η μεγάλη πληγή και έλλειψή της.

Ποιοί φταίνε γι αυτό;

Ας μην το σκαλίσουμε, σας παρακαλώ….

Οι μεγάλοι έρωτες είναι πάντα χαμένοι ;

Εμείς το διαψεύσαμε. Μετά από 65 χρόνια γνωριμίας, αγαπιόμαστε όπως και τότε. Αν απουσιάζει από το σπίτι η σύζυγός μου είναι άδειο. Μου λείπει. Είμαστε «δεμένοι». Ένας ακόμη λόγος να νοιώθουμε νέοι.

Τα όνειρά σας από ποιούς επηρεάστηκαν;

Από τον πατέρα μου θα μπορούσα να πω αρκετά. Ένα μεγάλο μέρος της φιλοσοφίας που είχα πάντα στην ζωή μου την κληρονόμησα από αυτόν. Κατάφερε να μου μεταδώσει και είμαι απόλυτα σύμφωνος ότι τα όνειρα μας πρέπει να φτάνουν μέχρι το σημείο που μπορούν να πραγματοποιηθούν. Αν τα όνειρά σου είναι άπιαστα, είσαι δυστυχής.

Όταν πριν από πολλά χρόνια αγόρασα ένα μικρό “ντεσεβό”, ήμουν ο ευτυχέστερος άνθρωπος του κόσμου.

Ποτέ δεν ονειρεύτηκα μια Mercedes, αν και κάποια στιγμή είχα την οικονομική δυνατότητα να την αποκτήσω. Τα όνειρά μου ήθελα να είναι εποικοδομητικά. Είχα δύο μικρά παιδιά, τα έστειλα σε ιδιωτικά σχολεία, έγιναν επιστήμονες.

Επομένως στην ζωή μας δεν φτάνει να θέλουμε κάτι πολύ, αλλά θα πρέπει να ξέρουμε και πως να το αποκτήσουμε.

Ακριβώς. Επαναλαμβάνω. Οι στόχοι μας πρέπει να είναι τέτοιοι που να εμπεριέχουν πάντα κάποια υπέρβαση αλλά να είναι πραγματοποιήσιμοι. Ο πατέρας μου εκείνα τα χρόνια, έλεγε: έχουμε το στάρι, το λάδι, το κρασί της χρονιάς μας, είμαστε ευτυχείς.

Αν γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, πείτε μου κάποιες στιγμές της Παλλήνης που θα θέλατε να ξαναζούσατε;

Θα ήθελα να ζούσα κάποιες στιγμές της παιδικής μου ζωής με την αθωότητα και το τότε σκεπτικό της. Το κρυφτό που παίζαμε μέσα στα χωράφια ήταν ευτυχία. Μεγαλώνοντας μου άρεσε που ήμουν πολύ καλός μαθητής στο γυμνάσιο. Η γνωριμία με την σύζυγό μου ήταν η απόλυτη ευτυχία.

Πότε η ζωή ήταν καλύτερη: τότε ή τώρα;

Φυσικά, τώρα. Μην ακούτε τίποτα άλλο. Όλοι αυτοί που λένε ότι η ζωή ήταν καλή τότε, έχουν ξεχάσει ή δεν την έχουν ζήσει.

Με τί τρόπο μπορούν γονείς να μεταδώσουν τον ενθουσιασμό ή την συγκίνηση για κάτι που νοιώθουν στα παιδιά τους ;

Φοβάμαι ότι οι γονείς έχουν απομακρυνθεί από την πραγματικότητα. Τα παιδιά έχουν μάθει ένα τρόπο ζωής μεγαλύτερο από αυτόν που μπορούμε να αντέξουμε. Ίσως και αυτό να είναι η αιτία της κρίσης που βιώνουμε. Ζήσαμε καλύτερα από ότι άντεχαν στην πραγματικότητα οι δυνάμεις μας. Το μεταδώσαμε αυτό στα παιδιά μας. Επακόλουθο αυτά να αποζητούν ένα τέτοιο τρόπο ζωής που είναι όμως ψεύτικος. Μια φούσκα που έσκασε. Δεν γνωρίζω σε τί διάσταση το έχουν αντιληφθεί αυτό τα παιδιά, οι νέοι μας.

Οι γονείς τώρα καλούνται να προσγειώσουν αυτή την νοοτροπία που μετέφεραν στα παιδιά τους. Αυτό ίσως ήταν ένα απωθημένο κατοχικό ή των μετέπειτα δύσκολων χρόνων. Στηριχτήκαμε πολύ σε υλικές αξίες. Είναι λάθος. Δίνοντας πολλά οι απαιτήσεις αυξήθηκαν σε βάρος της πραγματικής δυνατότητας και χάθηκε το όριο.

Καλό θα είναι να κάνουμε την ζωή που μπορούμε να ζήσουμε. Η ζωή είναι απλή. Λείπει η αγωνιστικότητα από τα παιδιά μας. Δυστυχώς τα παιδιά μαθαίνουν μόνο μετά από το προσωπικό μας παράδειγμα και όχι από αυτό που τους λένε ότι πρέπει να κάνουν.

Οι λύπες ή οι χαρές μας κάνουν καλύτερους;

Κάθε μια κάνει διαφορετική σχισμή στην καρδιά του ανθρώπου. Οι χαρές σε κάνουν πιο ενθουσιώδη, οι δε λύπες σε προσγειώνουν, έρχεσαι πιο κοντά στην αληθινή ζωή. Αν χάσεις ένα δικό σου άνθρωπο, πολλές φορές τότε νοιώθεις το μέγεθος της ευτυχίας που είχες πριν τον χάσεις.

Η λέξη απώλεια, τί σημαίνει για σας;

Από τις δυστυχέστερες στιγμές στην ζωή των ανθρώπων. Ιδίως αν χαθεί κάποιος νέος άνθρωπος. Δημιουργείται ένα μεγάλο τραύμα που δεν επουλώνεται με τίποτα. Ο χρόνος είναι πανδαμάτωρ. Συνηθίζεις τον πόνο. Η πίκρα όμως παραμένει. ….Εμείς, χαλάσαμε την Παλλήνη μας

Έχουμε την τάση να εξιδανικεύουμε το παρελθόν;

Ναι. Αν γυρίζαμε στην Παλλήνη των παλιότερων ετών, πολλοί θα ήταν δυστυχείς. Πολλοί κάνουν αυτή την εξιδανίκευση γιατί το συνδέουν με την ανέμελη παιδική ηλικία τους. Πολλοί συγχωριανοί μου λένε: αχ, χαλάσανε την Παλλήνη μας. Όλοι αυτοί τί έχουν κάνει όμως; Πούλησαν όλη την περιουσία τους και απέκτησαν κάποια ακίνητα όπου τα ενοικιάζουν. Εμείς, όλοι, στο σύνολο μας, χαλάσαμε την Παλλήνη, από την ανάγκη να έχουμε κάποια εισοδήματα.

Τι κερδίζει ή τί χάνει κάποιος γερνώντας;

Κερδίζει εμπειρία. Αν όσα ξέρω τώρα, τα γνώριζα όταν ήμουν νεότερος, θα ήμουν πάρα πολύ σοφός.

Επιτρέψτε μου…. Κάποια στοιχεία που χαρακτηρίζουν την νεότητα είναι ο αυθορμητισμός και η άγνοια κινδύνου. Εάν δεν υπήρχαν αυτά, θα κινδυνεύατε από νέος να ήσασταν ένας γέρος.

Σωστό αυτό που λέτε. Πάντως μεγαλώνοντας αλλοιώνεται η εξωτερική εμφάνιση, ασχημαίνεις, τα όνειρα περιορίζονται αισθητά, η ενεργητικότητα σου φθίνει, το κουράγιο μειώνεται.

Γιατί πλήττουν οι άνθρωποι;

Παραιτούνται και δεν έχουν όραμα. Ο άνθρωπος όσο ζει και είναι υγιής, πρέπει να έχει ένα όνειρο για την επόμενη μέρα.

Οι καλοί φίλοι είναι οι παλιοί φίλοι;

Οι παλιοί φίλοι δεν ξεχνιούνται ποτέ. Πολλοί τώρα δεν είναι στη ζωή και αισθάνομαι μια μοναξιά. Έχω κάνει και πιο νέες φιλίες. Δεν είναι όμως τόσο δυνατές όσο οι παλιές.

Οι συμβιβασμοί είναι απαραίτητοι στη ζωή μας ή μας απομακρύνουν από το στόχο μας;

Είναι απαραίτητοι. Αν δεν ξέρεις να συμβιβάζεσαι, σε κάποιο βαθμό βεβαίως και νομίζεις ότι μόνο εσύ έχεις δίκαιο, είναι κακό. Πρέπει να εκτιμάς και την κρίση του άλλου, έστω και εάν είναι άδικη κάποια φορά.

Όσο μεγαλώνουμε ψάχνουμε περισσότερο την ουσία των πραγμάτων;

Νεότερος τα έβλεπα περισσότερο απόλυτα, ιδίως τα πολιτικά. Τώρα όλα αυτά αμβλύνονται και θέλω να σέβομαι τις γνώμες των άλλων.

Η απόγνωση οδηγεί σε βία;

Δεν θα πρέπει αλλά οδηγεί. Η βία είναι μια διέξοδος. Πολλές φορές έχει καταστροφικές συνέπειες.

Πώς θα ορίζαμε ότι κάποιος είναι σπουδαίος άνθρωπος ; Η επιτυχία έχει σχέση μ’ αυτό;

Η επιτυχία πολλές φορές είναι μια επίδειξη. Σπουδαίος είναι ο ακέραιος άνθρωπος. Μην κάνεις στον άλλο αυτό που δεν θέλεις να κάνουν σε σένα. Σεβασμός στον συνάνθρωπο, ανεξαρτήτως θρησκεύματος.

Πότε η ζωή γίνεται γιορτή ;

Από απλά μικρο-πράγματα. Από την εξέλιξη των παιδιών σου.

Μετά από τόσα πολλά χρόνια γάμου, τί μένει;

Αλληλοσεβασμός. Αγάπη προς την οικογένεια. Αν η αγάπη είναι ειλικρινής και όχι υπολογίσιμη σε οικονομικούς όρους, παραμένει για πάντα.

Ο Παλληνέας πρέπει να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κοινό μιας και οι εποχές αλλάζουν;

Ο σύλλογος του Παλληνέα ξεκίνησε από του παλαιούς κατοίκους της πόλης μας. Έτσι δημιουργήθηκε . Το τονίζω, παλαιών κατοίκων. Τότε η Παλλήνη ήταν 50 οικογένειες. Με το πέρασμα των χρόνων, όλοι τώρα έχουν γεράσει. Οι απόγονοι αυτών που είναι πολλαπλάσιοι, δεν έχουν έρθει κοντά στον Παλληνέα. Μαζί τους θα έφερναν νέες αντιλήψεις και διάφορες ιδέες.

Κάποια στιγμή σταμάτησα να βάζω υποψηφιότητα γιατί έπρεπε να μπει νέο “αίμα” στο σύλλογο και η σκυτάλη να περάσει στους νεώτερους. Ο Παλληνέας πρέπει να αντέξει στο πέρασμα των χρόνων και να παράγει έργο. Αισθάνομαι ότι τώρα δεν μπορεί να συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο, είναι κάπως “πεσμένος”. Αν απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κοινό, όπως μου είπατε, θα πάρει άλλη μορφή, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά γιατί παρακμάζει. Άνθρωποι που ζουν στην Παλλήνη 25-30 χρόνια, θεωρούνται πλέον Παλληνιώτες.

Οι σύλλογοι έχουν και είχαν πάντα ένα σπουδαίο ρόλο. Κάθε δήμο οι σύλλογοι μπορούν να τον βοηθήσουν ή να τον σαμποτάρουν. Οι σύλλογοι πρέπει να βοηθάνε τους δημάρχους, ασχέτως αν εμείς προσωπικά τους ψηφίζουμε ή όχι. Παίζει ρόλο αυτό. Επίσης και οι δήμοι πρέπει να βοηθούν τους συλλόγους.

Από την κρίση, πώς θα βγούμε;

Ζούσαμε μια ψεύτικη ζωή. Τρώγαμε εδώ και πολλά χρόνια τα χρήματα των παιδιών μας. Μεγάλη ευθύνη έχουν οι πολιτικοί αλλά κάπου φταίμε και εμείς. Θέλει μεγάλο κόπο, προσπάθεια και υπομονή να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Θα ματώσουμε κι άλλο. Το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη. Απαιτείται πολύς χρόνος. Να παράγουμε 100 και να ξοδεύουμε 90. Όχι το αντίστροφο.

Πώς θα θέλατε να κλείσουμε τη συζήτησή μας;

Η ζωή είναι ωραία. Να το πιστεύεις μέχρι τελευταίας στιγμής. Να μας διακατέχει αισιοδοξία. Να βλέπουμε το ποτήρι πάντα μισογεμάτο. Κάθε μέρα έχει την ξεχωριστή της αξία.

Σας ευχαριστώ πολύ. Εύχομαι και στην επόμενη συζήτησή μας να είστε τόσο ακμαίος και αισιόδοξος.

Και εγώ σας ευχαριστώ. Το ελπίζω.

Ο πατέρας του Κώστα Ρομποτή, Αλέξανδρος Ρομποτής ή Ζαχαράτος

Γεννήθηκε στον Άγιο Πέτρο Λευκάδας την 4/1/1879. Στα 18 του χρόνια εργάστηκε στην Πάτρα σε γερμανικό εργοστάσιο οινοποιίας (Άμβουργερ) και σε ανάλογο εργοστάσιο στην Ελευσίνα. Μετά από ειδική εκπαίδευση έλαβε πτυχίο και άδεια ασκήσεως επαγγέλματος Οινολόγου.

Στην Ελευσίνα παντρεύτηκε την Χαρίκλεια Οικονόμου και το 1910 ο Καλλιφρονάς τον έπεισε να μεταφερθεί στην Παλλήνη, όπου έγινε ο οινολόγος της μεγάλης παραγωγής του κτήματος, αλλά και διευθυντής και διαχειριστής.

Με την Χαρίκλεια απέκτησαν έντεκα παιδιά, από τα οποία έζησαν τα οκτώ, ο Ζήνων, ο Παναγιώτης, ο Φιλήμων, η Εληά, η Βασιλική, ο Νικόλαος, η Αγγελική και ο Κωνσταντίνος.

Ως επαγγελματίας έλαβε μικρό κλήρο 11 στρεμμάτων, αγόρασε όμως και άλλα 21 στρέμματα.

Ασχολήθηκε κυρίως ως οινολόγος, αλλά και αγρότης. Ήταν εγγράμματος για την εποχή του, με πλούσια γνώση της Ελληνικής Γλώσσας και της Ιστορίας.

Ο Αλέξανδρος Ρομποτής διετέλεσε για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα Πρόεδρος της Κοινότητας Χαρβατίου. (Παλλήνη) (από 28-1-1935 έως 22-2-1935)

Πέθανε στην Παλλήνη στις 20 Μαρτίου 1966 και η σύζυγός του, μητέρα του Κώστα Ρομποτή, Χαρίκλεια στις 27 Μαρτίου 1974