Ήταν το 1835 που πάνω στην πλατεία Όθωνος, νυν Ομονοίας, λειτούργησε το υπαίθριο θέατρο Σκοντζόπουλου, όπως αναφέρεται στο βιβλίο “Ψυρρή, η γειτονιά των ηρώων” (Άρτεμις Σκουμπουρδή, Εκδόσεις Πατάκη, Οκτώβριος 2003).
Βρισκόταν στη θέση του νεοκλασικού κτιρίου του Τσίλλερ, πρώην ξενοδοχείο Excelior, νυν Εθνική Τράπεζα. Ο Αθανάσιος Σκοντζόπουλος, ο πρώτος Έλληνας θεατρώνης, μετασκεύασε ένα ξύλινο παράπηγμα που βρισκόταν στην οδό Αιόλου σε θέατρο, με πλατεία με 12 σειρών, με θεωρεία και με μια τέντα από καραβόπανο για τις βροχερές μέρες.
Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 24 Μαΐου 1836 με το έργο «Τα Ολύμπια» του διάσημου για την εποχή Μεταστασίου, σε μετάφραση του Ρήγα Φεραίου, από θίασο ερασιτεχνών με αποκλειστικά άντρες ηθοποιούς. Ωστόσο, ο ρομαντικός Έλληνας επιχειρηματίας Σκοντζόπουλος εξαιτίας του θεάτρου αυτού χρεοκόπησε και δυστυχώς η πρώτη αυτή θεατρική προσπάθεια έληξε άδοξα.
Τον Απρίλιο του 1837, λίγο πριν κλείσει το θέατρο Σκοντζόπουλου κάποιος Ιταλός επίδοξος καλλιτέχνης, ο Μέλι, έστησε ένα κλειστό ξύλινο στεγασμένο θέατρο στην πλατεία Ιερού Λόχου στη διασταύρωση των σημερινών οδών Ευριπίδου, Αγίου Μάρκου και Πραξιτέλους.
Έπειτα από έναν και πλέον χρόνο επιτυχούς πορείας, ελλείψει άλλου, καλύτερου θεάτρου, συνέβη το εξής παράδοξο: ο μεν αέρας σήκωσε την προχειροφτιαγμένη στέγη, μερικοί δε “δανδήδες”, θερμόαιμοι θεατές, , απήγαγαν τις γυναίκες του θιάσου: επομένως, λόγω των σοβαρών αυτών ελλείψεων που προέκυψαν, το θέατρο έκλεισε.
Το 1838 ο Ιταλός Ιωσήφ Καμιλλιέρι, απομεινάρι του ιταλικού θιάσου που έναν χρόνο πριν είχε φέρει ο Μέλι, χτίζει το πρώτο λιθόκτιστο θέατρο στο Γεράνι, στην οδό Ηρώδου, σημερινή οδό Μενάνδρου. Το ελληνικό κράτος τού παραχώρησε το οικόπεδο και το προνόμιο να μονοπωλεί τις θεατρικές δραστηριότητες της Αθήνας. Οι ελληνικοί θίασοι είχαν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν το κλειστό θέατρο μόνο τους τέσσερις καλοκαιρινούς μήνες.
Στον Καμιλλιέρι δόθηκε επίσης προνόμιο διαρκείας πενταετούς, σύμφωνα με το οποίο κανένας άλλος δεν είχε το δικαίωμα να χτίσει στην Αθήνα θέατρο ή να δίνει θεατρικές παραστάσεις. Τον Καμιλλιέρι διαδέχεται ο συμπατριώτης του ηθοποιός και επιχειρηματίας Μπαζίλιο Σανσόνι, που είχε τη φαεινή ιδέα να προπωλήδει τα θερεία για να εξοικονομήσει χρήματα. Πράγματι, προπώλησε τους 20 οικίσκους σε επώνυμους Αθηναίους.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 6 Ιανουαρίου του 1840, με την παράσταση της ιταλικής όπερας «Λουτσία ντε Λαμερμούρ» του Γκαετάνο Ντονιτσέττι από την Ιταλίδα ηθοποιό Ρίτα Μπάσσο, η οποία καταγοήτευσε το αθηναϊκό κοινό και προκάλεσε σπαρταριστές ερωτικές περιπέτειες αλλά και οικονομικά αδιέξοδα σε γνωστούς και λιγότερο διάσημους Αθηναίους.
Γνωστό θύμα της γοητείας της ο γέρος αγωνιστής Ανδρέας Λόντος αλλά και ο δήμαρχος Δημήτριος Καλλιφρονάς, ο Άγγλος πρέσβης Λαυονς και άλλοι. Οι προσφορές των θερμόαιμων θεατών προς τις θεατρίνες ήταν ποικίλες και άφθονες. Οι λιγότερο κομψευόμενοι Αθηναίοι άφηναν στη σκηνή προς τιμήν της περιστέρια. κότες, πάπιες και γουρουνόπουλα και αρνάκια. Ακόμη και μαθητές της ξελογιάστηκαν με την Ιταλίδα αρτίστα.
Το 1844 τη διαχείριση του θεάτρου Αθηνών ανέλαβε ο Σπετσιώτης αγωνιστής του ’21 Ιωάννης Μπούκουρης ή Μπούκουρας και έκτοτε το θέατρο παίρνει το όνομά του. Το Θέατρο Μπούκουρα θα λειτουργήσει έως το 1898, όταν και κατεδαφίστηκε.
Το εξωτερικό του θεάτρου ήταν πολύ απλό χωρίς διακοσμητικά στοιχεία. Στο μπροστινό μέρος που έβλεπε την οδό Μενάνδου ήταν η κύρια είσοδος και μετά ένας ευρύχωρος προθάλαμος.
Στο πλάι του κτιρίου βρισκόταν η στεγασμένη βασιλική είσοδος, το γραφείο του διευθυντή, το ταμείο, και η κατοικία του επιστάτη του θεάτρου. Το εσωτερικό του θεάτρου ήταν μάλλον φτωχικά διακοσμημένο.
Η πλατεία του είχε σχήμα πετάλου και 7 σειρές καθισμάτων, με συνολικά 113 θέσεις. Είχε 3 σειρές θεωρείων, εκ των οποίων το πολυτελέστερο βέβαια ήταν το βασιλικό. Η σκηνή ήταν μεγάλη, και είχε αρκετές σκηνογραφίες. Ο φωτισμός δινόταν από έναν πολυέλαιο με λάμπες πετρελαίου και από κεριά που ήταν τοποθετημένα στα χωρίσματα των θεωρείων. Έως το 1888 που θα λειτουργήσει το Δημοτικό θέατρο Αθηνών, το θέατρο του Μπούκουρα ήταν η μόνη χειμερινή θεατρική σκηνή.
Επιβίωσε και εξακολούθησε να λειτουργεί ελλείψει άλλων θεάτρων. Το 1860 ο κεντρικός πολυέλαιος με κεριά αντικαθίσταται. Το θέατρο επισκευάζεται και φωτίζεται με γκάζι. Στην εφημερίδα “Άστυ” του 1885 χαρακτηρίζεται ως “ερείπιον… αμυρόν, κονισαλέον, ανάκτορον της περιπνευμονίας, υπάρχον εις την ζωήν, εξ αβλεψίας της πυρκαϊάς!”.
Το 1888 επισκευάζεται πάλι και κάπως εκσυγχρονίζεται. Παρά την ακαταλληλότητά του θα λειτουργεί παρηκμασμένο έως το 1899 οπότε κατεδαφίζεται οριστικά. Λίγο πριν από την κατεδάφισή του στις 14 Μαρτίου 1888, μία ομάδα από Έλληνες και Ιταλούς μουσικούς δίνει εκεί την πρώτη παράσταση ελληνικού μελοδράματος με μεγάλη επιτυχία καλλιτεχνική αλλά όχι οικονομική.Με πληροφορίες από το βιβλίο “Ψυρρή, η γειτονιά των ηρώων”, Αρτεμις Σκουμπουρδή, Εκδόσεις Πατάκη, Οκτώβριος 2003 / onlytheater.gr