Πέθανε σε ηλικία 93 ετών η Ζιλιέτ Γκρεκό (Juliette Gréco) μια από τις καλύτερες τραγουδίστριες της Γαλλίας και κατά τους συμπατριώτες της, “η ιέρεια – σύμβολο για την μεταπολεμική γαλλική τέχνη και διανόηση.”
Σπάνια καλλιτέχνιδα, η Ζιλιέτ Γκρεκό ενσαρκώνε στην πατρίδα της, την ελευθερία, τον επαναστατικό αισθησιασμό, την απελευθέρωση της γυναίκας και του πνεύματος, το άνοιγμα στον κόσμο και το τέλος των ταμπού και των στερεοτύπων. Ένας μύθος της μουσικής, μια μούσα του υπαρξισμού και των ποιητών για την οποία ο Σαρτρ, είπε «έχει εκατομμύρια ποιήματα στη φωνή της».
Η πολύ καλή σχέση της Ζιλιέτ Γκρεκό με την Ελλάδα, οφείλεται στον αείμνηστο συνθέτη Γιάννη Σπανό, οκτώ τραγούδια του οποίου, ερμήνευσε με επιτυχία.
Στο video που ακολουθεί περιέχεται η γαλλική εκδοχή του γνωστού τραγουδιού “Δέκα στρατιώτες κι ένας λοχαγός” του Γιάννη Σπανού, που τραγούδησε στον πρώτο προσωπικό της δίσκο η Αρλέτα (1966) και ηχογραφήθηκε λίγο αργότερα στη Γαλλία από την Juliette Gréco. (Six Soldats)
Σύμβολο της Αριστεράς
Σύμβολο όχι μόνο του υπαρξισμού αλλά και της γαλλικής Αριστεράς τότε, η Γκρεκό ήταν η ενσάρκωση της εικόνας μιας μεταπολεμικής νεολαίας που είχε τη δική της ηθική, τους δικούς της νόμους και τα δικά της ταμπού.
Στην παρέα ανήκαν ο μεγάλος της έρωτας Μάιλς Ντέιβις, ο Τσάρλι Πάρκερ, ο Μπορίς Βιάν, ο Σερζ Γκενσμπούρ, η Φρανσουάζ Σαγκάν και φυσικά ο Ζακ Πρεβέρ, του οποίου τα ποιήματα τόσο ανεπανάληπτα τραγούδησε.
Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ πρώτος την έπεισε να τραγουδήσει, χαρίζοντάς της τους δικούς του στίχους.
Εγραψε μάλιστα χαρακτηριστικά: «Οι εργάτες της πένας που σημαδεύουν στο χαρτί τα μαύρα σύμβολά τους, ξεχνούν συχνά ότι οι λέξεις έχουν τη δική τους αισθησιακή ομορφιά. Η Γκρεκό τους το ξαναθυμίζει».
Ο Ζαν Κοκτό, που τη θαύμαζε, την περιέλαβε στο γύρισμα του «Ορφέα» του. Είχε πει μάλιστα ότι το πιο ωραίο της κόσμημα είναι η καρδιά της.
Ο Μπερνάρ Μπιφέ τη ζωγράφισε και οι μεγάλοι φωτογράφοι, ο Καρτιέ Μπρεσόν, ο Ρομπέρ Ντουανό, ο Γουίλι Ρόνις, ο Μάν Ρέι, έσπευσαν να την απαθανατίσουν. Την ερωτεύτηκε ο φιλόσοφος Μερλό Ποντί και η Σιμόν ντε Μποβουάρ τη σύστησε στον Γουίλιαμ Φόκνερ και στον Τρούμαν Καπότε.