Πρώτες αντιδράσεις εκπαιδευτικών επί των προτάσεων του Υπ. Παιδείας για τις εισαγωγικές στα ΑΕΙ

Τα ζητήματα του αδιάβλητου, της αναβάθμισης των σχολών χαμηλής ζήτησης, της «φροντιστηριοποίησης» της Γ’ λυκείου, αλλά και της έλλειψης ουσιαστικού διαλόγου εγείρουν εκπαιδευτικοί φορείς,

 σχολιάζοντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τις προτάσεις του υπουργού Παιδείας, Κώστα Γαβρόγλου, για τις αλλαγές στο λύκειο και την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Ειδικότερα, για τις αλλαγές στην τελευταία τάξη του λυκείου, ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ, Νίκος Παπαχρήστος, εξέφρασε την αντίθεσή του, τονίζοντας ότι δεν θα πρέπει να «φροντιστηριοποιηθεί» η Γ’ λυκείου. «Το λύκειο, για εμάς, θα πρέπει να έχει έναν αυτόνομο μορφωτικό χαρακτήρα, με μαθήματα γενικής Παιδείας. Είναι πάγια θέση μας, είμαστε εναντίον της πρόωρης εξειδίκευσης και αντίθετοι με το προπαρασκευαστικό έτος, που οδηγεί στη φροντιστηριοποίηση του σχολείου, στην Γ’ λυκείου», είπε χαρακτηριστικά.

Ακόμη, σχετικά με την προσμέτρηση κατά 10% του βαθμού απολυτηρίου στην τελική βαθμολογία για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ο κ. Παπαχρήστος αν και χαιρέτησε την προσπάθεια αναβάθμισης του απολυτηρίου, εμφανίστηκε αντίθετος με την προσμέτρησή του, προβλέποντας ότι «θα υπάρξει κλίμα βαθμοθηρίας, αφού στις σχολές υψηλής ζήτησης, ακόμα και τα ελάχιστα μόρια παίζουν σημαντικό ρόλο».

Μάλιστα, έκανε λόγο για «μεγάλη πίεση» που αναμένεται να δεχθούν οι εκπαιδευτικοί από γονείς και μαθητές, ειδικά στις πιο μικρές κοινωνίες και σχολίασε ότι το σύστημα αυτό είχε δοκιμαστεί τη δεκαετία του ’80 και είχε αποτύχει. «Το σύστημα βαθμολογίας της δεκαετίας του ’80, όπου προσμετριόταν κατά 25% ο βαθμός του λυκείου και κατά 75% των εξετάσεων, δοκιμάστηκε και αποδείχθηκε ότι έχει αποτύχει», είπε και προσέθεσε: «Οι αριστούχοι της δεκαετίας του ’80 ήταν κατά 94% περισσότεροι από εκείνους της δεκαετίας του ’90, όταν άλλαξε αυτό το σύστημα. Οπότε, θεωρούμε ότι η επαναφορά της προσμέτρησης του απολυτηρίου μάλλον προβληματικό κάνει το σύστημα, παρά καινοτόμο».

«Στην ουσία, μιλάμε για επαναφορά του συστήματος των δεσμών», σχολίασε από την πλευρά του ο Γιάννης Βαφειαδάκης, πρόεδρος της ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος και εξέφρασε επίσης προβληματισμό για το αδιάβλητο των εξετάσεων, στο περιφερειακό επίπεδο. «Πρέπει να ληφθεί πρόνοια, για να μη “μοιράζονται” οι βαθμοί. Θα πρέπει οι περιφερειακές ενδοσχολικές να προκύπτουν από ενιαία τράπεζα θεμάτων, γιατί αλλιώς, είναι μεγάλος ο κίνδυνος να δούμε ανταγωνισμό, ποιος θα βάλει τα πιο εύκολα θέματα», ανέφερε.

Παράλληλα, σχολίασε ότι με τις προτεινόμενες αλλαγές δεν αντιμετωπίζεται το πραγματικό πρόβλημα, το οποίο είναι, όπως είπε, τα τμήματα χαμηλής ζήτησης. «Τα προγράμματα σπουδών δεν είναι ελκυστικά και άρα, δεν προσελκύουν τα παιδιά να πάνε να φοιτήσουν εκεί. Και με τις αλλαγές αυτές, τα επιβραβεύουμε, να δέχονται φοιτητές χωρίς εξετάσεις. Χωρίς αλλαγή στο πρόγραμμα σπουδών, θα έχουν πολύ μικρό ποσοστό αποφοίτων, όπως και τώρα, που μόνο το 10% παίρνουν πτυχίο από τους εγγεγραμμένους», είπε χαρακτηριστικά.

Επιπλέον, από τη μεριά της ΟΛΜΕ, ο κ. Παπαχρήστος εξέφρασε τον προβληματισμό του για την εισαγωγή του παράγοντα της τύχης, στο εάν ο εκάστοτε υποψήφιος θα επιλέξει σχολή ελεύθερης πρόσβασης ή όχι. Ως προς τις αλλαγές στα μαθήματα που θα διδάσκονται οι μαθητές στο λύκειο, ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ ανέδειξε το ερώτημα εάν το σύστημα στήθηκε με βάση ποιες ειδικότητες είναι ελλειμματικές. «Με τις αλλαγές στα μαθήματα, τη μείωση ωρών, την κατάργηση των Λατινικών, αλλά και της Ιστορίας γενικής Παιδείας για την κατεύθυνση σπουδών Πληροφορικής και Οικονομίας, το λύκειο χρειάζεται λιγότερους φιλολόγους, αλλά και λιγότερους μαθηματικούς. Το ερώτημα λοιπόν, που τίθεται, είναι εάν το σύστημα στήθηκε με βάση το γεγονός ότι οι μαθηματικοί και οι φιλόλογοι είναι ελλειμματικές ειδικότητες».

Πάντως, για τον κ. Παπαχρήστο, η δημοσιοποίηση της πρότασης του κ. Γαβρόγλου ήρθε χωρίς κάποια ενημέρωση και χωρίς να έχει προηγηθεί ουσιαστικός διάλογος. «Για μας, αποτέλεσε μονομερή κίνηση η ανακοίνωση των αλλαγών», είπε.

Για απουσία διαβούλευσης μίλησε και η Ελένη Καραμαλέγκου, καθηγήτρια Λατινικής Φιλολογίας και κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής ΕΚΠΑ: «Η πρόταση του υπουργείου για ένα τόσο σοβαρό θέμα έγινε χωρίς να προηγηθεί η αναγκαία διαβούλευση με τους στενά και ευρύτερα ειδικούς στο θέμα επιστήμονες και γενικότερα τον πνευματικό κόσμο της χώρας», είπε.

Μάλιστα, απαντώντας στο επιχείρημα της ηγεσίας του υπουργείου, ότι τα Λατινικά αφορούν στην ουσία μόνο τις Φιλολογίες, η κ. Καραμαλέγκου τόνισε ότι «δεν αφορά μόνο τα Τμήματα Φιλολογίας, αλλά συνδέεται άμεσα με πολλά άλλα πανεπιστημιακά Τμήματα και Σχολές, όπου καλλιεργούνται επιστήμες (νομική, φιλοσοφία, ψυχολογία, ιστορία και αρχαιολογία, ιατρική) για τις οποίες το υπόβαθρο της λατινικής παιδείας είναι απαραίτητο».

«Επίσης δεν αποτελεί επιχείρημα η περιορισμένη ύλη του εξεταζομένου μαθήματος ή ακόμη και ο τρόπος διδασκαλίας του, καθώς θα περιμέναμε προτάσεις βελτίωσής τους και όχι κατάργηση του μαθήματος», συμπλήρωσε.

Ακόμη, κάλεσε το υπουργείο να ανακαλέσει την πρόταση περί κατάργησης των Λατινικών. «Πιστεύω ότι θα σεβαστεί τις διαφωνίες και τις ανησυχίες που ήδη εκδηλώνονται από έμπειρους επιστήμονες και νέους ανθρώπους και θα αξιοποιήσει το πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει για την ουσιαστική δημιουργία πραγματικά μορφωμένων νέων παιδιών μέσω διαχρονικά δοκιμασμένων και στέρεων σπουδών που ανανεώνονται και εκσυγχρονίζονται.

Επιβάλλεται να προβληματιστεί σοβαρά μήπως αυτό που επιχειρείται να προβληθεί ως καινοτόμο είναι στην πραγματικότητα εκείνο που θα ανακόψει την πορεία προόδου στην οποία στοχεύει, σίγουρα, και το ίδιο το υπουργείο», κατέληξε.