Άνοιξη. Μετά την καταιγίδα, η λιακάδα. Άλλαξε και η ώρα, είναι και Τετάρτη, ευκαιρία για μια βόλτα στο Σύλλογο. Ήθελα να βγω. Να σεργιανίσω. Να θυμηθώ. Να μυρίσω. Καθώς πήρα την Αργολίδος για να βγω στην Έβρου, που είναι τα γραφεία του Συλλόγου, πέρασα από το σπίτι της Μαρούλας.
Ποιο σπίτι όμως; Δύο τεράστια, σιδερένια θηρία, το είχαν εξαφανίσει. Είχαν καταπιεί το σπίτι, μαζί με τα δένδρα και τα είχαν χωνέψει κι όλας.
Είχαν αφήσει όμως το πηγάδι, μήπως και τα θηρία διψάσουν, την κυρία είσοδο και τη μισή μάντρα, να γέρνει από τη μια μεριά, μόνη κι έρημη χωρίς στήριγμα. Και κάθε φορά έλεγα να το φωτογραφήσω, αλλά το άφηνα για «αύριο». Ώσπου τα σιδερένια θηρία, το κατασπάραξαν.
Και δεν φτάνει μόνο αυτό, αλλά έσκαψαν και κάτι τεράστιους λάκκους, για να φυτέψουν αύριο τσιμέντα.
Ακούμπησα λίγο στη πόρτα της μάντρας κι έκλεισα τα μάτια μου.
Να ο κύριος Κούλης. Ψηλός, πληθωρικός, με κουστούμι και γραβάτα και τη μεγάλη δερμάτινη τσάντα του. Και η κυρία Φωφώ, κρατάει τη Μαρούλα από το χέρι.
«Αν δε φας το πρωινό σου, δε πρόκειται να πας να παίξεις».
Ήρθε κι μάστρο Κώστας ο μπογιατζής, με τα σύνεργα του ασπρίσματος. Αχ! Αυτή η μυρωδιά του ασβέστη και της λαδομπογιάς, που δε θα ξεχάσω ποτέ. Η καλύτερη ανδρική κολόνια της ζωής μου. «Δέσποινα, φύγε από τα πόδια μου. Θα λερωθείς».
«Έλα, πάμε να παίξουμε. Έφαγα». Μου λέει η Μαρούλα και με τραβάει από το χέρι.
Έρχονται και οι δίδυμες. Η Γιάννα κι Γιωργίτσα. Ο Στέλιος, ο Γιάννης, η Θοδωρούλα, ο Λάκης, η Ρούλα… Θα παίξουμε κρυφτό. Τα βγάζουμε.
«Άμπεμπαμπλόμ του κείθε μπλομ»…Θα τα φυλάξει ο Γιάννης.
Τρέχουμε όλοι να κρυφτούμε, στα χαλάσματα του παλιού σουμάδικου.
Ο Στέλιος κατέβηκε σε μια δεξαμενή. Η Γιάννα με τη Γιωργίτσα – αυτές σαν δίδυμες δε χωρίζανε πουθενά – ανεβήκανε κάτι μισογκρεμισμένα σκαλιά. Η Ρούλα, κάθισε πίσω από μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα. Τους άλλους, δε πρόλαβα να τους δω, για να μάθω τις κρυψώνες τους.
Εγώ, βγήκα στο πίσω μέρος του σουμάδικου, ψάχνοντας για μια καλή κρυψώνα, που να μπορώ και να κρυφτώ, αλλά και να διαβάσω, τα τελευταία τεύχη του «Μικρού Σερίφη» και του «Μικρού Κάου μπόυ», που μου είχε δανείσει ο Μανόλης και τα είχα κρύψει κάτω από τη μπλούζα μου.
Χαμογέλασα πονηρά, γιατί σε λίγο ο Γιάννης, αφού θα είχε ξετρυπώσει όλα τα παιδιά, θα άρχιζε να μου φωνάζει. «Δέσποιναααααααά. Βγες δε σε βρίσκωωω. Δε θα σε φτύσωωωωώ».
Στο μεταξύ όμως, θα έχω περάσει θαυμάσια με τον Πεπίτο, τον γάϊδαρο τον Πελεγκρίνο, τη Νάντια και τον Τζιμ Άνταμς. Όσο για την Αγγελική, που δεν έπαιζε μαζί μας, γιατί έμενε λίγο πιο μακριά, αλλά και γιατί είχε μεγαλώσει λίγο πιο νωρίς από μας, θα μου έλεγε αν με έβλεπε.
«Βρε συ, τέτοια περιοδικά διαβάζεις; Αγορίστικά»;
Βρήκα μια απόμερη γωνιά, έσπρωξα μια πέτρα, κάθισα και άρχισα το διάβασμα.
«Να μια Γιάννα και μια Γιωργίτσα κάτω απ’ τη σκάλα. Να και μια Ρούλα πίσω απ’ τη πόρτα», ακούω το Γιάννη, ενώ εγώ, παρακολουθώ τον Πεπίτο.
Σε λίγο, νιώθω ότι δεν είμαι τελείως μόνη μου. Σα να μου φαίνεται, ότι άκουσα και κάποιον ν’ αναστενάζει από δεξιά μου.
«Μμμμμμ»!
«Μπα! Ποιος να μουγκρίζει; Αμάν! Ο Γιώργης ο Ντάλας».
Ο Νταλαγιώργης, όπως τον έλεγαν οι περισσότεροι. Ξαπλωμένος στον ήλιο, με το ψάθινο καπέλο του σήμα κατατεθέν, κατεβασμένο μέχρι τα μουστάκια του, λιαζότανε του καλού καιρού, χαϊδεύοντας… τη κοιλιά του.
«Μμμμμμμμ»!
Ξαναμούγκρισε, κουνώντας τις χερούκλες του. Φαίνεται θα ψάχνει για το τσουβάλι του, που δεν το αποχωρίζεται ποτέ, λες και το έχει κολλημένο στον ώμο του. Μπορεί να ψάχνει και τη μαγκούρα του. « Μμμμμμμμμμ»!
Αυτή τη φορά, κατουρήθηκα από τη τρομάρα μου. Από δυο τρομάρες. Όχι! Από τρεις τρομάρες.
Η μια τρομάρα ήταν, από το πολύ δυνατό μούγκρισμα. Η άλλη τρομάρα ήταν, γιατί μουγκρίζοντας ο Νταλαγιώργης δυνατά, τρόμαξαν οι σαύρες που είχαν κρυφτεί κάτω από τις πέτρες και βγήκαν τρέχοντας ή μπορεί και πετώντας, τρομάζοντας και μένα περισσότερο. Και η τρίτη και μεγαλύτερη τρομάρα μου ήταν, γιατί στο μεταξύ, πετάχτηκε σαν μαύρος δράκος, με ξεκούμπωτο το πουκάμισο, γυμνός από τη μέση και κάτω ο Νταλαγιώργης, με το ψάθινο καπέλο του στον αέρα, μισό μέτρο πάνω απ’ το κεφάλι του, γεμάτο ξέφτια, σαν αυτά που φοράνε οι μάγισσες κι άρχισε να πετάει πέτρες, βρίζοντας κι ανεμίζοντας το τσουβάλι του.
Γύρισα σπίτι τρέχοντας. Ήπια ένα ποτήρι νερό και κάθισα στα σκαλοπάτια να ξελαχανιάσω.
Ο Γιάννης είχε αρχίσει να φωνάζει.
«Δέσποινααααά. Βγεεεεες. Δε σε βρίσκωωωωωωώ. Δε θα σε φτύσωωωωωώ».
Αφού ξελαχάνιασα, άλλαξα βρακί, ήπια άλλο ένα ποτήρι νερό και πήγα να συνεχίσω το παιχνίδι.
Στο δρόμο συνάντησα το Μανόλη.
«Αμάν, τα περιοδικά»
Από μακριά, είδα το Νταλαγιώργη, που είχε βγει στους δρόμους με το τσουβάλι στον ώμο και τη μαγκούρα στο χέρι. Το ψάθινο καπέλο με τα ξέφτια, είχε ξανακαθίσει στο κεφάλι του.
Μπήκα στο παλιό σουμάδικο τρέχοντας, πήρα τον Μικρό Σερίφη και τον Μικρό Κάου μπόυ και βγήκα έξω σαν αστραπή.
Καιρός να βρούμε άλλες κρυψώνες.
Μα τι μυρίζει έτσι; Κάποιος μπογιατζής που περνούσε με τα σύνεργα του ασπρίσματος, μ’ έβγαλε από τις αναμνήσεις μου.
Αχ! Αυτή η μυρωδιά του ασβέστη και της λαδομπογιάς που δεν θα ξεχάσω ποτέ!
______________________________________________
*Αναδημοσίευση από τη «Φωνή του Γέρακα» του Πολιτιστικού Συλλόγου “Η ΠΗΓΗ” Γέρακα. ( Απρίλιος 1998)