Λίγο πριν η Ευρώπη δώσει την σκυτάλη της στην Ασία, στο ανατολικό άκρο του Εβρου, η Αλεξανδρούπολη με το Σουφλί ενώνονται σε ένα καταπράσινο δασικό σύμπλεγμα συνολικής έκτασης 1.600.000 στρεμμάτων.
Από αυτά, τα 428.000 στρέμματα απαρτίζουν το Εθνικό Πάρκο του Δάσους της Δαδιάς – Λευκίμης – Σουφλίου, με τα 72.900 στρέμματα εξ αυτών να αποτελούν προστατευόμενη ζώνη.
Μέσα σε αυτόν τον τεράστιο «πνεύμονα» συναντά κανείς εκατοντάδες είδη δέντρων και φυτών, ένα οικοσύστημα που φιλοξενεί ερπετά και περισσότερα από 60 είδη θηλαστικών, από λύκους και αγριόγατες, μέχρι πετροκούναβα και νυφίτσες. Αλλά και τα περισσότερα από τα αρπακτικά πτηνά της Ευρώπης.
Για την ακρίβεια, στο Δάσος της Δαδιάς απαντώνται τα 36 από τα 39 είδη ημερόβιων αρπακτικών αλλά και τα 3 από τα 4 είδη γύπα της Ευρώπης: ο μαυρόγυπας που φωλιάζει και έχει εκεί την μόνη αναπαραγωγική αποικία στην νοτιοανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, το όρνιο και ο ασπροπάρης, το σπανιότερο αυτή την στιγμή είδος γύπα στην Ελλάδα, με σχεδόν το σύνολο του αναπαραγώμενου πληθυσμού του να συναντάται στο δάσος της Δαδιάς.
Και 166 ακόμα είδη πουλιών, με κάποια από αυτά να χαρακτηρίζονται κινδυνεύοντα και σχεδόν απειλούμενα. Τα τελευταια εικοσιτετράωρα δεν ξέρουμε τι από τα παραπάνω θα ισχύει μέσα στα επόμενα.
Η πυρκαγιά που ξέσπασε το Σάββατο 19 Αυγούστου έχει εξαπλωθεί σε έκταση 500.000 στρεμμάτων και δημιουργεί ήδη μια ανυπολόγιστη οικολογική καταστροφή που βρίσκεται σε εξέλιξη. Μια καταστροφή για την φύση, τον άνθρωπο αλλά και για τα ζώα, για τα οποία το δάσος της Δαδιάς είναι το σπίτι τους.
Τα πτηνά που έμειναν χωρίς φωλιές
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε από τώρα ποιο θα είναι το συνολικό αποτύπωμα της εν λόγω πυρκαγιάς, πάντως, έχει κάψει ήδη ένα μεγάλο μέρος του πυρήνα του δάσους, την λεγόμενη ζώνη Α. Όπως εξηγεί ο Μαρτίνος Γκαίτλιχ υπεύθυνος περιβαλλοντικών θεμάτων και πολιτικής στην Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, στο εν λόγω σημείο του δάσους βρίσκονταν οι φωλιές των περισσότερων ζευγαριών του μαυρόγυπα, που με το πέρασμα της φωτιάς, καταστράφηκαν.
Ενδεχομένως να έχουν διασωθεί κάποιοι θύλακες άκαυτοι, κάτι που δεν ξέρουμε ακόμη με σιγουριά. Κάποια από αυτά τα πουλιά θα μείνουν σε αυτούς, αλλά η πλειοψηφία τους μοιραία θα φύγει αναζητώντας καταφύγιο και τροφή.
Και έπειτα, πέρα από την κατάλληλη φροντίδα του νέου «σπιτιού» των ταλαιπωρημένων και πολύτιμων για την πανίδα της Ελλάδας και της Ευρώπης πουλιών, ο υπεύθυνος της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας ανοίγει λίγο το πλάνο, υπογραμμίζοντας κάτι που ενδεχομένως θα μπορούσε να αποτρέψει ή να περιορίσει μια επόμενη καταστροφή.
«Πρέπει να γίνει κατανοητό στον ευρύτερο κρατικό μηχανισμό και τις μονάδες διαχείρισης ότι όταν λέμε ότι μια περιοχή είναι προστατευόμενη, αυτό συνεπάγεται και κάποιες ευθύνες. Η προστασία πρέπει να είναι απτή, σημαίνει υποδομές και προετοιμασία για να αντιμετωπιστούν τέτοιοι κίνδυνοι. Και εκ του αποτελέσματος, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να γίνεται», καταλήγει.