Αδιευκρίνιστο παραμένει μέχρι και αυτή την ώρα το κίνητρο της δολοφονίας του 57χρονου Σπ. Π., συνταξιούχου αστυνομικού, πρ. διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Φιλοθέης που έγινε τα μεσάνυχτα, ώρα 01:30 στην Κάντζα Παλλήνης. Οι δράστες είχε στήσει ενέδρα θανάτου στον πρώην αστυνομικό, στο παρκινγκ της ταβέρνας «Κρητικός», στην οδό Αιόλου 49, όπου λίγα λεπτά πριν έτρωγε με φίλους του και τον πυροβόλησαν με πιστόλι.
Στο σημείο βρέθηκαν πέντε κάλυκες 7,65mm, οι οποίες προέρχονται από πιστόλι που χρησιμοποιούν κυρίως κακοποιοί του πρώην ανατολικού μπλοκ. Το σημείο όπου δέχτηκε τη δολοφονική επίθεση ο πρώην αστυνομικός, είναι σκοτεινό και δεν υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες της σκηνής
Σημειώνεται ότι το θύμα είχε μαζί του ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, το οποίο οι δράστες δεν πήραν. Ανοιχτό το ενδεχόμενο να πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών, με την αστυνομία να διερευνά όλα τα σενάρια για τα κίνητρα των δραστών. Η παρέα του είχε φύγει νωρίτερα, ήταν ο τελευταίος πελάτης του καταστήματος μαζί με τον ιδιοκτήτη. της ταβέρνας “Κρητικός”.
Ο Σπ. Π. ήταν πρώην αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και είχε υπηρετήσει για πολλά χρόνια στην ΕΚΑΜ. Είχε εκπαιδευτεί και είχε εξειδικευθεί σε επιχειρήσεις, αφού συνεργάστηκε με το αμερικανικό FBI και συμμετείχε σε κοινές δράσεις.
Εδώ και αρκετό καιρό εργαζόταν ως υπεύθυνος ασφαλείας για την ευρύτερη οικογένεια Λάτση. Είχε αναλάβει ιδιαίτερα τον γιο της Μαριάννας Λάτση και την κόρη, Πάρη και Εριέττα, ενώ είχε υπό την προστασία του και τη χήρα του μπάρμπα Γιάννη, τη γιαγιά Λάτση.
Την υπόθεση της δολοφονίας του ανέλαβε εξαρχής το Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής.
Το όνομα του είχε εμπλακεί το 1996 σε σοβαρή υπόθεση διαφθοράς αστυνομικών με την κατηγορία ότι λειτουργούσαν ως «εισπράκτορες» χρηματικών ποσών από «προστασίες» σε ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων.
Ειδικότερα, τον Αύγουστο του 1996, στην Κυψέλη, είχαν συλληφθεί ο συγκεκριμένος αστυνομικός και ένα ακόμη άτομο έχοντας σε τσάντα που κρατούσαν το ποσό των 5.000.000 δρχ. Και οι δύο ισχυρίσθηκαν ότι τα χρήματα αυτά προορίζονταν για κάποιους υψηλόβαθμους αξιωματικούς της Αστυνομίας. Στο σπίτι του αστυνόμου Β΄ βρέθηκε ένας κατάλογος με ονόματα νυχτερινών κέντρων, χρηματικά ποσά και ονόματα αστυνομικών.
Η υπόθεση δεν διερευνήθηκε στον δέοντα βαθμό από την Αστυνομία, «πάγωσε» και οι δύο συλληφθέντες κατηγορήθηκαν για απόπειρα δωροδοκίας.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1998, ο εισαγγελέας κ. Γεράκης, στο πλαίσιο της έρευνάς του για την διαφθορά στην Αστυνομία, «έριξε φως» στην υπόθεση και άσκησε ποινική δίωξη για κακούργημα σε ένα απότακτο αστυνομικό των ΕΚΑΜ και για άμεση συνέργεια στον αστυνόμο που δολοφονήθηκε τα μεσάνυχτα.
Αναφορικά με τις έρευνες διαλεύκανσης της δολοφονίας του συνταξιούχου αστυνόμου μέχρι στιγμής δεν έχουν αποδώσει κάτι το ουσιαστικό.
Οι λιγοστοί θαμώνες που εκείνη την ώρα βρίσκονταν στην ταβέρνα δεν μπόρεσαν τίποτε να δουν, προσπάθησαν να προστατευθούν κάτω από τα τραπέζια και η μόνη πιθανότητα να προκύψει κάποιο στοιχείο είναι οι κάμερες των μονοκατοικιών της οδού Αιόλου.
Για τους γνωρίζοντες την χωροθετική διάταξη της ταβέρνας, η οπτική από τα υπαίθρια τραπέζια προς την Αιόλου κατά τις βραδινές ώρες δεν είναι ιδιαίτερα καλή, δεδομένου ότι μεσολαβούν καλλωπιστικά φυτά και ο δρόμος στο σημείο εκείνο υπολείπεται σε φωτισμό.
Προφανώς, οι δράστες είχαν από νωρίς υπό διακριτική επιτήρηση το θύμα τους περιμένοντας τη στιγμή της αποχώρησης του από το τραπέζι για να τον πυροβολήσουν, “διασφαλίζοντας” το ενδεχόμενο οι σφαίρες τους να μη πλήξουν “τρίτους”.
Στο χώρο της ταβέρνας, λίγα μόλις λεπτά μετά τη διάπραξη της στυγερής δολοφονίας του 57χρονου έσπευσε μεγάλη αστυνομική δύναμη καθώς και οι διοικητές των Τμημάτων Τάξης και Ασφάλειας Παλλήνης.
Η Αστυνομία απευθύνει έκκληση προς όποιον πολίτη έτυχε να διέρχεται την ώρα εκείνη από την οδό Αιόλου, είτε με το όχημα του, είτε συνοδεύοντας ζώο συντροφιάς,να την ενημερώσει έστω και ανώνυμα, δεδομένου ότι μέχρι στιγμής καμία μαρτυρία δεν υπάρχει στη διάθεση της.