Ηλιοτρικά έθιμα
Το δωδεκαήμερο είναι μια περίοδος 12 ημερών (25 Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου), που περιλαμβάνει τρεις μεγάλες γιορτές, τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Το βασικό στοιχείο που προσδιορίζει τη λαϊκή παράδοση στο ως άνω χρονικό διάστημα, είναι η σύνδεση με τη φύση και με τον ήλιο. H χρονική περίοδος του δωδεκαημέρου συνδέεται στενά με ένα πλήθος λαϊκών δεισιδαιμονιών και φόβων για τη δράση νυχτερινών δαιμονικών πλασμάτων και για αστρικές επιδράσεις, και αυτό επειδή συναρτάται ημερολογιακά με την καμπή του ετήσιου κύκλου του Ήλιου, στη χειμερινή τροπή του (χειμερινό ηλιοστάσιο).
Ουσιαστικά όμως οι εορταστικές εκδηλώσεις του δωδεκαημέρου αναβιώνουν τις πανάρχαιες λατρείες που έχουν σχέση με τα κατ’ αγρούς Διονύσια, τα οποία τελούνταν, στην Αθήνα την ίδια περίπου χρονική περίοδο, δηλαδή κατά τον μήνα Ποσειδεώνα (15 Δεκεμβρίου – 15 Ιανουαρίου).
Στην περίοδο αυτή, του δωδεκαημέρου συμπεριλαμβάνονται πολλά Ηλιολατρικά έθιμα.
Στην λαογραφία και στην κοινωνική ανθρωπολογία, Ηλιολατρία, είναι κάθε προσπάθεια να φτιαχτεί ένα μικρό αντίγραφο του Ηλίου επί της Γης, γύρω από το οποίο να τελούνται ορισμένες τελετουργικές πράξεις.
Το μικρό αντίγραφο του Ηλίου το οποίο δημιουργείται στη Γη είναι η πυρά. Η φωτιά την οποία ανάβουμε όχι για πρακτικούς λόγους, δηλαδή για να ζεσταθούμε ή να ψήσουμε το φαγητό μας, αλλά για να τελέσουμε κάποια έθιμα γύρω της.
Τέτοιες εθιμικές πυρές ανάβονται την παραμονή των Χριστουγέννων σε πολλά μέρη όπως πχ στη Φλώρινα, στην Καππαδοκία, γύρω από τις οποίες τελούνται ορισμένες συμβολικές πράξεις. Στο σπίτι το τζάκι, χρησιμοποιείτο σαν τέτοιο υποκατάστατο. Στο τζάκι τοποθετούσαν το μεγάλο Χριστόξυλο που έκαιγε περίπου 12 ημέρες.
Όταν το ξύλο καιγόταν μάζευαν στάχτη του, την οποία θεωρούσαν ιερή, με μεγάλη προσοχή. Τη στάχτη αυτή τη χρησιμοποιούσαν για θεραπευτικούς σκοπούς, την έβαζαν σε ένα ποτήρι με νερό και την έπιναν για να τους περάσει ο πονοκέφαλος. Επίσης την σκορπούσαν όταν είχε κακοκαιρία για να σταματήσει. Στο τζάκι συνήθιζαν να ρίχνουν και προσφορές. Στη Θράκη σκόρπαγαν ξηρούς καρπούς, έριχναν φύλλα ελιάς, και από το θόρυβο που έκαναν προσπαθούσαν να βγάλουν διάφορες μαντείες.
Η δύναμη που προέρχεται από το κάρβουνο που παίρνουμε από το τζάκι, είναι η βασική ιδέα της δύναμης της φωτιάς.
Το τζάκι το έκαιγαν για έναν ακόμα λόγο, με τη φωτιά του εμπόδιζαν τους καλικάντζαρους να κατεβούν στο σπίτι, διότι η κύρια είσοδος των δαιμονικών στο σπίτι ήταν η καμινάδα του τζακιού, το άνοιγμα προς τον έξω κόσμο.
Δαιμονικές μορφές. Μεταμφιέσεις
Τα δαιμονικά τα οποία υπάρχουν στα δάση, κυρίως στη Δυτική Ευρώπη, τα ξωτικά και οι νεράιδες ( που με τις φιγούρες τους στολίζουμε Χριστουγεννιάτικα τα σπίτια μας), εμείς τα λέμε καλικαντζάρους, οι Ευρωπαίοι τα έχουν σαν πνεύματα που σχετίζονται με τη φύση και τη γονιμότητα της Γης.
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για τους καλικάντζαρους, αλλά η επικρατέστερη είναι ότι προέρχονται από τους δαίμονες της βλάστησης.
Τους συσχέτιζαν επίσης και με τις ψυχές των νεκρών προγόνων, που έβγαιναν στον επάνω κόσμο με δαιμονική υπόσταση. Μια άλλη ακόμα εκδοχή είναι ότι συνδέονται άμεσα με τη σοδειά η οποία πρόκειται να έρθει.
Με τους καλικάντζαρους συνδέονται οι μεταμφιέσεις του δωδεκαήμερου. Μεταμφιέσεις δεν έχουμε μόνο τις Αποκριές αλλά και το δωδεκαήμερο.
Σε πολλές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας έχουμε τις μεταμφιέσεις του δωδεκαήμερου οι οποίες είναι ζωόμορφες ή θηριόμορφες. Οι άνθρωποι εκεί μεταμφιέζονται με προβιές, κρεμάνε μεγάλα κουδούνια, (χαρακτηριστική η παραπάνω φωτογραφία) κρατούν ξύλινα σπαθιά, και τρέχουν στους δρόμους του χωριού φωνάζουν και δημιουργούν θορύβους.
Στη Μακεδονία, Θράκη και Θεσσαλία, οι μεταμφιεσμένοι, λέγονται Μωμόγεροι, Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια, στη Νικήσιανη του Παγγαίου τους ονομάζουν Αράπηδες και στην Έδεσσα Μπούλες και Γενίτσαρους. Η υπόσταση αυτών των μεταμφιεσμένων είναι η μίμηση των δαιμονικών.
Είναι η προσπάθεια να σχηματοποιηθούν οι δυνάμεις της φύσης, τη δύναμη των οποίων χρειάζεται η σοδειά η οποία επίκειται.
Οι καλικάντζαροι
Οι καλικάντζαροι είναι μια ελληνική δοξασία που έχει καταβολές από τα αρχαία χρόνια. Σύμφωνα και με την σύγχρονη παράδοση, εμφανίζονται κατά το δωδεκαήμερο.
Τις μέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη την παραμονή των Χριστουγέννων, για να πειράξουν τους ανθρώπους.
Τον υπόλοιπο χρόνο αυτοί ζουν στον κάτω κόσμο και τρέφονται με φίδια, σκουλήκια, ποντίκια, βατράχους κτλ.
Η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στα πολύ παλιά χρόνια.
Οι Αρχαίοι πίστευαν πως όταν οι ψυχές έβρισκαν την πόρτα του Άδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού, χωρίς έλεγχο και περιορισμούς (Κήρες των αρχαίων).
Πολύ αργότερα, οι Βυζαντινοί γιόρταζαν το δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα.
Οι άνθρωποι, έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ότι ήθελαν.
Πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι σε ξένα σπίτια κι αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες. Ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά και για να γλιτώσουν απ’ αυτούς έκλειναν πόρτες και παράθυρα.
Οι μασκαρεμένοι, όμως, έβρισκαν πάντα κάποιους τρόπους να εισβάλλουν στα ξένα σπίτια, ακόμα κι από τις καμινάδες.
Όλα αυτά για δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων, οπότε με τον με τον Αγιασμό όλα σταματούσαν κι οι άνθρωποι ησύχαζαν. Για αυτό και κατά την διάρκεια των 12 αυτών ημερών η Εκκλησία δεν έχει νηστεία.
Οι καλικάτζαροι φόβιζαν τους ανθρώπους οι οποίοι τους ξόρκιζαν με συμβολικό τρόπο. Έκαιγαν δύσοσμες ουσίες, έκαναν θορύβους στο τζάκι (αλάτι στη φωτιά), το σύμβολο του σταυρού κλπ. Στη Λέσβο συνήθιζαν να τηγανίζουν «πλακούντια»
(Πλακούντιο: Είδος γλυκού από ζύμη με ζάχαρη και αρώματα. Τηγανίτες, λουκουμάδες, πλατσέντα. Νεώτ. Γεν. παν είδος μικρού γλυκίσματος εκ ζύμης) ως δώρο για τους καλικάντζαρους, προσπαθώντας να τους εξευμενίσουν.
Όπως τους φαντάζεται ο λαός, είναι «μαυριδεροί με κόκκινα μάτια, με τρίχινα πόδια, με χέρια σαν της μαϊμούς κι έχουν όλο το κορμί τους τριχωτό». Γενικά πιστεύεται ότι οι καλικάντζαροι αδυνατούν να βλάψουν τους ανθρώπους αλλά μόνο να τους πειράξουν, ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν, αφού θεωρούνται μωροί και ευκολόπιστοι. Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια και κάνοντας μεγάλη φασαρία. Όντας χιλιάδες, διασκορπίζονται παντού!
Όταν νυχτώσει, αρχίζουν να τριγυρίζουν στην εξοχή και στους μύλους, κατεβαίνουν στις κατοικημένες περιοχές μήπως και μπουν στα σπίτια. Αλίμονο σ’ όποιον συναντήσουν νυχτιάτικα! Δεν τον αφήνουν σε χλωρό κλαρί! Εμφανίζονται μπροστά του με διάφορες μορφές και προσπαθούν να τον τρομάξουν ή βλάψουν με όποιο τρόπο μπορούν.
Τον τραβολογούν, τον πειράζουν, καβαλικεύουν στους ώμους του, χορεύουν ολόγυρά του κι άλλα πολλά. Μάλιστα λένε ότι αν σε συναντήσουν στο δρόμο, κάθονται στους ώμους σου και σε ρωτάνε: «Στούππος ή μόλυβος». Αν απαντήσεις στούππος, γίνεσαι ελαφρύς και κάθεται πάνω σου μέχρι να τον μεταφέρεις σπίτι σου, όπου δεν πειράζει κανέναν και αφήνεται να τον δέσεις με σπαρτόβρουλο, ενώ αν απαντήσεις μόλυβος, ο καλικάντζαρος βαραίνει και μένει πάνω σου μέχρι να σε συντρίψει.
Χορεύουν και τραγουδούν, παρασύρουν όποιους βρουν σε χορό που όμως τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν ή κατ άλλους παίρνουν τη μιλιά σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους. Πάνε στους μύλους όπου πειράζουν τους μυλωνάδες, σκορπάνε το αλεύρι και τους αναγκάζουν να τους φτιάξουν πίτες. Κάποιες φορές είναι ευγνώμονες προς τους σπιτονοικοκύρηδες και τους στέλνουν προϊόντα απ’ τα οποία έχουν μεγάλη έλλειψη. Μανία τους να πειράζουν προπάντων τις κακόμοιρες τις γριές.
Τις νύχτες του δωδεκαήμερου μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, γι’ αυτό και τα τζάκια είναι αναμμένα όλο αυτό το διάστημα και έχουν πολύ φωτιά, γιατί τη φοβούνται πολύ.
Αν καταφέρουν και μπουν σε κάποιο σπίτι, αρχίζουν να ανακατεύουν ότι βρουν μπροστά τους και να κάνουν ζημιές, μα πιο πολύ θέλουν να μαγαρίσουν τα φαγητά. Ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν.
Τους αρέσει να πλατσουρίζουν μέσα στα δοχεία που έχουν οι νοικοκυρές το λάδι, στα τηγάνια, στα τσουκάλια, στα πιάτα, στους λύχνους που παλαιότερα χρησιμοποιούσαν για το φωτισμό στα χωριά. Λερώνουν τα φαγητά με τα ακάθαρτα νύχια τους και αφήνουν τις ακαθαρσίες τους όπου βρουν.
Τίποτε βέβαια δεν κλέβουν, αλλά αναστατώνουν τόσο πολύ το σπίτι που το κάνουν αγνώριστο.
…Μπήκαν στην τραπεζαρία και λέρωσαν με καβαλίνες τη σόμπα πετρελαίου και την αχλιά στο μαγκάλι της κουζίνας. Ότι δήλωνε φωτιά. Έσπασαν το γυαλί της λάμπας που σε περιπτώσεις διακοπής ρεύματος χρησιμοποιούσε ο καθηγητής και αφαίρεσαν όλους τους γλόμπους του ηλεκτρικού φωτισμού.
Σαν δαιμονισμένα πλάσματα του κάτω κόσμου, δεν ήθελαν να υπάρχει η δυνατότητα να εμφανισθεί φως, που θα διέκοπτε κάποια στιγμή το αγαπημένο τους πυκνό σκοτάδι. Πιστά στην κάθε μορφής ακαταστασία, ανακάτεψαν ότι βρήκαν μπροστά τους, ξεπάτωσαν όλα τα μπουκάλια και το κουτρούπι του λαδιού στο υπόγειο, που επιμελώς ο κύριος καθηγητής είχε σφραγίσει κατά το έθιμο, κι ας έλεγε στο μάθημα των Θρησκευτικών πως όλα αυτά τα ειδωλολατρικά δεν τα πίστευε…
(Άρης Κυριαζής Τα αστέρια του Μουράγιου).
Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι, οι εγκαταλελειμμένοι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα σε μεγάλα μονοπάτια όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.
…Και κει που χόρευαν να και κράζει τ’ ορνίθι.
Άσπρος πετεινός λαλεί!
Φώναξε ο πρώτος καλλικάντζαρος.
Άσπρος είναι κι ας λαλεί!
Και δος του να χορεύουν.
Πέρασε κάμποση ώρα.
Μαύρος πετεινός λαλεί! Λέει ένας άλλος παγανός.
Μαύρος είναι κι ας λαλεί!
Κι ο χορός κορδόνι.
Και κειδά, σαν πήρε πια να γαλανίζει κατά την ανατολή, ξανακούστηκε ένας κόκορας:
Κίκιρι-κουου!
Κόκκινος πετεινός λαλεί, λέει τρομαγμένος ο πρώτος καλλικάντζαρος.
Οι άλλοι παρατάν μεμιάς το χορό, ανεμοσκορπίστηκαν αλαλιασμένοι. Κόκκ’νος πετεινός λαλεί
Κάτου – Κόσμος μας καλεί!
Τον άφησαν σύξυλο και χάθηκαν καπνός, μηδέ είταν μηδέ φάνηκαν…
(Στρατή Μυριβήλη, Τα παγανά)
Οι καλικάντζαροι, έρχονται από κάτω από τη γη, όπου ολόκληρο το χρόνο, προσπαθούν με τσεκούρι, πριόνια κλπ. να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη (παραλλαγή του μυθικού Άτλαντα).
Κόβουν-κόβουν, μέχρι που έχει μείνει πολύ λίγο ακόμα, αλλά τότε έρχονται τα Χριστούγεννα και λένε “χάιστε να πάμε πάνω στη γη και θα πέσει μοναχό του”. Ανεβαίνουν λοιπόν πάνω στη γη και τα Θεοφάνεια που γυρίζουν, βλέπουν το δέντρο ολάκερο, ακέραιο, άκοπο. Πάλι κόβουν και πάλι έρχονται τα Χριστούγεννα, και όλο απ’ την αρχή.
Την παραμονή των Φώτων με τον μικρό αγιασμό, (ή κατ άλλους ανήμερα με τον Μεγάλο αγιασμό), οι καλικάντζαροι γυρίζουν στο υποχθόνιο βασίλειό τους, αφού αφήσουν τον κόσμο των ανθρώπων.
Όταν ο παπάς με τη σειρά του αγιάσει τα σπίτια.
«Αντίτι να παγαίνουμι
κι έρχεται η ζουρλόπαπας
μι την αγιαστούρα του
κι μι τη βριχτούρα του.
Τη μπαπούτσα μ’ έχασα,
τη μπασούνα μ’ έχασα»
«Φεύγιτι να φεύγουμι
να παπάς μι του Σταυρό,
παπαδιά μι του θιρμό»
(Ντορής, Διάλεκτος, Νεράϊδες, Καλλικαντζαροι,Βρικολακες στις Λεσβιακες Παραδοσεις)
Τη παραμονή και ανήμερα των Φώτων πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών, των οικιών και των χωραφιών. Με την αναχώρηση των καλικάντζαρων την ημέρα των Φώτων, η στάχτη από το τζάκι μαζεύεται και το τζάκι καθαρίζεται. Η στάχτη πετιέται σε μέρος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κανένα λόγο (αλισίβα, λίπασμα κ.λπ.). Επίσης, καθαρίζονται και οι κοπριές των ζώων από τα κατώγια και οι άνθρωποι πλένονται, το εικονοστάσι καθαρίζεται, αλλάζει το νερό στο καντήλι κ.λπ. γιατί οι καλικάντζαροι πέρα από τα προβλήματα που έχουν προξενήσει στους νοικοκυραίους έχουν μαγαρίσει και όλους τους χώρους. Για τον καθαρμό της υπαίθρου, ρίχνουν αγιασμό την παραμονή των Φώτων στα χωράφια, ανάβουν φωτιές κλπ.
Οι καλικάντζαροι στη Λέσβο
Κάθε χωριό στη Λέσβο έχει τη δική του δοξασία για τους καλικάντζαρους, σχετικά με την εμφάνισή τους, την αναχώρησή τους, με την μορφή τους, με το ποιος γίνεται και με το τι κάνουν, όμως παντού υπάρχουν αρκετά κοινά στοιχεία.
Στην Άντισσα λένε, πως οι Καλικάντζαροι έρχονται την πρώτη μέρα του δωδεκαήμερου, που είναι τα Χριστούγεννα. Όποιος πεθάνει και πάει στον άλλο κόσμο άψαλτος κι αλιβάνιστος, βρικολακιάζει και γίνεται Καλικάντζαρος. Αυτός είναι δαίμονας με ανθρώπινη μορφή, μαύρος και ασχημομούρης, με κόκκινα μάτια σαν τη φωτιά, στραβός και ασχημομούρης, στραβοκάνης με πόδια σαν του τράγου, χέρια αρκουδίσια, κι όλο του το κορμί μαλλιαρό. Άλλοι κουτσοί, στραβοκάνηδες, κι άλλοι στραβοί, αλλήθωροι.
Άλλοι μονόματοι, κι άλλοι μονοπόδαροι. Άλλοι ψηλοί, κι άλλοι κοντοί. Είναι τα στοιχειά, που δώδεκα μήνες κρατά στην εξουσία του ο Χριστός και μας φυλάει από το κακό, και δώδεκα μέρες αφύλαχτα, γιατί τα νερά δεν είναι αγιασμένα. Είναι αβάφτιστα και τότες τα στοιχειά αμολημένα, πειράζουνε τους ζωντανούς. Μπαίνουν από τις καπνοδόχους στα σπίτια και βρωμάνε τα φαγητά και τα γλυκά. Πειράζουν τις γυναίκες και τις ψαχουλεύουν στα γυμνά τους.
Όλο το Δωδεκαήμερο, ως τη μέρα των Φώτων που θ’ αγιαστούνε τα νερά με το μεγάλο αγιασμό, γυρίζουν και κυνηγάνε τους ανθρώπους. Γι’ αυτό οι γυναίκες τα Χριστούγεννα κάνουν αγιωτικά και θυμιάζουν για να μην μπουν οι Καλικάντζαροι στο σπίτι τους και τις πειράξουνε. Τώρα που ξέρουν πώς έγιναν οι Καλικάντζαροι και βγαίνουν κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα, όταν πεθάνει κάποιος και δεν έχουν παπά να τον ψάλουν και να τον θυμιάσουν, του βάζουν και παίρνει μαζί του ένα εικόνισμα, κι έτσι δε βρικολακιάζει.
Τα παιδιά που γεννιούνται τη μεγάλη βδομάδα των Χριστουγέννων, και γεννιέται κι ο Χριστός, αν δε βαφτιστούν ως τα Φώτα, γίνονται Καλ’κατζαρέλια, μικροί Καλικάντζαροι. Γι’ αυτό τα βαφτίζουν ανήμερα τα Φώτα, ακόμα και χωρίς παπά. Δε φοβούνται πια μη γίνουν
Καλικάντζαροι, γιατί βαφτίζονται μέσα στ’ αγιασμένα νερά, που είναι κείνη τη μέρα σαν τ’ άγιο μύρος.
Στην Καλλονή η μόνη μαρτυρία που υπάρχει είναι της Μαρίας Κωνσταντέλλη την οποία διέσωσε ο δάσκαλος Κώστας Τσέλεκας.
Απ’ τ’ μέρα που ξ’μιρώνιν τα Χριστούγιννα ίσαμι τα Φώτα, δε καν’ να βγάγ’ς τ’ν αχλιά αμ’ τ’ γουνιά. Τ’ παραμουνή, στου μ’κρό τουν αγιασμό, ραίνουμι γύρου γύρου του σπίτ’ τσι τα ντουβάρια. Τόχουμι καλό για τ’ς καλ’κατζάρ’ τσι τ’ς μυρμμήτζ’. Τ΄ς ίδγις τσ’ μέρις σφαλούν τα κουτρούπια γιατί δεν καν’ να φαν σύκα τσι σταφίδις. Τσίνους π’ θα γινν’θεί απ’ τα Χριστούγιννα ίσαμι τα Φώτα, πρέπ’ ανήμιρα τα Φώτα να τουν βαφτίσιν, για να μη γίν’ καλ’κατζαρέλ’.
Στην Αγία Παρασκευή λένε πως οι νεκροί δεν γίνονται καλικάντζαροι μετά τη γέννηση του Χριστού. Πιστεύουν ακόμα αντίθετα από τα άλλα χωριά της Λέσβου ότι οι καλικάντζαροι είναι πολύ έξυπνοι και ότι μπορούν να γίνουν φίλοι με τους ανθρώπους. Τη νύχτα της παραμονής των Φώτων, ρίχνουν στάχτη στους τοίχους των σπιτιών «να μη γκατουρήσ’ν οι καλικαντάρ’ τσι χαλάσ’ του σπίτ’ γιατί τσείνι ντι μέρα φεύγ’ν».
Στη Στύψη για να εμποδίσουν να πλησιάσουν στο σπίτι οι καλικάντζαροι όταν φτάσει το δωδεκαήμερο ανεβαίνουν οι γυναίκες στα δωμάτια και κάνουν εκεί μεγάλους σταυρούς με κάρβουνα. Αναμμένα κάρβουνα ρίχνουν και στα πηγάδια για να μη μπορούν να λερώσουν το νερό οι καλικάντζαροι. (Στην Αρίσβη στο Πέραμα και στην Άντισσα πιστεύουν ότι οι καλικάντζαροι δεν μολύνουν τα νερά). Πιστεύουν ακόμα ότι δεν πλησιάζουν στο σπίτι όταν ρίχνουμε στα θεμέλια κάθε τέσσερα χρόνια το αίμα από κότα που σφάζουμε. Επειδή κλέβουν τις γλάστρες που βρίσκονται στην αυλή , για τούτο οι γυναίκες μέσα σε κάθε μια , βάζουν μια σκελίδα σκόρδο. Πάνω στα κεραμίδια βάζουν λουκάνικα ή αλεύρι και μέλι για να φάνε αυτά και να μην μπούνε στο σπίτι.
Από χωριό σε χωριό διαφέρει η άφιξη και η αναχώρηση των καλικαντζάρων. Για την άφιξη στη Συκούντα έρχονται όταν αρχίσει το σαρανταήμερο, στην Άγρα έρχονται στις 22 Δεκέμβρη «Αρχόντιν τ’ς Αγιάς Αναστασιάς». Στη Θερμή όταν αρχίσει το σαρανταήμερο. Στην Ανεμώτια και στη Βρίσα στις 5 Δεκέμβρη.
Για την αναχώρηση τα περισσότερα χωριά πιστεύουν ότι φεύγουν την παραμονή των Φώτων.
Εκτός από το Ακράσι, φεύγουν την μεγάλη Τεσσαρακοστή (και έρχονται μια βδομάδα πριν τη γέννηση του Χριστού), τα Χίδηρα ότι φεύγουν τ’ς Απουκριγιές και τα Παράκοιλα ότι οι καλικάντζαροι μέχρι τη γέννηση του Χριστού δεν έφευγαν, αλλά έμειναν πάντοτε στη γη. Όμως « άμα γιννήθκι η Χριστός ξικουπήθ’καν τσι αρχόντιν μουνάχα τ’ς μέρις που τιλειώνι τσι αρχινά η χρόνους».
Τα ονόματα των Καλικάντζαρων «η Ελληνική Disneyland!»
ΜΑΛΑΓΑΝΑΣ: Ο Μαλαγάνας θέλει πολύ προσοχή γιατί ξεγελάει τα παιδιά με γλυκόλογα και έτσι καταφέρνει να τους παίρνει τα γλυκά.
ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΗΣ:Ο Τρικλοπόδης έχει χταποδίσιο χέρι που το χώνει παντού και σκουντουφλάνε πάνω του οι άνθρωποι. Του αρέσει πολύ να μπερδεύει τις κλωστές από το πλεχτό της γιαγιάς.
ΠΛΑΝΗΤΑΡΟΣ: Ο Πλανήταρος πλανεύει τους ανθρώπους γιατί μπορεί να μεταμορφώνεται σε ζώο ή σε κουβάρι.
ΜΑΛΑΠΕΡΔΑΣ: Του Μαλαπέρδα του αρέσει να κατουράει και στα φαγητά την ώρα που μαγειρεύονται . Γι’ αυτό όσες νοικοκυρές τον ξέρουν φροντίζουν να κλείνουν καλά το καπάκι της κατσαρόλας τους.
ΜΑΓΑΡΑΣ: Ο Μαγάρας έχει μια κοιλιά σαν τούμπανο και αφήνει βρομερά αέρια πάνω στα φαγητά των ανθρώπων.
ΒΑΤΡΑΚΟΥΚΟΣ: Ο Βατρακούκος είναι θεόρατος και ολόιδιος βάτραχος.
ΚΑΤΑΧΑΝΑΣ – ΠΕΡΙΔΡΟΜΟΣ: Ο Καταχανάς τρώει διαρκώς και τα πάντα. Ρεύεται και βρομάει απαίσια.
Ο Περίδρομος είναι ο άλλος φαταούλας της παρέας.
ΚΟΥΛΟΧΕΡΗΣ: Ο Κουλοχέρης είναι σαραβαλιασμένος , μ’ ένα χέρι κοντό κι ένα μακρύ , κι όλο μπερδεύεται και πέφτει κάτω.
ΠΑΡΩΡΙΤΗΣ: Ο Παρωρίτης έχει μύτη σαν προβοσκίδα και πολύ μαλακή . Εμφανίζεται λίγη ώρα πριν λαλήσει ο πετεινός , αξημέρωτα , κι έχει μανία να παίρνει τις φωνές των ανθρώπων .
ΓΟΥΡΛΟΣ: Ο Γουρλός έχει τα μάτια του τεράστια σαν αυγά και πεταμένα έξω . Φυσικά δεν του ξεφεύγει τίποτα .
ΚΟΨΟΜΕΣΙΤΗΣ: Ο Κοψομεσίτης είναι κουτσός κα καμπούρης και πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους καλικάντζαρους του αρέσουν οι τηγανίτες με το μέλι.
ΣΤΡΑΒΟΛΑΙΜΗΣ: Το χαρακτηριστικό του Στραβολαίμη είναι ότι στριφογυρνάει διαρκώς σα σβούρα το κεφάλι του.
ΚΟΨΑΧΕΙΛΗΣ: Του Κοψαχείλη τα δόντια είναι τεράστια και κρέμονται έξω από τα χείλη του. Του αρέσει να κοροϊδεύει τους παπάδες και γι αυτό φορά συνήθως ένα ψεύτικο καλυμμαύκι.
ΚΩΛΟΒΕΛΟΝΗΣ: Ο Κωλοβελόνης είναι μακρύς σαν μακαρόνι κι έτσι μπορεί εύκολα να περνάει από τις κλειδαρότρυπες κι από τις τρύπες του κόσκινου. Είναι ιδιαίτερα σβέλτος και γρήγορος στις κινήσεις του. Λένε πως ίσως ο Κωλοβελόνης να έχει ουρά που καταλήγει σε βέλος.
ΜΑΝΤΡΑΚΟΥΚΟΣ: Μαντρακούκος ή Πρώτος ή Κουτσός. Αυτός ο αρχικαλικάντζαρος την ημέρα κρύβεται στις μάντρες και τη νύχτα βγαίνει και πειράζει τις γυναίκες που περπατούν στο δρόμο. Είναι κοντόχοντρος, τραγοπόδαρος, καραφλός, ασχημομούρης, πιο πολύ απ’ τους άλλους και πολύ επικίνδυνος. Αρχικά διακρίνουμε σ αυτόν, την μορφή και τις συνήθειες του τραγοπόδαρου Θεού Πάνα, που λάτρευαν στην αγροτική Ελλάδα, πολλά χρόνια πριν την εμφάνιση του δωδεκάθεου. Κάποιοι τον συνδέουν με την αρχαία λατρεία των υποχθόνιων Καβείρων, που ήταν γιοί του Ήφαιστου.
ΠΑΓΑΝΟΣ: Παγανός ή Πρώτος ή Μεγάλος. Η αφεντιά του είναι κουτσός. Λένε μάλιστα πως τον κούτσανε μια κλωτσιά από το γαϊδούρι της Μάρως, μιας χωριατοπούλας που την κυνηγούσε κάποτε ο Παγανός για να την κάνει γυναίκα του, αλλά αυτή κρύφτηκε στα σακιά με το αλεύρι που είχε φορτωμένα στο γαϊδούρι της και κατάφερε να του ξεφύγει. Ο Παγανός έτρεξε μανιασμένος κοντά στο γαϊδούρι και την έψαχνε. Το ζωντανό τότε τρόμαξε τόσο πολύ που άρχισε να κλωτσάει. Μια δυνατή φαίνεται πως έφαγε ο Παγανός και σακατεύτηκε. Ο Παγανός λατρεύει τη στάχτη και γι’ αυτό τρυπώνει από τις καμινάδες. Φοβάται όμως πιο πολύ απ’ όλους τους Καλικάντζαρους τη φωτιά και γι’ αυτό οι νοικοκύρηδες φροντίζουν να μη σβήσει κατά τη διάρκεια του δωδεκαήμερου. Ρίχνουν μάλιστα και αλάτι που κάνει θόρυβο όταν πέσει στη φωτιά, για να τον τρομάξουν ακόμα περισσότερο.
ΚΑΤΣΙΚΟΠΟΔΑΡΟΣ: Κατσικοπόδαρος ή Κατσιποδιάρης ή Μέγας Καλικάντζαρος.
Η μεγαλειότητά του είναι φαλακρός και κασιδιάρης κι έχει ένα κατσικίσιο ποδάρι. Είναι κακορίζικος, ελεεινός και γρουσούζης. Όπου βάλει το κατσικίσιο του ποδάρι φέρνει καταστροφή.
Το Συγχρονο Star System
Στις μέρες μας με την ολοκληρωτική κυριαρχία της τηλεόρασης, οι καλικάντζαροι μόνο το δωδεκαήμερο δεν περιμένουν, για να μπουν στα σπίτια!
Μένουν εκεί καθημερινά όλο το χρόνο, σαν «χαριτωμένα δαιμονάκια», «χαριτωμένα κόμικς», που μόνο φρίκη δεν προκαλούν, αλλά αντιθέτως, διασκεδάζουν μικρούς και μεγάλους.
Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε τώρα, μια χιουμοριστική χροιά στην παράδοση, δίνοντας σε κάθε ζώδιο, την ιδιότητα ενός Καλικάντζαρου.
Βλέπετε το σύγχρονο STAR SYSTEM εκμεταλλεύεται πια ότι αφορά τα χαριτωμένα και σκανδαλιάρικα αυτά πλασματάκια.
Ο Κριός καλικάντζαρος
Ο επικεφαλής των καλικάντζαρων, αυτός που κατευθύνει τους άλλους στο έργο τους. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο ξακουστός «Κωλοβελόνης», που στην παλιά Αθήνα θεωρούνταν αρχηγός τους. Ο Κριός καλικάντζαρος είναι γρήγορος και ευέλικτος και αυτό που θέλει, είναι να βλέπει τα πρόσωπα των άλλων να αιφνιδιάζονται από την ταχύτητα και τις σβέλτες κινήσεις του. Το πρόβλημά του είναι πως σαμποτάρεται από τη βιασύνη του και σκοντάφτει συνεχώς, λεηλατώντας το φαρμακείο του σπιτιού, για να καταπραΰνει τα καρούμπαλα.
Ο Ταύρος καλικάντζαρος
Φημισμένος για τη λαιμαργία του ο Ταύρος καλικάντζαρος γυρνάει παντού με έναν μόνο σκοπό: Να αρπάξει όσο περισσότερες τηγανίτες με μέλι μπορεί και να αράξει σε μια γωνιά να τις καταβροχθίσει. Μοιάζει πολύ με τον «Περίδρομο» και είναι ο πιο νωθρός από όλη την παρέα, αφού τις περισσότερες ώρες κάθεται και τρώει. Βρίσκει την πιο καλή κρυψώνα για να είναι ασφαλής και δεν τον ενδιαφέρει η αντίδραση των ανθρώπων, παρά μόνο αν πρόκειται να ξαναγεμίζουν την πιατέλα με τα γλυκά.
Ο Δίδυμος καλικάντζαρος
Μοιάζει με τον «Στραβολαίμη» και λατρεύει να στριφογυρίζει σαν σβούρα και να ζαλίζει και τους άλλους με την πολυλογία του. Είναι χωρατατζής και διαπραγματεύεται τα πάντα με τους υπόλοιπους. Στον Δίδυμο καλικάντζαρο αρέσει να μπαίνει από τις κλειδαρότρυπες, διεκδικεί το αλάνθαστο και όταν κάνει μια γκάφα, η ευμετάβλητη διάθεσή του προσπαθεί να την ωραιοποιήσει. Ανοίγει όλα τα μπουκάλια για να μυρίσει τι έχουν μέσα και απολαμβάνει τα αρώματα και τις μυρωδιές, μέχρι να ξεθυμάνουν.
Ο Καρκίνος καλικάντζαρος
Του αρέσει να κρύβεται στις τρύπες των μύλων, αλλά και σε όποια εσοχή βρει. Είναι λαίμαργος, εύκαμπτος, μικροκαμωμένος και ο πιο διστακτικός όλων. Ο Καρκίνος καλικάντζαρος κάνει τις λιγότερες ζημιές γιατί κατά βάθος λυπάται να χαλάσει την ησυχία του σπιτιού. Συνήθως γκρινιάζει όταν οι άλλοι τον κατηγορούν για ατολμία και τότε είναι που χρησιμοποιεί την ιδιότητα του «Καταχανά» και εκνευρισμένος από τη φασαρία των άλλων, ρεύεται αμίμητα, για να τους εκφοβίσει.
Ο Λέων καλικάντζαρος
Φημίζεται για τις συγκεντρώσεις και τα τσιμπούσια που διοργανώνει για να μαζευτούν όλοι μαζί να απολαύσουν τις σκανδαλιές τους. Ο Λέων καλικάντζαρος είναι γενναιόδωρος, επιβλητικός και μοιάζει με τον θεόρατο «Βατρακούκο». Του αρέσει να βάζει χέρι στα χρυσά κοσμήματα και να στολίζεται σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο κλέβοντας τα πιο φαντασμαγορικά ρούχα. Η εμμονή του είναι να μεταμορφωθεί από καλικάντζαρος – βάτραχος σε πρίγκιπα, γι αυτό και οι ντουλάπες αναστενάζουν από τη μόνιμη λεηλασία του.
Ο Παρθένος καλικάντζαρος
Δεν μπαίνει σίγουρα από την καμινάδα γιατί δεν αντέχει τη μουτζούρα. Είναι ο πιο καθαρός από όλους και περιορίζεται μόνο σε ανδραγαθήματα και όχι σε ότι λερώνει και βρωμίζει. Κάνει τη σκανδαλιά του μεθοδικά και αθόρυβα, ενώ δεν εγκαταλείπει τον στόχο του, αν δεν βεβαιωθεί πως εξάντλησε και την τελευταία λεπτομέρεια. Μοιάζει με τον «Γουρλό» που δεν του ξεφεύγει τίποτα. Η ζημιά του Παρθένου καλικάντζαρου δεν αφήνει το αποτύπωμά της, γιατί διαθέτει μπαγαπόντικη σκέψη, που εφαρμόζει εξίσου το ίδιο.
Ο Ζυγός καλικάντζαρος
Ο Ζυγός καλικάντζαρος έχει το πιο κομψό παρουσιαστικό, δεν είναι τόσο αποκρουστικός και είναι ο πιο πειστικός από όλους. Μοιάζει με τον «Μαλαγάνα» που σκοπό έχει να ξεγελάσει με τις μαλαγανιές του, ειδικά τα μικρά παιδιά για να τους πάρει τα γλυκά. Είναι ευπαρουσίαστος για να μην τον φοβούνται, ώστε να μπορεί να αλωνίζει παίρνοντας εύκολα αυτό που θέλει. Οι καθρέφτες είναι γεμάτοι από τα αποτυπώματά του, στην προσπάθειά του να τους προσαρμόσει στη θέση, που θα μπορεί να αυτοθαυμάζεται.
Ο Σκορπιός καλικάντζαρος
Ο εμπνευστής των καλικάντζαρων, αυτός που βάζει την ιδέα για το 12 ήμερο ρημαδιό, αφήνοντας τον Κριό να δράσει για τα υπόλοιπα. Ο πιο ανιχνευτικός νυχτοδιαβάτης, ο Σκορπιός καλικάντζαρος διεισδύει περισσότερο από όλους και μοιάζει με τον κουτσό «Παγανό» που τρέμει τη φωτιά. Ψάχνει μόνο για χρήματα, σουφρώνοντας όσα βρει. Είναι ο πλουσιότερος των καλικαντζάρων και άσσος στις συνομωσίες, και φυσικά ο υπαίτιος για τον κλεμμένο σάκο του Αι Βασίλη, που λαχταράει για να τον γεμίσει λεφτά.
Ο Τοξότης καλικάντζαρος
Ο βοηθός του αρχηγού Κωλοβελόνη – Κριού, στην επίτευξη του σκανδαλιάρικου έργου. Ο Τοξότης καλικάντζαρος δημιουργεί σαματά ξεσηκώνοντας με τις φωνές και τους ατσούμπαλους χτύπους του. Μοιάζει με τον «Μαντρακούκο» που τα βράδια ξεστρατίζει πειράζοντας τις γυναίκες. Δεν χαμπαριάζει από βρισιές, φιλοσοφώντας και μασουλώντας ότι βρει. Είναι όμως άριστος στο πελέκημα του δέντρου και χάρη στη δική του αισιοδοξία, οι υπόλοιποι διατηρούν την αιώνια πεποίθηση, πως θα καταφέρουν τον σκοπό τους.
Ο Αιγόκερως καλικάντζαρος
Έχει τα πρωτεία στην αναρρίχηση και φιλοδοξεί να μαζέψει την περισσότερη λεία. Προτιμά σπίτια με κεραμίδια και σκεπές, δρώντας κυρίως σε εξωτερικούς χώρους. Ο Αιγόκερως καλικάντζαρος έχει πειθαρχία και υπομονή. Δεν ξεγελιέται εύκολα από ξόρκια και κόσκινα, ενώ μοιάζει με τον «Κοψαχείλη» κοροϊδεύοντας τους παπάδες μέσα από το μαύρο καλυμμαύκι του. Την παραμονή των Φώτων, είναι αυτός που αναλαμβάνει το σκωπτικό τραγούδι. Είναι ο σοφός της παρέας, που όλη η φυλή των καλικαντζάρων συμβουλεύεται.
Ο Υδροχόος καλικάντζαρος
Διαθέτει μεγαλύτερη εξυπνάδα από τους υπόλοιπους και κινείται σαν τον φημισμένο «Τρικλοπόδη» με το χταποδίσιο χέρι του, που το χώνει παντού. Λατρεύει να μπερδεύει κλωστές και κουβάρια, μπαίνοντας και σε πειρασμό να τα ξεμπερδέψει. Ο Υδροχόος καλικάντζαρος κινείται απεριόριστα και χωρίς φασαρία, επινοώντας συνεχώς τρόπους να αρπάξει ότι του αρέσει. Στο φιλελεύθερο πνεύμα του υποκλίνονται πολλοί άλλοι, αλλά δεν θα τον βρουν ποτέ εκεί, όταν υπάρχει ανάγκη.
Ο Ιχθύς καλικάντζαρος
Κανένας άλλος δεν μπερδεύει τόσο τους ανθρώπους όσο ο Ιχθύς καλικάντζαρος. Είναι ιδανικός στο να κάνει φάρσες, λέγοντας ψέματα που αποπροσανατολίζουν και τους υπόλοιπους. Μοιάζει με τον «Πλανήταρο» που επιδιώκει να μεταμορφώνεται και να ξεγελά. Του αρέσει να ρουφάει όλα τα ποτά και τα κρασιά, ενώ συνήθως γίνεται λιώμα και τρέχει να σωριαστεί μέχρι να ξυπνήσει ξανά. Οι άλλοι δεν τον ρωτάνε ποτέ για να πληροφορηθούν, ενώ με ένα Johny Walker σε περίοπτη θέση, δεν θα σας ενοχλήσει ξανά.