Ο ψευδοχαρακτήρας πού προσλαμβάνει η νόηση γίνεται καλύτερα κατανοητός από το ψευδοχαρακτήρα της βούλησης και των αισθημάτων. Είναι κατά συνέπεια προτιμότερο να αρχίσουμε το θέμα μας εξετάζοντας τις διαφορές ανάμεσα στη γνήσια νόηση και στην ψεύτικη νόηση. (Από το βιβλίο του Εριχ Φρομ «Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία»)
“Ας υποθέσουμε πώς βρισκόμαστε σ” ένα νησί όπου υπάρχουν ψαράδες και θερινοί επισκέπτες από την πόλη. Θέλουμε να μάθουμε τί καιρό κάνει και ρωτάμε έναν ψαρά και δύο επισκέπτες πού ξέρουμε πώς άκουσαν το ραδιοφωνικό μετεωρολογικό δελτίο. Ο ψαράς, με τη μακρόχρονη πείρα του και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον πού έχει για το πρόβλημα τού καιρού, θα αρχίσει να σκέφτεται, καθώς δεν είχε ασχοληθεί με το θέμα πριν τον ρωτήσουμε.
Ξέροντας τη διεύθυνση τού ανέμου, τη θερμοκρασία, την υγρασία και διάφορα άλλα στοιχεία χρήσιμα για την πρόγνωση τού καιρού, θα ζυγίσει τούς διάφορους παράγοντας ανάλογα με την αντίστοιχη σπουδαιότητά τους και θα καταλήξει σε μια λίγο-πολύ οριστική κρίση. Θα θυμάται φυσικά το μετεωρολογικό δελτίο και θα το επικαλεστεί ενισχυτικό ή όχι της γνώμης του. “Αν δεν είναι ενισχυτικό, θα είναι προσεχτικός ως προς τούς διάφορους λόγους πού θα στηρίξει τη σκέψη του. “Όμως αυτό πού θα πει, και αυτό είναι το ουσιώδες, είναι δική του γνώμη, το αποτέλεσμα της σκέψης του.
Ο πρώτος από τούς δύο επισκέπτες είναι ένας άνθρωπος, ο όποιος, όταν ρωτήσαμε τη γνώμη του, ήξερε πώς δε γνωρίζει πολλά πράγματα σχετικά με τον καιρό, ούτε και νοιώθει πώς έχει υποχρέωση να ξέρει. Μπορεί να απαντήσει απλά «δεν μπορώ να κρίνω. Το μόνο πού ξέρω είναι πώς το ραδιόφωνο είπε το και το».
Ο άλλος πού ρωτάμε είναι διαφορετικός τύπος. Πιστεύει πώς ξέρει πολλά πράγματα σχετικά με τον καιρό, ενώ στην πραγματικότητα ξέρει πολύ λίγα. Είναι από τα πρόσωπα πού νομίζουν πώς πρέπει να απαντούν σε κάθε ερώτημα. Σκέφτεται για ένα λεπτό και ύστερα λέει τη γνώμη «του», πού στην πραγματικότητα είναι αυτά πού είπε το ραδιόφωνο. Κι όταν ρωτηθεί πού στηρίζει αυτή τη γνώμη, απαντά πώς αυτό είναι το συμπέρασμα σύμφωνα με τη διεύθυνση τού ανέμου, τη θερμοκρασία και την υγρασία.
Η συμπεριφορά αυτού τού ανθρώπου, όπως τη βλέπουμε εξωτερικά, είναι ίδια με κείνη τού ψαρά. ’Αν όμως την αναλύσουμε προσεχτικότερα γίνεται φανερό πώς άκουσε την πρόγνωση τού ραδιοφώνου και την υιοθέτησε. Νοιώθοντας όμως υποχρεωμένος να ακούσει τη γνώμη μας σχετικά, ξεχνά και απλώς επαναλαμβάνει την έγκυρη γνώμη κάποιου άλλου και πιστεύει πώς στη γνώμη αυτή κατέληξε με τη δική του σκέψη. Φαντάζεται πώς οι λόγοι πού μας ανέφερε ήταν εκείνοι πού τού επέτρεψαν να διαμορφώσει αυτή τη γνώμη, αν όμως εξετάσουμε αυτούς τούς λόγους διαπιστώνουμε πώς προφανώς δε θα τον οδηγούσαν σ’ αυτό το συμπέρασμα σχετικά με τον καιρό αν δεν είχε σχηματίσει γνώμη εκ των προτέρων.
Ουσιαστικά είναι ψεύτικοι λόγοι, πού προορισμό έχουν να κάνουν τη γνώμη του να φαίνεται σαν απόρροια της σκέψης του. ’Έχει την αυταπάτη πώς διαμόρφωσε δική του γνώμη, στην πραγματικότητα όμως υιοθέτησε τη γνώμη μιας έγκυρης πηγής, χωρίς να αντιληφθεί τη διαδικασία αυτή. Πιθανόν να αποδειχτεί αλήθεια ότι είπε σχετικά με τον καιρό και να διαψευστεί ο ψαράς, αλλά στην περίπτωση αυτή δε θα είναι ή γνώμη «του» πού θα αποδειχτεί σωστή, έστω και αν ο ψαράς έπεσε έξω σχετικά με τη «δική του» γνώμη.
Το ίδιο φαινόμενο μπορεί να παρατηρηθεί αν μελετήσουμε τη γνώμη των ανθρώπων σχετικά με ορισμένα θέματα, π. χ. την πολιτική. Ρωτήστε ένα μέσο αναγνώστη εφημερίδας τί φρονεί για ένα ορισμένο πολιτικό θέμα. Θα σας δώσει σα γνώμη «του» έναν λίγο -πολύ ακριβή απολογισμό των όσων έχει διαβάσει, παρ’ όλα αυτά όμως — και αυτό είναι το σημαντικό — πιστεύει πώς αυτό πού είπε είναι απόρροια της δικής του σκέψης. Αν είναι μέλος μιας μικρής κοινότητας, όπου οι πολιτικές απόψεις μεταδίνονται από τον πατέρα στο παιδί, ή «δική του» γνώμη μπορεί να ελέγχεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο αυτός θα μπορούσε να φανταστεί σε μια δοσμένη στιγμή, από τη λανθάνουσα εξουσία ενός αυστηροί πατέρα.
H γνώμη ενός άλλου αναγνώστη μπορεί να είναι απόρροια της σύγχυσης- μιας στιγμής, τού φόβου μήπως φανεί απληροφόρητος και γι’ αυτό ή «σκέψη» είναι ή πρόσοψη ουσιαστικά, και όχι απόρροια φυσικού συνδυασμού εμπειρίας, επιθυμίας και γνώσεων. Το ίδιο φαινόμενο συναντιέται και στις αισθητικές κρίσεις. Το μέσο πρόσωπο πού επισκέπτεται ένα μουσείο και παρατηρεί έναν πίνακα διάσημου ζωγράφου, ας πούμε τού Ρέμπραντ, κρίνει πώς o πίνακας είναι ωραίος και προκαλεί εντύπωση. Αν αναλύσουμε την κρίση του, διαπιστώνουμε πώς o πίνακας δεν τού προκαλεί καμιά ιδιαίτερη εσωτερική αντίδραση, αλλά φρονεί πώς είναι ωραίος γιατί ξέρει πώς θα πρέπει να φρονεί πώς είναι ωραίος.
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται επίσης σχετικά με την κρίση των ανθρώπων για τη μουσική, καθώς και σχετικά με τον τρόπο πού συλλαμβάνουν τις εικόνες. Πολλά πρόσωπα πού βλέπουν ένα περίφημο τοπίο, ουσιαστικά αναπαράγουν στη μνήμη τους εικόνες πού έχουν δει πολλές φορές, ας πούμε σε καρτ – ποστάλ, και ενώ πιστεύουν πώς «είδαν» το τοπίο, έχουν μπροστά στα μάτια τους τις εικόνες αυτές. Ή όταν είναι παρόντες σ’ ένα ατύχημα, βλέπουν ή ακούν τα γεγονότα όπως θα τα ήθελαν σε ένα ρεπορτάζ εφημερίδας. Στην πραγματικότητα, για πολλούς ανθρώπους μια εμπειρία πού γνώρισαν, ένα καλλιτεχνικό γεγονός ή μια συγκέντρωση στην όποια παραβρέθηκαν, παίρνει γι’ αυτούς τη διάσταση τού πραγματικού μόνο αφού διαβάσουν τα σχετικά στην εφημερίδα.
Η καταστολή της κριτικής σκέψης αρχίζει συνήθως από πολύ νωρίς. Ένα πεντάχρονο κοριτσάκι, π.χ., μπορεί να αντιληφθεί την ειλικρίνεια της μητέρας του είτε διαπιστώνοντες με οξυδέρκεια πώς, ενώ ή μητέρα μίλα συνέχεια για Αγάπη και φιλία, στην πραγματικότητα είναι ψυχρή και εγωίστρια, είτε με πιο ώμο τρόπο, παρατηρώντας πώς ή μητέρα του, ενώ διακηρύσσει συνέχεια την άμεμπτη ηθική της, τα έχει φτιάξει με άλλον. Το παιδί αισθάνεται τη διαφορά. Το αίσθημά του για τη δικαιοσύνη και την αλήθεια πληγώνεται και ακόμη, όντας εξαρτημένο από τη μητέρα του, ή όποια δε θα επέτρεπε κανένα είδος κριτικής, και έχοντας, ας πούμε, άβουλο πατέρα, στον όποιο δε θα μπορούσε να στηριχτεί, το παιδί αναγκάζεται να καταστείλει την κριτική του ικανότητα. Πολύ σύντομα δε θα παρατηρεί την ανειλικρίνεια ή την απιστία της μητέρας του. Θα χάσει την Ικανότητα να σκέφτεται κριτικά, αφού θα φαίνεται πώς είναι όχι μόνο άσκοπο αλλά και επικίνδυνο να τη διατηρεί οξυμένη. Από το άλλο μέρος στο παιδί εντυπώνεται o κανόνας πώς θα πρέπει να πιστεύει ότι ή μητέρα του είναι ειλικρινής και καθωσπρέπει και ότι ό γάμος των γονέων του ήταν πετυχημένος και θα είναι πρόθυμο να αποδεχτεί την Ιδέα αυτή σα να ήταν δική του.
Σε όλα αυτά τα παραδείγματα της ψευδοσκέψης το πρόβλημα είναι κατά πόσο ή διαμορφωνόμενη γνώμη είναι απόρροια της σκέψης τού ατόμου, δηλαδή της δικής του δραστηριότητας. Το πρόβλημα δεν είναι αν είναι ή όχι σωστό το περιεχόμενο της γνώμης. ‘Όπως ήδη αναφέρθηκε στην περίπτωση τού ψαρά πού προλέγει τον καιρό, ή γνώμη «του» μπορεί να είναι σφαλερή, και ή γνώμη εκείνου πού επαναλαμβάνει αυτά πού του έβαλαν στο μυαλό του να είναι σωστή.
Η ψευδοσκέψη μπορεί επίσης να ευσταθεί και να στηρίζεται στη λογική. Ο ψευδοχαρακτήρας της δεν εμφανίζεται σε άλογα στοιχεία. Το θέμα αυτό μπορεί να μελετηθεί στις αιτιολογήσεις πού τείνουν να στηρίξουν ένα αίσθημα ή μια ενέργεια σε λογικά και ρεαλιστικά βάθρα, μολονότι καθορίζεται από παράλογους και υποκειμενικούς παράγοντες. Ή αιτιολόγηση μπορεί να αντιφάσκει στα γεγονότα ή στους κανόνες της λογικής σκέψης. Συνήθως όμως είναι αυτή καθαυτή λογική. Στην περίπτωση αυτή ο παραλογισμός της βρίσκεται μόνο στο γεγονός πώς δεν είναι το πραγματικό κίνητρο της δράσης πού ισχυρίζεται πώς προκάλεσε.