Φέτος πρώτη φορά δίδαξα μυθιστόρημα στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής του «Ιανού», και θα μιλήσω βάσει αυτής της εξαιρετικής εμπειρίας. Τα σεμινάρια ασκούν μεγάλη έλξη, επειδή, πρώτο και κύριο, διασώζουν την προσωπική σχέση μαθητή και δασκάλου, αυτού του σπάνιου στην εποχή μας ενώπιος ενωπίω. Στα αντίστοιχα ιντερνετικά μαθήματα αυτή η πολύτιμη σχέση αλλάζει ή χάνεται. Δεν με ενδιαφέρουν.
Το ότι οι ενήλικοι μαθητές επιλέγουν τον δάσκαλό τους ανάμεσα σε όσους διδάσκουν σήμερα, συνήθως ένα συγγραφέα που εκτιμούν κι έχουν διαβάσει, είναι επίσης βασικός λόγος έλξης. Οι ενήλικοι αυτοί μαθητές σίγουρα αγαπούν τη λογοτεχνία. Από την αρχή γνωρίζουν ότι δεν «θα γίνουν συγγραφείς» με τη λήξη του σεμιναρίου, κάτι αδύνατον να συμβεί κάτι τόσο μηχανιστικό – στο δικό μου σεμινάριο πάντως τρεις είχαν ήδη εκδώσει βιβλία τους!
Οι περισσότεροι έχουν κάνει δοκιμές γραφής και ξέρουν ότι στα σεμινάρια θα ασκηθούν πολύ συστηματικά στο γράψιμο, συζητώντας επί των ασκήσεων. Ολοι, ωστόσο, θέλουν να συστηματοποιήσουν τις σκόρπιες γνώσεις τους για τη λογοτεχνία, να συζητήσουν, να λύσουν απορίες τους, να αποκτήσουν ευρύτερες γνώσεις. Δεν θα παραλείψω το όφελος και τη δική μου χαρά απ’ αυτά τα σεμινάρια.
Αλλος λόγος έλξης είναι ότι, για την επιλογή των μαθητών, δεν υπάρχει απαγόρευση για το επάγγελμα, την ηλικία, ή το μορφωτικό τους επίπεδο. Αυτό έχει πολύ γόνιμα αποτελέσματα, καθώς τα μαθήματα και οι γραπτές ασκήσεις συζητιούνται μέσα στην τάξη.
Με εντυπωσιάζει με πολύ θετικό τρόπο το ότι άνθρωποι κάθε λογής διαθέτουν σήμερα ώρες από τη ζωή τους και κάποιο χρηματικό ποσόν, για να εντρυφήσουν στη λογοτεχνία, να βελτιώσουν τα δικά τους γραπτά, να ασχοληθούν με το ποιοτικό βιβλίο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το όφελος για το ποιοτικό βιβλίο είναι τεράστιο απ’ αυτά τα σεμινάρια, αφού οι μαθητές, αν δεν είναι ήδη καλοί αναγνώστες, εξελίσσονται σε καλύτερους.
Ενας ακόμη λόγος έλξης είναι ότι τα σεμινάρια αποτελούν μια νέα μορφή εκπαίδευσης για ανθρώπους που θέλουν να εμβαθύνουν σε αυτό που τους αρέσει. Είχα τις ενστάσεις μου όταν πρωτάρχισαν, αφού εμείς, οι παλιότεροι, μόνοι μας γράψαμε, μόνοι μας διαβάσαμε.
Και οι εποχές, ωστόσο, και οτιδήποτε αφορά το βιβλίο, έχουν αλλάξει ανεπίστρεπτα. Ας διακρίνουμε και ας υποστηρίξουμε τα θετικά στοιχεία. Ας μη λησμονούμε και όσους, λίγοι ήταν, καθόρισαν επίσης τα δικά μας βήματα. Δεν ήμασταν ποτέ ολομόναχοι.
Διδάσκεται τελικά η λογοτεχνική γραφή; Υπάρχουν, θα έλεγα, κάποια κλειδιά από τη μεριά του συγγραφέα, κάποια αντικλείδια από τη μεριά του αναγνώστη, που μπορούν να διδαχθούν, φτάνει να αγαπούν και οι δυο τους τη λογοτεχνία.
* Η κ. Ρέα Γαλανάκη είναι συγγραφέας. Το μυθιστόρημά της «Η άκρα ταπείνωση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.