«Απαθανατίζω» ή «Αποθανατίζω»; Ποιο είναι το σωστό; Το ορθό είναι απαθανατίζω, γιατί προέρχεται από την πρόθεση από και το επίθετο αθάνατος. Στις σύνθετες λέξεις, η πρόθεση απο- δεν διατηρεί το -ο- όταν ακολουθείται από β΄ συνθετικό που αρχίζει από φωνήεν. Η λέξη αποθανατίζω χρησιμοποιείται κάποιες φορές παρετυμολογικά στον προφορικό λόγο, χωρίς να θεωρείται σωστή.
Για το λήμμα συμβουλευθήκαμε τέσσερα λεξικά.
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη):
απαθανατίζω: ρ μετβ {απαθανάτι-σα, -στηκα (λόγ -σθηκα) -σμένος} κάνω να διατηρηθεί (κάτι) στη μνήμη, συνήθ. με τη φωτογραφία, με εικαστικά έργα τέχνης κλπ.· ο φωτογράφος απαθανάτισε τη σννάντηση των δύο ηγετών || ο ζωγράφος απαθανάτισε την ομορφιά της. — απαθανάτιση (η) [μτγν.|. (ετυμ αρχ. < άπ(ο)- + -αθανατίζω < αθάνατος]
αποθανατίζω ή αποθανατίζω; Το σωστό είναι απαθανατίζω, δηλ. από + αθανατίζω (< αθάνατος), δηλώνοντας τη σημ. «καθιστώ κάποιον/κάτι αθάνατο». Το αποθανατίζω, προϊόν ανομοιώσεως των αλλεπαλλήλων -α- και παρασυσχετισμού προς τα πολλά σύνθετα με απο- (απο-θαρρύνω, απο-θησαυρίζω, απο-βλέπω κ.τ.ό.), θα σήμαινε περισσότερο το «αποτελειώνω κάποιον, του αφαιρώ κάθε ίχνος ζωής»!
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη):
απαθανατίζω [apaθanatízo] -ομαι & αποθανατίζω [apoθanatízo] -ομαι: μέσο κυρίως της τέχνης ή της τεχνικής, διατηρώ κπ. ή κτ. πολύ ζωντανό στη μνήμη των συγχρόνων και των μεταγενεστέρων: H φωτογραφία απαθανατίζει χαρούμενες στιγμές της ζωής μας.
H λαϊκή μούσα απαθανάτισε τα κατορθώματα πολλών ηρώων μας. [λόγ. < αρχ. ἀπαθανατίζω· παρετυμ. απο- θάνατος (“βγάζω από το θάνατο”)]
Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη):
αποθανατίζω ή αποθανατίζω; Επειδή το ρήμα συντίθεται ως προς το β΄ τμήμα του από το επίθ. αθάνατος, σωστός είναι ο τύπος απαθανατίζω (με -α-) και όχι απο-θανατίζω, που πιθανώς οφείλεται σε επίδραση των πολλών συνθέτων του απο- και στη διαδοχή πολλών -α-.
Ας σημειωθεί ότι η πρόθεση απο- κατά κανόνα δεν διατηρεί το τελικό της φωνήεν, όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από φωνήεν, π.χ. απ-αγγέλλω, απ-αριθμώ, απ-άγω, απ-αρτίζω.
Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας (Ακαδημία Αθηνών):
απαθανατίζω: ρ. (μτβ.) [απαθανάτι-σα, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, απαθανατίζ-οντας & (προφ.) απο-θανατίζω: φωτογραφίζω ή αναπαριστώ, μέσω άλλης τέχνης ή τεχνικής, πρόσωπο, σκηνή, γεγονός, ώστε να διασωθεί στη μνήμη: Εικόνες που ~σε η κάμερα. Ιστορικά γεγονότα που έχουν ~στεί σε φιλμ. || Πόλεις που ~στηκαν σε διάσημους πίνακες (=απεικονίστηκαν)/σε κλασικά έργα της λογοτεχνίας (=καταγράφηκαν). Πβ. αποτυπώνω. [αρχ. ἀπαθανατίζω].