Η λογοτεχνία δεν έχει το μονοπώλιο στην ανάλυση του έρωτα. Από τη βιολογία έως την ψυχανάλυση και από τη θρησκεία ως την ανθρωπολογία, διαθέτουμε πλήθος θεωριών για τη φύση του ρομαντικού έρωτα και της σαρκικής επιθυμίας.
Της Εύας Στάμου
Η λογοτεχνία δεν έχει το μονοπώλιο στην ανάλυση του έρωτα. Από τη βιολογία έως την ψυχανάλυση και από τη θρησκεία ως την ανθρωπολογία, διαθέτουμε πλήθος θεωριών για τη φύση του ρομαντικού έρωτα και της σαρκικής επιθυμίας. Θα μπορούσε λοιπόν να αναρωτηθεί κανείς αν η ποίηση και η πεζογραφία έχουν να προσθέσουν κάτι πραγματικά διαφορετικό από τις ήδη υπάρχουσες φιλοσοφικές, ψυχαναλυτικές κι επιστημονικές θεωρήσεις περί έρωτος.
Πιστεύω ότι η απάντηση είναι θετική. Μετά από έρευνες, αναλύσεις και κατηγοριοποιήσεις αιώνων, υπάρχει ακόμα κάτι που μας διαφεύγει για το νόημα της ερωτικής εμπειρίας, κάτι που δεν γίνεται να κατανοήσουμε απλά και μόνο με τη βοήθεια των επιστημών. Θα μπορούσαν όμως να μας βοηθήσουν η ποίηση και η πεζογραφία σε αυτή την αναζήτηση;
Η άποψή μου είναι ότι η λογοτεχνία μπορεί να μας βοηθήσει όχι μόνο να καταλάβουμε καλύτερα την πολυσημία της ανθρώπινης εμπειρίας −και κατ’ επέκταση τον ίδιο μας τον εαυτό−, αλλά και στο να διαμορφώσουμε μία αίσθηση για το τι είναι ο εαυτός.
Ως αναγνώστες έχουμε την ευκαιρία να εκτεθούμε σε μυθοπλαστικές αφηγήσεις που αφορούν λογοτεχνικούς χαρακτήρες που δεν έχουν τίποτα κοινό με εμάς από άποψη ηλικίας, φύλου, σεξουαλικής ταυτότητας, φυλής, εθνικότητας, επαγγέλματος, τρόπου ζωής. Έχουμε την ευκαιρία να ακολουθήσουμε αυτούς τους ήρωες καθώς αντιμετωπίζουν καταστάσεις του ανθρώπινου βίου, όπως η φιλία, η σχέση γονιού και παιδιού, το πέρασμα από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή, η μοναξιά, ο έρωτας και το σεξ, η προδοσία, η απώλεια, η αρρώστια, το πένθος, ο θάνατος.
Αυτή είναι η πρώτη σημαντική συνειδητοποίηση που προσφέρει η λογοτεχνία στον αναγνώστη: τα θέματα που η ποίηση και η πεζογραφία διερευνούν μπορεί να είναι κοινά για όλους μας, ωστόσο ο κάθε άνθρωπος τα βιώνει και τα αντιμετωπίζει με τον δικό του, ιδιαίτερο, και, υπ’ αυτή την έννοια, μοναδικό τρόπο.
Για να καταλάβουμε πώς λειτουργεί αυτή η διαδικασία, θα πρέπει να κάνουμε μια βασική επισήμανση: υπάρχουν περισσότεροι από ένας τρόποι να γράψει κάποιος λογοτεχνία, όπως υπάρχουν και περισσότεροι από ένας τρόποι να διαβάσει κάποιος λογοτεχνία. Όλοι οι τρόποι δεν πετυχαίνουν στον ίδιο βαθμό την εις βάθος αποκάλυψη και κατανόηση της ανθρώπινης εμπειρίας.
Τα τελευταία χρόνια σημειώνεται παγκοσμίως αγοραστική επιτυχία βιβλίων που ασχολούνται με τον έρωτα ακολουθώντας μερικές απλές συνταγές. Το κύριο πρόβλημα με αυτού του είδους τα ροζ μυθιστορήματα είναι ότι παρουσιάζουν την ανθρώπινη κατάσταση με έναν επίπλαστο, τεχνητό κι εντελώς επιφανειακό τρόπο, που αλλοιώνει την πραγματικότητα, καταδικάζοντας τους αναγνώστες σε μια φτωχή αναγνωστική εμπειρία.
Αντί να φωτίζει, η ροζ λογοτεχνία συσκοτίζει το νόημα του έρωτα και της σεξουαλικής επιθυμίας. Η αναπαραγωγή στερεοτύπων για το πώς πρέπει να δείχνουν, να σκέφτονται και να συμπεριφέρονται η ηρωίδα και ο ήρωας, προκειμένου να κατακτήσουν το ιδανικό ταίρι, δημιουργεί μονοδιάστατους χαρακτήρες που είναι είτε τελείως αθώοι και άπειροι είτε απίστευτα ευφυείς, γοητευτικοί και πετυχημένοι. Οι χαρακτήρες αυτοί καλούνται να αντιμετωπίσουν τα πιο μπανάλ διλήμματα και τις πιο τετριμμένες καταστάσεις με τρόπους συνήθως προβλέψιμους που οδηγούν στις πλέον συντηρητικές επιλογές.
Τα ροζ μυθιστορήματα αγνοούν συστηματικά αυτό που είναι εδώ και αιώνες το υλικό της καλής λογοτεχνίας: την σκοτεινή πλευρά των συναισθημάτων, την ανθρώπινη τρωτότητα, την ευμετάβλητη φύση της προσωπικής ταυτότητας, την μοναδικότητα του ατόμου, την ανάγκη να δοθεί λογοτεχνική φωνή στην σωματική εμπειρία: όλα τα χαρακτηριστικά που αναδείχθηκαν με την γέννηση της μοντέρνας λογοτεχνίας, όπως στο έργο του Φώκνερ, της Βιρτζίνια Γουλφ, του Τ.Σ. Έλλιοτ, του Τζέιμς Τζόυς και τόσων άλλων, λιγότερο ή περισσότερο διάσημων, δημιουργών, πριν από έναν σχεδόν αιώνα.
Η αντίληψη ότι λογοτεχνία σημαίνει πρωτίστως απόδραση από την καθημερινότητα οδηγεί ίσως ορισμένους συγγραφείς να αποφεύγουν αυτά τα θέματα με αποτέλεσμα, ο αναστοχασμός και η κάθαρση που χαρακτηρίζουν την καλή πεζογραφία, τη δραματουργία και την ποίηση να απουσιάζει από αρκετά −συχνά ευπώλητα− αναγνώσματα. Όσο για την απεικόνιση της σεξουαλικής επαφής και της ερωτικής επιθυμίας παραμένει στα ροζ βιβλία επιφανειακή, χωρίς να εξετάζει τι σημαίνει ερωτεύομαι ή ποθώ, τόσο σε σωματικό όσο και σε συναισθηματικό ή συνειδησιακό επίπεδο.
Είναι χωρίς αμφιβολία σημαντικό, και διορθωτικό της μονομέρειας που χαρακτηρίζει διάφορες απόψεις, να βλέπουμε πώς διαφορετικές λογοτεχνικές παραδόσεις προσεγγίζουν την επιθυμία, το φύλο, τον έρωτα, την σεξουαλική ταυτότητα. Άλλωστε η διερεύνηση της σεξουαλικής ταυτότητας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον σύγχρονο ποιητή και πεζογράφο. Ως μέρος της προσωπικής μας ταυτότητας η σεξουαλικότητα παραμένει συχνά στην σκιά, με την κοινωνική και την επαγγελματική ταυτότητα να βρίσκονται, όπως είναι φυσικό, στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής – αντιθέτως η σεξουαλικότητά μας κινείται στα όρια του ιδιωτικού με το δημόσιο, δημιουργώντας ένα προνομιακό αντικείμενο επεξεργασίας και υλικό μελέτης για κάθε λογοτέχνη. Αυτή η αμφισημία μεταξύ πλήρους ιδιωτικότητας και αναπόφευκτης κοινωνικότητας, που χαρακτηρίζει την σεξουαλική μας ταυτότητα, καθιστά το θέμα ελκυστικό τόσο για τους συγγραφείς όσο και για τους αναγνώστες.
Μιλώντας για το θέμα του έρωτα και της λογοτεχνίας, ας μην ξεχνάμε τέλος ότι, για ορισμένους από εμάς, οι διαδικασίες της ανάγνωσης και της συγγραφής αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ζωής μας-είτε το επιθυμούμε είτε όχι, η ίδια η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει ως ένας απαιτητικός, παθιασμένος και απρόβλεπτος έρωτας.