Σε μια στιγμή που ζητούμενο στο πολεοδομικό χώρο είναι η για πολλοστή φορά παράταση της τακτοποίησης των αυθαιρέτων, μια πρακτική που είναι σίγουρο ότι θα επαναληφθεί κι άλλες φορές, αξίζει να σταθούμε και σε μια άλλη κατηγορία αυθαιρέτων, αυτή των δασών.
Η απόρριψη των οικιστικών πυκνώσεων από το ΣτΕ και η πρόθεση της Κυβέρνησης να επαναφέρει σε ισχύ τη συγκεκριμένη πρόταση θα ανοίξει ουσιαστικά ένα καινούριο διάλογο για την αντιμετώπιση της αυθαίρετης δόμησης στα δάση.
Η χωροταξία και ο πολεοδομικός σχεδιασμός στην οικιστική ανάπτυξη της χώρας μας μπήκαν για πρώτη φορά με το Σύνταγμα του 1975 και με νομοθετική παρέμβαση το 1976. Ως τότε πολεοδομούσαν οι κτηματομεσίτες και οι εργολάβοι που έβρισκαν, με τη συνενοχή της δημόσιας διοίκησης, πολλούς τρόπους.
Για παράδειγμα με πρόσχημα ότι οριοθετούνται οι προϋφιστάμενοι του 1923 οικισμοί οικοπεδοποιούσαν ακόμη και δασικές περιοχές, σε δήθεν οικισμούς, που δεν είχαν συγκροτηθεί ούτε καν το 1960, όπως εμφανίζεται σε αντίστοιχες αεροφωτογραφίες.
Όμως σε αυτή τη λειτουργία συναινούσαν και οι πολιτικές ηγεσίες που κυβέρνησαν τη χώρα μέχρι τη μεταπολίτευση, είτε γιατί σ’ αυτό έβλεπαν τη λύση στο πρόβλημα της λαϊκής στέγης χωρίς μεγάλο κόστος για το κράτος, είτε γιατί μέσα από τη μαζική οικοδομική αυθαιρεσία των μικροϊδιοκτητών καλλιεργήθηκε μια συνείδηση συνενοχής, είτε γιατί όσοι υποπίπτουν στο αδίκημα της παράνομης δόμησης γίνονται εύκολα πολιτικά και οικονομικά όμηροι.
Η πρώτη απόπειρα αντιμετώπισης της αυθαίρετης δόμησης έγινε με το νόμο 1337/83 του Αντώνη Τρίτση, που πρόσφερε μεν νομική κάλυψη σε ευρύ φάσμα κτισμάτων αλλά δεν κατάφερε να την εμποδίσει, αφού κατά διάρκεια εφαρμογής του νόμου προστέθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες αυθαίρετα, προκειμένου να εκμεταλλευθούν τις ευεργετικές διατάξεις.
Ακολούθησαν κι άλλες ρυθμίσεις που κι αυτές «κατάφεραν» να δημιουργήσουν κι άλλες γενιές αυθαιρέτων, ειδικά σε δασικού χαρακτήρα εδάφη, ενώ ταυτόχρονα το ΣτΕ προειδοποιούσε για το παράνομο χαρακτήρα τους.
Η αντιμετώπιση αυτής της παράνομης δόμησης προαπαιτεί την άμεση καταγραφή των αυθαιρέτων και τη κατάταξή τους κατά χρόνο κατασκευής, κατά χρήσεις γης, κατά παραβατικότητα πολεοδομική και κατά κοινωνικές ανάγκες που καλύπτουν.
Η καταγραφή αυτή δεν είναι δύσκολη και μπορούσε ήδη να έχει ενταχθεί στη διαδικασία κατάρτισης του εθνικού κτηματολογίου και των δασικών χαρτών, μέχρι το στάδιο της ανάρτησης.
Σε αυτό το στάδιο πρέπει να γίνει η οποιαδήποτε θεραπεία των προβλημάτων που η νομιμοποίησή τους αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος και τη νομολογία του ΣτΕ και δεν είναι άλλη από το χωροταξικό και το πολεοδομικό σχεδιασμό.
Και βέβαια σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να υπάρξει και σαφής δέσμευση για κατάργηση της εκτός σχεδίου δόμησης, που αποτελεί τη μήτρα της αυθαίρετης δόμησης, ξεκινώντας από την Αττική που έχει μετατραπεί ουσιαστικά σε μια τσιμεντούπολη.
Ο περιορισμός της εκτός σχεδίου δόμησης ως θεμελιώδης αρχή είναι σωστή, αλλά έτσι όπως έρχεται από την Κυβέρνηση, στο ν/σ που βρίσκεται ακόμη για διαβούλευση αποτελεί αποσπασματικό σχεδιασμό και χαρά των συμφερόντων.
Γιατί πρέπει πρώτιστα να ολοκληρωθούν ο πολεοδομικός σχεδιασμός, οι δασικοί χάρτες που έχουν βαλτώσει τόσο εξαιτίας των αποφάσεων του ΣτΕ, αλλά και της βούλησης της Ν.Δ., αλλά και να προστατευθούν οι μικροϊδιοκτήτες που θα αναγκαστούν, από τη στιγμή που δεν θα μπορούν, λόγω κατάργησης των παρεκκλίσεων να οικοδομήσουν, να ενταχθούν σε οργανωμένα συμφέροντα.
Βέβαια οι όποιοι σχεδιασμοί υλοποιηθούν πρέπει να διασφαλίζουν το δημόσιο συμφέρον και το περιβάλλον, αλλά και να σταματήσουν την διαιώνιση της αυθαίρετης δόμησης.
Το τελευταίο οφείλει να συνοδευτεί και με ένα αυστηρό μήνυμα στη κοινωνία, όσον αφορά στη διαχείριση των κτισμάτων και των κατασκευαστικών υπερβάσεων που άρχισαν να ανεγείρονται παράνομα μετά τον Ιούλιο του 2011 καθώς κι αυτών που έχουν κριθεί τελεσίδικα κατεδαφιστέα.
Ευάγγελος Αποστόλου
Βουλευτής Ευβοίας
Πρ. Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ την Τρίτη 29/9/2020