Ποσοστό του εισοδήματός του, το οποίο θα κυμαίνεται από το 4% και θα φτάνει –για τους έχοντες πολύ υψηλές ετήσιες αποδοχές άνω των 100.000 ευρώ– ακόμη και στο «τιμωρητικό» 30% ή 40%, θα πρέπει να καταβάλλει ο οφειλέτης του Δημοσίου προκειμένου να είναι συνεπής στη νέα ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών, η οποία αναμένεται να ανακοινωθεί μετά το Πάσχα.
Ο ακριβής αριθμός των δόσεων θα προκύπτει από μια κλίμακα με 7 ή 8 κλιμάκια, η οποία θα «υπακούει» στον ακόλουθο κανόνα: όσο μικρότερο το εισόδημα, τόσο μικρότερο ποσοστό του εισοδήματος θα πρέπει να καταβάλλεται στην εφορία προκειμένου να αναστέλλονται τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης.
Οι πιο «ευνοημένοι» θα είναι οι έχοντες εισόδημα έως και 10.000 ευρώ τον χρόνο, καθώς το ποσοστό θα περιορίζεται στο 4%, τουλάχιστον με βάση το σενάριο που επεξεργάζεται το υπουργείο Οικονομικών. Δηλαδή, κάθε χρόνο θα πρέπει να καταβάλλονται μόλις 400 ευρώ.
Ετσι, εάν ο οφειλέτης με το εισόδημα των 10.000 ευρώ χρωστάει 800 ευρώ, θα έχει δύο χρόνια ή 24 δόσεις για να αποπληρώσει την οφειλή του, εάν χρωστάει 1.200 ευρώ, θα έχει τρία χρόνια ή 36 δόσεις κ.ο.κ.
Η κλίμακα βάσει της οποίας θα προκύπτει το ετήσιο ποσό που θα πρέπει να καταβάλλεται κάθε χρόνο στην εφορία βρίσκεται ακόμη υπό επεξεργασία. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», το βασικό σενάριο έχει ως εξής:
1. Για έχοντες ατομικό εισόδημα έως και 10.000 ευρώ το ποσοστό θα διαμορφώνεται στο 4%. Δηλαδή το μέγιστο ποσό που θα πληρώνει κάποιος με εισόδημα 10.000 ευρώ θα ανέρχεται στα 400 ευρώ.
2. Για εισοδήματα από 10.000 έως 20.000 ευρώ (ή 25.000 ευρώ) ο συντελεστής θα διπλασιάζεται και θα φτάνει στο 8%. Ωστόσο, αυτός ο συντελεστής θα εφαρμόζεται με την ίδια λογική που ισχύει και για τη φορολογική κλίμακα.
Δηλαδή, αν κάποιος έχει εισόδημα 20.000 ευρώ, δεν θα υπολογίζεται το ετήσιο ποσό που θα καταβάλλεται για τη ρύθμιση με συντελεστή 8% για ολόκληρο το ποσό των 20.000 ευρώ. Για τις πρώτες 10.000 ευρώ θα εφαρμόζεται συντελεστής 4% και για τις υπόλοιπες 10.000 ευρώ συντελεστής 8%.
Ετσι, ο έχων εισόδημα 20.000 ευρώ θα πρέπει να πληρώνει κάθε χρόνο κατά μέγιστο 1.200 ευρώ για τα χρέη του στην εφορία. Εάν χρωστάει 3.600 ευρώ, θα έχει περιθώριο τριών ετών, καταβάλλοντας 36 δόσεις των 100 ευρώ τον μήνα.
3. Για έχοντες ατομικό εισόδημα από 20.000 ευρώ έως 30.000 ευρώ, ο συντελεστής θα ανεβαίνει στο 10% Από 30.000 έως 40.000 ευρώ θα υπάρχει περαιτέρω αύξηση στο 12%, ενώ από 40.000 έως 60.000 ευρώ θα πρέπει να καταβάλλεται το 16% του εισοδήματος.
Στα υψηλότερα εισοδήματα, οι συντελεστές θα είναι πολύ μεγάλοι. Ετσι, για εισοδήματα από 60.000 έως 80.000 ευρώ το ποσοστό θα φτάνει στο 20% (που σημαίνει ότι ο έχων εισόδημα 80.000 ευρώ θα πρέπει να πληρώνει 10.600 ευρώ τον χρόνο για τα χρέη του), ενώ από τις 100.000 ευρώ και πάνω θα προβλέπεται συντελεστής 40%.
Ο τελικός αριθμός των μηνιαίων δόσεων θα προκύπτει με δύο επιπλέον κριτήρια:
1. Με βάση το ελάχιστο ποσό της μηνιαίας δόσης, το οποίο εξετάζεται να οριστεί ακόμη και στο χαμηλό επίπεδο των 20 ευρώ μηνιαίως.
2. Εξετάζεται να θεσπιστεί ένας κατώτερος και ένας ανώτερος αριθμός δόσεων, ώστε να υπάρχει κίνητρο ένταξης στη συγκεκριμένη ρύθμιση, αντί για την πάγια ρύθμιση η οποία προβλέπει σήμερα τις 12 δόσεις. Ο ελάχιστος αριθμός δόσεων εξετάζεται να είναι οι 18 και ο μέγιστος οι 120.
Παράδειγμα
Το πώς ακριβώς θα λειτουργεί το νέο σύστημα προκύπτει από το ακόλουθο παράδειγμα. Φορολογούμενος έχει ατομικό εισόδημα 26.000 ευρώ και έχει συσσωρεύσει χρέη 4.500 ευρώ στην εφορία.
Με βάση το ατομικό του εισόδημα, προκύπτει –με τη χρήση της κλίμακας– ότι θα πρέπει να πληρώνει 1.800 ευρώ τον χρόνο για τα χρέη του ή 150 ευρώ τον μήνα. Δεδομένου ότι το χρέος του ανέρχεται στις 4.500 ευρώ, η πλατφόρμα θα του εγκρίνει 30 μηνιαίες δόσεις.
Οι ενστάσεις των θεσμών για τα χρέη έως 10.000 ευρώ
Το αρχικό σχέδιο της κυβέρνησης προέβλεπε ότι για ατομικές οφειλές έως και 10.000 ευρώ θα δίδεται ο μέγιστος αριθμός των δόσεων, ανεξάρτητα από το ύψος του εισοδήματος, με τη λογική το να βοηθηθούν τα εκατομμύρια των μικροοφειλετών.
Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν αυτή η «ρήτρα» θα εμπεριέχεται στην τελική μορφή του νομοσχεδίου, καθώς προκαλεί την αντίδραση των θεσμών.
Το επιχείρημα είναι ότι ευνοούνται υπερβολικά οφειλέτες που βάσει του εισοδήματός τους έχουν τη φοροδοτική ικανότητα να πληρώσουν μεγάλα ποσά δόσεων.
Ενστάσεις έχουν διατυπωθεί και στο εσωτερικό του υπουργείου Οικονομικών, καθώς η «απαλλακτική ρήτρα» για τα χρέη έως και τις 10.000 ευρώ, θα βγάζει μηνιαίες δόσεις της τάξεως των 60-80 ευρώ ακόμη και για φορολογουμένους με ατομικό εισόδημα της τάξεως των 60.000 ή των 80.000 ευρώ.
Στην τελική του μορφή, το νομοσχέδιο ενδέχεται να έχει και άλλες τροποποιήσεις στην κατεύθυνση της αυστηροποίησης προκειμένου να καμφθούν οι ενστάσεις των θεσμών.
Ετσι, το ποσό της ελάχιστης δόσης είναι πιθανό να αυξηθεί πάνω από τα 20 ευρώ, κάτι βέβαια που θα πλήξει κυρίως τη μεγάλη πλειονότητα των φορολογουμένων που έχουν χαμηλό εισόδημα. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται «ταξινόμηση» των οφειλετών με βάση το δηλωθέν εισόδημα.
Ο στόχος της κυβέρνησης είναι για ακόμη μία φορά το να βοηθηθούν οι «πολλοί». Γι’ αυτό, πέφτει μεγάλο βάρος στους έχοντες ατομικό εισόδημα έως και 10.000 ευρώ τον χρόνο, καθώς αυτοί αποτελούν το 68% του συνολικού πληθυσμού των φορολογουμένων.
Αν, μάλιστα, προστεθεί και ο πληθυσμός με ατομικό εισόδημα 10.000 έως 20.000 ευρώ η αναλογία ανεβαίνει στο 91% του συνόλου.
Ποιες οφειλές μπορούν να ενταχθούν
Το μεγάλο «στοίχημα» για το οικονομικό επιτελείο έχει να κάνει με το κατά πόσον οι οφειλέτες θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις ρυθμίσεις.
Η ανάγκη εξεύρεσης ρευστότητας από την πλευρά των οφειλετών είναι πολύ μεγάλη, καθώς η ρύθμιση για τα ληξιπρόθεσμα χρέη στην εφορία θα συμπέσει χρονικά με την ενεργοποίηση και της ρύθμισης για τα χρέη στα ασφαλιστικά ταμεία και αυτής για τα κόκκινα στεγαστικά δάνεια.
Μάλιστα, και οι τρεις ρυθμίσεις θα έχουν αυστηρές προϋποθέσεις διατήρησης. Ειδικά σε ό,τι αφορά τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στην εφορία, τα βασικά στοιχεία έχουν ως εξής:
1. Στη ρύθμιση θα ενταχθούν όλες οι οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μέχρι και το τέλος του 2018. Πρόκειται για συνολικό ποσό της τάξεως των 104 δισ. ευρώ χωρίς τις προσαυξήσεις.
2. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη στη ρύθμιση θα είναι να έχουν αποπληρωθεί όλοι οι βεβαιωμένοι φόροι του 2019 ή σε διαφορετική περίπτωση να έχουν διευθετηθεί με τη ρύθμιση των 12 δόσεων.
Ηδη, με βάση τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, μόνο στο πρώτο δίμηνο της φετινής χρονιάς προέκυψε «φρέσκο ληξιπρόθεσμο χρέος» της τάξεως των 2,2 δισ. ευρώ.
3. Η ρύθμιση των οφειλών θα είναι έντοκη και το επιτόκιο θα διαμορφώνεται στο 5% ετησίως (όπως δηλαδή ισχύει και για την πάγια ρύθμιση).
Ωστόσο, εξετάζεται το ενδεχόμενο να δοθεί ένα επιπλέον κίνητρο στους μικροοφειλέτες και αυτό θα είναι να καταστεί άτοκη η ρύθμιση για όσους έχουν χρέη μέχρι και 3.000 ευρώ (ή 5.000 ευρώ ανάλογα με το ποια θα είναι η τελική απόφαση).
Αυτό το όριο εκτιμάται ότι θα αποτελέσει κίνητρο για όσους έχουν χρέη άνω των 3.000 ευρώ, να δώσουν (εφόσον φυσικά διαθέτουν τη σχετική ρευστότητα) ένα μέρος της οφειλής ως «προκαταβολή», ώστε το χρέος να πέσει κάτω από τις 3.000 ευρώ και η συνολική ρύθμιση να καταστεί άτοκη.
4. Οσοι διαθέτουν ολόκληρο το ποσό για να αποπληρώσουν το χρέος τους, θα κερδίσουν την πλήρη διαγραφή των προσαυξήσεων. Για όσους επιλέξουν την οδό των δόσεων θα κερδίζουν μερική διαγραφή των προσαυξήσεων.
Το ποσοστό θα φτάνει έως και το 85%, ενώ όσο μικρότερος θα είναι ο αριθμός των δόσεων, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το ποσοστό διαγραφής των προσαυξήσεων.
5. Κριτήριο για τον καθορισμό των μηνιαίων δόσεων θα είναι το ατομικό εισόδημα. Μάλιστα, εξετάζεται το ενδεχόμενο να μη λαμβάνονται υπόψη τα τεκμήρια αλλά μόνο το δηλωθέν εισόδημα έτσι όπως αποτυπώνεται στη φορολογική δήλωση του 2018 (εισόδημα 2017).
Και αυτό προκειμένου να απομονώνεται το εισόδημα που πραγματικά έχει εισπράξει ο φορολογούμενος και όχι αυτό που υπολογίζει θεωρητικά η εφορία με βάση την κατοχή περιουσιακών κριτηρίων (ακίνητα, αυτοκίνητα, σκάφη αναψυχής, αποπληρωμή δανείων, δίδακτρα ιδιωτικών σχολείων κ.λπ.).
6. Εκτός απροόπτου, δεν θα υπάρχει τελικώς περιουσιακό κριτήριο ούτε θα αποκλείονται οφειλέτες με βάση το δηλωθέν εισόδημά τους.
Ακόμη και οι λιγοστοί που εμφανίζουν πολύ υψηλό ατομικό εισόδημα (σ.σ. μόλις 123.450 άτομα έχουν ατομικό εισόδημα άνω των 40.000 ευρώ) θα μπορούν να μπουν στη ρύθμιση. Απλώς θα περιορίζεται αισθητά ο αριθμός των δόσεων.