Κύκλωμα τοκογλυφίας και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα εξαρθρώθηκε από στελέχη του Τμήματος Ασφαλείας Αμαρουσίου.
Η επιχείρηση υλοποιήθηκε από το Τμήμα Ασφαλείας Αμαρουσίου, υπό τον συντονισμό της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Βορειοανατολικής Αττικής, με την συμμετοχή αστυνομικών των Τμημάτων Ασφαλείας: Παλλήνης, Χαλανδρίου, Αγίας Παρασκευής, Παιανίας, Πεντέλης, Νέας Ιωνίας, Ραφήνας, καθώς και με την συνδρομή της Διεύθυνση Αστυνομίας Ευβοίας.
Όπως έγινε γνωστό, σε περιοχές της Αττικής, συνελήφθησαν επτά άτομα, 6 άντρες, ηλικίας (36,37,41,45,55 και 63 ετών) και μία γυναίκα (49ετών). Από τους συλληφθέντες, τον ρόλο αρχηγού της οργάνωσης σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ. είχε ο 63χρονος, ενώ τέσσερις από αυτούς ήταν τραπεζικοί υπάλληλοι.
Ως προς τον ρόλο του 63χρονου αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια παρουσίασης της υπόθεσης στη ΓΑΔΑ ότι “σχεδίαζε και συντόνιζε τη δράση της οργάνωσης και κατηύθυνε τα υπόλοιπα μέλη, με στόχο την αποκόμιση μεγάλων χρηματικών ποσών, με την μέθοδο της προεξόφλησης επιταγών (σπάσιμο επιταγών) και του δανεισμού χρηματικών ποσών, με αντάλλαγμα τραπεζικές επιταγές μεγαλύτερης ονομαστικής αξίας.”
Ειδικότερα, η οργάνωση, κυρίως μέσω του 63χρονου αρχηγικού μέλους, «έσπαγε» τις επιταγές προεξοφλώντας αυτές, κρατώντας τόκο που ανερχόταν σε μηνιαίο ποσοστό (5-7%), κατά περίσταση, ανάλογα με τη συνεργασία και τη σχέση της με το θύμα, με την ιδιαιτερότητα ότι πλήρωνε με τραπεζικές επιταγές.
Στις περιπτώσεις που ο «πελάτης» ήθελε μετρητά, προεξοφλούσε τις τραπεζικές επιταγές με 5% έως 7% τόκο.
Σε περίπτωση που κάποιος ζητούσε να δώσει κάποια μεταχρονολογημένη επιταγή, η οποία θα έληγε σε χρονικό διάστημα δυο ημερών έως τεσσάρων μηνών, ο συνολικός τόκος που απαιτούνταν ανερχόταν στο 20% του ποσού της επιταγής, ενώ αν η επιταγή δεν πληρωνόταν άμεσα με τη λήξη της, ο 63χρονος την κατέθετε στην τράπεζα και ασκούσε πίεση στους εκδότες, απειλώντας τους με τη σφράγιση της επιταγής, εντός επτά ημερών, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία.»
Όπως σημείωσε ο εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ.κ. Θεόδωρος Χρονόπουλος «ο 63χρονος, δραστηριοποιούμενος στον χώρο των τοκογλυφιών για περισσότερο από τριάντα χρόνια, έχοντας αποκομίσει ιδιαίτερα μεγάλη εμπειρία και γνώση σχετικά με τις επιταγές, δραστηριοποιούταν στο «σπάσιμο» επιταγών, προεξοφλώντας αυτές και κρατώντας τόκο.
Επιπλέον, ήταν σε θέση να παρακάμψει τις νόμιμες διαδικασίες, μέσω των συνεργατών του στις τράπεζες.
Αναλυτικότερα, ο 63χρονος αρχικά λάμβανε μέσω εφαρμογής κινητού τηλεφώνου τις επιταγές και ακολούθως, εξακρίβωνε την εγκυρότητα τους και την φερεγγυότητα της εταιρίας.
Σε θετική περίπτωση, παραλάμβανε την επιταγή, κυρίως μέσω των συνεργών του. Για τον έλεγχο των επιταγών, απευθυνόταν στους συλληφθέντες τραπεζικούς υπαλλήλους, ελαχιστοποιώντας έτσι το ρίσκο της συναλλαγής.
Πάγια τακτική του, ήταν η εξασφάλιση από τους «πελάτες-θύματα», υπεύθυνων δηλώσεων ή ιδιωτικών συμφωνητικών, στα οποία να αναφέρονταν αναληθώς, ότι ο τόκος που θα εισπράξει, δεν υπερβαίνει τον νόμιμο ετήσιο τόκο υπερημερίας μεταξύ ιδιωτών, ενώ στην πραγματικότητα το ποσό που εισέπραττε ήταν πολλαπλάσιο.
Επίσης, για κάθε επιταγή η οποία ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, και ήταν πιθανό να κινήσει την υποψία των τραπεζικών αρχών, ζητούσε τα αντίστοιχα τιμολόγια, ώστε να είναι τυπικά καλυμμένος.»
Σχετικά με τους άλλους εμπλεκομένους ειπώθηκε ότι «άμεσος συνεργάτης του «αρχηγού» ήταν 37χρονος, ο οποίος ήταν υπεύθυνος, να παραλαμβάνει και να παραδίδει στον «πελάτη», το αντίτιμο που είχε συμφωνηθεί, είτε σε τραπεζική επιταγή, είτε σε μετρητά.
Κεντρικό ρόλο στην οργάνωση είχε και ο 55χρονος, ο οποίος διατηρούσε ευρύ κύκλο επαφών – «πελατολόγιο», με άτομα τα οποία είχαν άμεση ανάγκη για μετρητά και τον προσέγγιζαν προκειμένου να τους «σπάσει» επιταγές.
Διακριτό ρόλο στο κύκλωμα είχαν και οι τέσσερις συλληφθέντες τραπεζικοί υπάλληλοι, οι όποιοι έχοντας πρόσβαση μέσω του τραπεζικού συστήματος σε στοιχεία, λογαριασμούς και λοιπές συναλλαγές ιδιωτών και εταιριών, παρείχαν στον 63χρονο άμεση πληροφόρηση, σχετικά με τα στοιχεία που αφορούσαν την εγκυρότητα επιταγών, τη φερεγγυότητα των εκδοτών και των οπισθογράφων τους, χωρίς αυτός να είναι δικαιούχος της επιταγής.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ύστερα από απαίτηση του «αρχηγού», ασκούσαν πίεση στον εκδότη, επικοινωνώντας μαζί του για λογαριασμό της Τράπεζας, ώστε να πληρώσει την επιταγή, ενώ επιπλέον τον εξυπηρετούσαν πέραν του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων.»
Σε έρευνες που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο της επιχείρησης σε κατοικίες, καθώς και σε τραπεζική θυρίδα, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 154 σώματα ιδιωτικών επιταγών, ονομαστικής αξίας 1.430.000 ευρώ, 28 σώματα τραπεζικών επιταγών, ονομαστικής αξίας 140.450 ευρώ, παραστατικά σχετικά με κατοχή επενδυτικών ομολόγων 6.847.141 ευρώ, 37.580 ευρώ, περισσότερες από 40 τραπεζικές κάρτες, δυο οχήματα, πολλές υπεύθυνες δηλώσεις που συνόδευαν τις συναλλαγές, πολλά κινητά τηλέφωνα και τάμπλετ και ατζέντες – ημερολόγια με χειρόγραφες σημειώσεις.
Εκτιμάται από τους αστυνομικούς ότι τα κέρδη από ιδιωτικές επιταγές αξίας 1.430.000 ευρώ που κατασχέθηκαν, ανέρχονται σε 500.000 ευρώ, ενώ σε συνεργασία με την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, δεσμεύτηκε το χρηματικό ποσό των 8.000.000 ευρώ περίπου.
Επίσης κατά τη διάρκεια του τελευταίου διμήνου, διακριβώθηκε ότι η οργάνωση έχει διαπράξει συστηματικά τοκογλυφίες σε βάρος 12 ατόμων.
Οι συλληφθέντες με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρους τους οδηγήθηκαν στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ο οποίος του παρέπεμψε για κυρία ανάκριση.