Η γλωσσική ιδεολογία του “σωστού” και του “λάθους”

Αυτό που ακολουθεί είναι μία από τις πιο κοινές εμπειρίες όλων όσων ασχολούνται με την γλωσσολογία: Όταν δηλώσουν την ενασχόλησή τους, η αντίδραση είναι συνήθως «Ωραία, θα ξέρεις τότε αν είναι σωστό ή λάθος το….». Αυτή η αντίληψη για το ρόλο και την δραστηριότητα των γλωσσολόγων είναι τόσο εμπεδωμένη, ώστε ενδεχόμενη άρνηση αυτής της προσδοκίας να συνοδεύεται από επικριτικά σχόλια (π.χ. «Μα τι γλωσσολόγος είναι, να μην λέει ή να μην θέλει να ξεχωρίσει το σωστό και το λάθος…»).

Φυσικά, και αρκετοί γλωσσολόγοι είναι θετικά προσκείμενοι σε αυτή την αντίληψη για τη γλώσσα, που φαίνεται να διαπερνάει όλους τους κοινωνικούς, πολιτικούς και επιστημονικούς χώρους. Το ζήτημα δεν είναι λοιπόν να την καταδικάσουμε ή να πούμε ότι είναι λανθασμένη (χρησιμοποιώντας τους ίδιους όρους του ‘σωστού’ και του ‘λάθους’), αλλά να δούμε τις συντεταγμένες της, όχι μόνο από γλωσσολογική, αλλά και από εκπαιδευτική και ευρύτερα πολιτική άποψη.

Καταρχήν, ως προς το ζήτημα της διάδοσης αυτής της λογικής για τη γλώσσα, δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, μια και γίνεται πολύ εύκολα αντιληπτή καθημερινά: σε ιδιωτικό επίπεδο, σε συζητήσεις με όλα σχεδόν τα πρόσωπα του περιβάλλοντός μας, και, κυρίως, στη δημόσια σφαίρα, όπου εμφανίζεται στην πιο ισχυρή της μορφή στην εκπαίδευση (θα μιλήσουμε παρακάτω γι’αυτό το θέμα), αλλά και στα ΜΜΕ: υπάρχουν στήλες στις εφημερίδες αφιερωμένες σε τέτοιου είδους γλωσσικές αναζητήσεις, ενώ και στην τηλεόραση δεν σπανίζουν οι αφιερωματικές εκπομπές με τέτοιο περιεχόμενο (άλλωστε, ποιος ξεχνάει το χαρακτηριστικότατο τηλεπαιχνίδι «Ομιλείτε Ελληνικά;»).

Επιπλέον, κυκλοφορούν πολυσέλιδα βιβλία διαφημίζοντας τα ‘σωστά Ελληνικά’ (π.χ. Ι. Παπαζαφείρη: «Λάθη στη χρήση της γλώσσας μας»), ενώ και διάφορα λεξικά περιέχουν συγκεκριμένες συμβουλές για τη ‘σωστή’ Ελληνική.

«Δεν μπορείς να πεις ‘σαν άνθρωπος’, γιατί το ‘σαν’ σημαίνει ότι δεν είσαι στην πραγματικότητα / Όχι ‘υπέγραψε’ στην Προστακτική, αλλά ‘υπόγραψε’ / Το σωστό είναι ‘επιτίθεμαι’, όχι ‘επιτίθομαι’ / Το ‘πανεπιστήμιο’ κάνει στη Γενική του ‘πανεπιστημίου’, όχι ‘πανεπιστήμιου’ / Είναι αστείο να λέμε ‘από ανέκαθεν’, καθώς το ‘ανέκαθεν’ από μόνο του σημαίνει ‘από πάντα’ /

Δεν μπορούν να υπάρχουν ‘θετικές συνέπειες’, γιατί η λέξη ‘συνέπειες’ έχει εγγενώς αρνητική χροιά / κλπ. κλπ. κλπ.». Αμέτρητα είναι τα παραδείγματα της διόρθωσης του ‘λάθους’ που μπορεί να βρει κανείς. Ποιος δεν έχει ακούσει ή διαβάσει τα παραπάνω, είτε στο σχολείο, είτε στη τηλεόραση και στις εφημερίδες; Απ’ό,τι φαίνεται, η χρήση της γλώσσας από τους Έλληνες είναι προβληματική, αφού είναι γεμάτη ‘λάθη’. Λάθη όμως ως προς τι; Και είναι μοναδικό το φαινόμενο παγκοσμίως;

Τυποποίηση, νόρμα και ‘λάθη’

Γενικά, θα μπορούσε κανείς να διακρίνει τα λεγόμενα λάθη σε δύο κατηγορίες: Στην πρώτη ανήκουν εκφορές οι οποίες πράγματι παραβιάζουν κάποια γραμματική, συντακτική ή σημασιολογική / πραγματολογική αρχή στην οποία συγκλίνουν πιθανότατα όλοι οι φυσικοί ομιλητές μίας γλώσσας, λ.χ. για την Ελληνική μία πρόταση όπως ‘Ήλιος είναι ένα αστέρι’ είναι ‘λανθασμένη’, με την έννοια ότι ονόματα με οριστική αναφορά (όπως ο Ήλιος) σε γενικευτικές χρήσεις (δηλ. σε χρήσεις που δηλώνουν σταθερή ιδιότητα) συνοδεύονται πάντα από άρθρο (‘ο Ήλιος είναι ένα αστέρι’). Τέτοια λάθη απαντούν σχετικά σπάνια στις εκφορές φυσικών ομιλητών (ως αποτέλεσμα μάλλον πραγματολογικών καταστάσεων λ.χ. βιασύνη στον λόγο, στιγμιαία σύγχυση κλπ.), και συχνότερα στις εκφορές μόνο των μη φυσικών ομιλητών, και γι’αυτό δεν θα μας απασχολήσουν εδώ.

Αντίθετα, πολύ πιο ενδιαφέρουσα και αμφιλεγόμενη είναι η δεύτερη κατηγορία ‘λαθών’, που θα μπορούσαν να ονομαστούν ‘συστηματικά’. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν εκφορές φυσικών ομιλητών που δεν ανταποκρίνονται σε κάποια γλωσσική ‘νόρμα’, όπως την εννοούν ορισμένοι, είτε θεσμικοί φορείς είτε και ιδιώτες. Στα παραδείγματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω θα μπορούσε να προσθέσει κανείς πολλά ακόμα, λ.χ. ότι είναι ‘λάθος’ το ‘πιο καλύτερος’, μια και το ‘καλύτερος’ είναι Συγκριτικός βαθμός επιθέτου και δεν χρειάζεται το συγκριτικό μόριο ‘πιο’. Όμως, τα λάθη αυτά θα μπορούσαν να ονομαστούν ‘συστηματικά’ γιατί μπορούν να εξηγηθούν με βάση χαρακτηριστικά όλων των γλωσσικών επιπέδων (π.χ. του γραμματικού), που παρατηρούνται τόσο στην Ελληνική όσο και διαγλωσσικά. Θα αναφέρουμε δύο παραδείγματα:

α) Για την σύγκριση, η φράση ‘πιο καλύτερος’ εξηγείται αν λάβουμε υπόψη ότι το συγκριτικό επίθημα -τερος, για διάφορους μορφο-φωνολογικούς και ιστορικούς λόγους, έχει περιορισμένη κατανομή, δηλαδή δεν μπορεί να συνοδεύσει όλα τα επίθετα, λ.χ. δεν μπορεί να προσκολληθεί στα σε -μένος, π.χ. ‘διαδεδομένος’ (δεν υπάρχει διαδεδομενέστερος!), σε αντίθεση με το ανεξάρτητο στοιχείο ‘πιο’, που μπορεί να συνοδεύσει όλα τα επίθετα ‘πιο διαδεδομένος’. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το ‘πιο’ να είναι συχνότερο στη χρήση και να αρχίσει να θεωρείται ως ο κύριος δείκτης σύγκρισης, σε αντίθεση με τον παλαιότερο μορφολογικό δείκτη -τερος, που μάλιστα αρχίζει να χάνει το διακριτικό του νόημα της σύγκρισης.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, έχει παρατηρηθεί διαγλωσσικά ότι οι ομιλητές επιστρατεύουν πολλές φορές και τα δύο στοιχεία για να είναι πιο σαφές το νόημα της εκφοράς, να ενδυναμώσουν λ.χ. το συγκριτικό νόημα της εκφοράς, και έτσι καταλήγουν στο διπλό μαρκάρισμα ‘πιο καλύτερος’. Δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο ότι ακριβώς το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στα Αγγλικά, με εκφορές όπως ‘more prettier’ = πιο ομορφότερος. Η διαγλωσσική εμφάνιση του φαινομένου μαρτυρεί χωρίς αμφιβολία και τον συστηματικό και καθόλου τυχαίο χαρακτήρα.

β) Η περίπτωση του ‘επιτίθεμαι’: Είναι γνωστό ότι τα αρχαία ρήματα με κατάληξη -μι αποτελούσαν μια ειδική κατηγορία, μια και δεν περιλαμβάνονταν σε κάποιο γενικότερο κλιτικό παράδειγμα και είχαν κλίση με πολλές ιδιαιτερότητες. Αυτό είχε ως συνέπεια να δεχτούν ισχυρές πιέσεις κατά την ελληνιστική εποχή, και ήδη από τους πρώτους ρωμαϊκούς αιώνες είχαν μεταπλαστεί και κλίνονταν σύμφωνα με άλλα κλιτικά πρότυπα, και συγκεκριμένα, το ‘επιτίθεμαι’ είχε μετατραπεί σε ‘επιτίθομαι’, όπως μαρτυρούν πολλά παπυρικά κ.ά. κείμενα. Η φαινομενική επιβίωση του λόγιου ‘επιτίθεμαι’ στην Νέα Ελληνική πρέπει να αποδοθεί στην αρχαϊστική τάση λογίων που επανέφεραν τη χρήση του.

Ωστόσο, ένα τέτοιο ρήμα στα Νέα Ελληνικά είναι σχεδόν αδύνατο να διατηρήσει την κλίση του, κυρίως για δύο λόγους: τα μεσο-παθητικά ρήματα έχουν πάντοτε κατάληξη -ομαι, και έτσι το ‘επιτίθεμαι’ δέχεται ισχυρές αναλογικές πιέσεις για να συμμορφωθεί με αυτό το πρότυπο. Επιπλέον, η ίδια η κλίση του ‘επιτίθεμαι’ δημιουργεί πρόβλημα: π.χ. στο α΄ πληθ. θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το νεοελληνικό ‘επιτιθόμαστε’, αλλιώς θα πρέπει να καταφύγουμε στο αρχαϊστικό απολίθωμα ‘επιτιθέμεθα’, που βέβαια ξενίζει οποιονδήποτε ομιλητή της Νέας Ελληνικής. Έτσι εξηγείται απόλυτα φυσικά από γλωσσική άποψη η χρήση του τύπου ‘επιτίθομαι’.

Τα ‘λάθη’ λοιπόν αυτά συγκρίνονται με κάποια σωστή ‘νόρμα’. Η έννοια της νόρμας είναι ουσιώδης για τη μελέτη του γλωσσικού τοπίου σε μία κοινότητα, καθώς είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας τυποποίησης, που συνήθως επιβάλλεται από συγκεκριμένους φορείς (λ.χ. το κράτος μέσω της εκπαίδευσης, διάφοροι ‘διανοούμενοι’ με τη συγγραφή Λεξικού και Γραμματικής κ.ά.). Η τυποποίηση καλλιεργεί συστηματική την ψευδαίσθηση κοινής, ενιαίας γλώσσας για όλα τα μέλη της γλωσσικής κοινότητας (π.χ. της Ελλάδας), χωρίς αποκλίσεις και διαφορές μεταξύ τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να στιγματίζεται ως λανθασμένο οτιδήποτε ξεφεύγει από αυτή την νόρμα, όχι μόνο από τους θεσμικούς φορείς, αλλά και από τους υπόλοιπους φυσικούς ομιλητές.

Κατά συνέπεια, η τυποποίηση και η επακόλουθη νόρμα υποδαυλίζει και την γλωσσική αντίληψη ‘γλωσσική αλλαγή = γλωσσική παρακμή’, που είναι ευρύτατα διαδεδομένη στην Ελλάδα, και όχι μόνο. Όμως, όπως είναι σήμερα καθολικά αποδεκτό, όλες οι γλώσσες αλλάζουν, ή καλύτερα, οι φυσικοί ομιλητές, άλλοτε τελείως ενσυνείδητα άλλοτε ίσως χωρίς ιδιαίτερη συναίσθηση αλλάζουν την γλώσσα τους. Έχει αποδειχτεί πολλές φορές και σε συνάρτηση με διάφορες γλώσσες ότι αυτά που αποκαλέσαμε ‘συστηματικά’ λάθη είναι σχεδόν πάντοτε προπομποί των επακόλουθων ή και ήδη πραγματωμένων γλωσσικών αλλαγών.

Η συνειδητοποίηση ότι τα λεγόμενα ‘λάθη‘ είναι συχνά γλωσσικές ποικιλίες που οδηγούν στην γλωσσική αλλαγή οδηγεί αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι ο ‘στιγματισμός’ των γλωσσικών αυτών επιλογών και των ομιλητών τους δεν βασίζεται στην γλωσσική πραγματικότητα, αλλά σε μία ιδεολογική τοποθέτηση διαχωρισμού σε ‘γνώστες’ και ‘μη γνώστες’ της γλώσσας. Πόσο μάλλον όταν και οι ίδιες οι νόρμες συχνά διαφοροποιούνται κατ’ακολουθία με τις συγκεκριμένες γλωσσικές αλλαγές. Αυτό όμως συμβαίνει σε διαφορετικό βαθμό στις εκάστοτε περιπτώσεις, όπως φαίνεται και από την ελληνική πραγματικότητα.

Η ‘ιδιαιτερότητα’ της Ελληνικής: νόρμα με αναφορές στην Αρχαία!

Όπως γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω, καθώς η διαδικασία της τυποποίησης εμφανίζεται σε πολλές γλωσσικές κοινότητες, ανάμεσα στις οποίες όλα τα Ευρωπαϊκά κράτη, η γλωσσική ιδεολογία του σωστού και του λάθους, ουσιαστικά συνακόλουθο της προσπάθειας επιβολής μίας ‘νόρμας’, απαντά σε μικρό ή μεγάλο βαθμό και σε μικρότερη ή μεγαλύτερη απήχηση στον πληθυσμό όλων αυτών των χωρών. Για παράδειγμα, στα Αγγλικά στιγματίζεται συστηματικά η χρήση διπλής άρνησης όπως ‘I didn’t see nothing’ = Δεν είδα τίποτα, μολονότι η χρήση αυτή είναι πολύ διαδεδομένη και, όπως φαίνεται και από την ελληνική μετάφραση, απαντά σε πολλές γλώσσες και εξηγείται εύκολα η διαχρονική της εξέλιξη.

Ωστόσο, η κατάσταση που παρατηρείται στην Ελλάδα έχει μία επιπλέον ιδιαιτερότητα: πολλές γλωσσικές χρήσεις κρίνονται ‘λανθασμένες’ με βάση τη νόρμα της αρχαίας Ελληνικής, και πιο συγκεκριμένα, της αρχαίας Αττικής διαλέκτου του 5ου-4ου αι. π.Χ., που πάντοτε εκλαμβάνεται ως το μέτρο σύγκρισης και ως η αποκλειστική κάτοχος του τίτλου της ‘αρχαίας Ελληνικής γλώσσας’. Φυσικά, αυτή η σύγκριση δεν ξεκίνησε σήμερα, αλλά ήδη από την ελληνιστική – ρωμαϊκή εποχή, όταν με την εμφάνιση μίας ομάδας ‘φιλολόγων’ που αναπολούσαν την δόξα του αρχαίου κλασικού κόσμου εμφανίστηκε και το αντιδραστικό κίνημα του ‘Αττικισμού’ με την επακόλουθη δημιουργία της διπλής παράδοσης (λόγιας και δημώδους) για την Ελληνική.

Μας έχουν σωθεί οι ρυθμιστικές ‘Εκλογές’ του Φρύνιχου (2ος αι. μ.Χ.), ο οποίος εκφράζει το ‘δέον’ για μια σειρά από γλωσσικές εκφορές και ουσιαστικά αποτελεί πηγή για την ‘καθομιλουμένη’ της εποχής του, αφού είναι σχεδόν βέβαιο πως ό,τι στιγματίζει ως ‘βάρβαρο’, χρησιμοποιούνταν από συγχρόνους του. Άλλωστε, επιβεβαιώνει και την θέση που διατυπώσαμε κατά την οποία τα ‘λάθη’ μιας εποχής αποτελούν μαρτυρία για τις πιθανές επερχόμενες αλλαγές στη γλώσσα: αναφέρει ότι δεν πρέπει να λέγεται ‘νηρόν ύδωρ’ αλλά ‘πρόσφατον’, όμως επικράτησε η λέξη ‘νερό’ και σήμερα κανείς δεν θα σκεφτόταν ότι δεν είναι ‘σωστή’!

Το ίδιο με το επίρρημα ‘έκτοτε’, που κατά τον Φρύνιχο δεν είναι ‘σωστό’, αλλά σήμερα θεωρείται σχετικά λόγιο! Ακόμα και το ουσιαστικό ‘άμυνα’ ήταν νεολογισμός για εκείνη την εποχή και ο Φρύνιχος θεωρούσε ότι είναι απαράδεκτο, αλλά σήμερα έχουμε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας… Και τα παραδείγματα μπορούν να πολλαπλασιαστούν χωρίς κόπο.

Η σημερινή κατάσταση, όμως, είναι παρόμοια με αυτή της ελληνιστικής περιόδου, με την διαφορά ότι από τότε έχουν περάσει περίπου 20 αιώνες! Για πολλές λόγιες εκφορές, χρησιμοποιείται ως νόρμα η γλωσσική χρήση της Αττικής, μολονότι έχουν μεσολαβήσει 25 αιώνες γλωσσικών μεταβολών!

Χαρακτηριστικά είναι κάποια παραδείγματα: μαρτυρίες για την δομή ‘από ανέκαθεν’ υπάρχουν ήδη από την ελληνιστική εποχή (!), αλλά σήμερα επιμένουμε να θεωρούμε ‘σωστό’ το απλό ‘ανέκαθεν’, ενώ και θηλυκά ονόματα όπως η Σαπφώ έχουν στην Γενική κατάληξη -ώς ήδη από την ελληνιστική εποχή, όμως και σήμερα ακόμα το ‘σωστό’ θεωρείται της ‘Σαπφούς’.

Μόνο ως ιδεολογική εμμονή στην αρχαιολατρεία ως εγγυήτρια της ‘συνέχειας’ του ελληνικού ‘έθνους’ μπορεί να ερμηνεύσει κανείς την προσκόλληση στη συγκεκριμένη γλωσσική νόρμα και το σβήσιμο γλωσσικών μεταβολών πολλών αιώνων, ώστε να κρατηθεί με κάθε τρόπο ζωντανή η αντίληψη περί κοινής και ενιαίας ελληνικής και σε διαχρονικό επίπεδο.

Φυσικά, όταν οι ‘διορθώσεις’ αυτές δεν βασίζονται στη γνώση των ομιλητών για την μητρική τους γλώσσα, αλλά για την γλώσσα των αρχαίων Αθηναίων της κλασικής εποχής, είναι πολύ εύκολο να διαφοροποιούνται και γλωσσικά οι πολίτες με βάση το επίπεδο αυτής της γνώσης, που δεν μπορεί να είναι κοινό για όλους εκ των πραγμάτων. Αποτέλεσμα λοιπόν της ιδεολογίας του ‘σωστού’ και του ‘λάθους’ είναι ο διαχωρισμός των πολιτών σε γνώστες και μη γνώστες της ενιαίας και διαχρονικής Ελληνικής.

Η εκπαίδευση, πιστή στον ρόλο της αναπαραγωγής των ταξικών διαφοροποιήσεων και με μορφωτικά κριτήρια, αποτελεί τον κατεξοχήν πόλο προώθησης και επιβολής της συγκεκριμένης γλωσσικής ιδεολογίας. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, με την επαναφορά της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο και την διατήρησή τους στο Λύκειο παρατηρείται μία επαναφορά σε αμιγώς γραμματοκεντρική προσέγγιση στα Αρχαία, που μόνο αποτέλεσμα μπορεί να έχει την όξυνση αυτών των ανισοτήτων.

Είναι λογικό οι φιλόλογοι, τους οποίους φυσικά δεν κατηγορούμε συλλήβδην, να αισθάνονται θεματοφύλακες του ‘σωστού’ σ’αυτό το κλίμα της γλωσσικής ιδεολογίας, και να αντλούν τα αισθήματα αυτο-εκτίμησης περισσότερο ίσως από τα Αρχαία, καθώς εκεί το χάσμα των γνώσεων με τους μαθητές είναι εκ των πραγμάτων μεγάλο. Όπως όμως αναφέραμε ήδη, δεν είναι μόνο οι φιλόλογοι αυτοί που προωθούν κατά κάποιον τρόπο την συγκεκριμένη ιδεολογία, καθώς αυτή διακατέχει πολίτες απ’όλες τις κοινωνικές ομάδες.

Συμπερασματικά: τα ‘λάθη’ αποτελούν αναπόφευκτες αποκλίσεις από την εκάστοτε γλωσσική νόρμα μίας γλωσσικής κοινότητας, η οποία αποτελεί δημιούργημα μίας διαδικασίας τυποποίησης. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελούν και το προμήνυμα των επερχόμενων γλωσσικών αλλαγών, και καθώς η γλώσσα αλλάζει, συμπαρασύρει και την νόρμα ή, με άλλα λόγια, τα ‘λάθη’ του σήμερα είναι η νόρμα του αύριο. Στα πλαίσια αυτά, η γλωσσική ιδεολογία του ‘σωστού’ και του ‘λάθους’, δημιούργημα ουσιαστικά της ίδιας διαδικασίας τυποποίησης με τη νόρμα, ελέγχεται ως ανακόλουθη με την γλωσσική πραγματικότητα. Η υπηρέτησή της ουσιαστικά οδηγεί σε διαχωρισμούς κοινωνικούς με επίχρισμα την γνώση της γλώσσας.

Κατεξοχήν φορέας αυτής της ιδεολογίας αναδεικνύεται το σχολείο και, κατ’επέκταση, το κράτος. Στα πλαίσια μιας πολιτικής γλωσσικής τυποποίησης, η συγκεκριμένη ιδεολογία δεν μπορεί παρά να είναι παρούσα. Η διάδοσή της στον ελληνικό χώρο είναι όμως πραγματικά ανησυχητική, δεδομένου ότι η νόρμα στην οποία βασίζεται έχει αρχίσει (ή μάλλον συνεχίζει) να ενσωματώνει στοιχεία μίας γλωσσικής νόρμας που έχει παρέλθει εδώ και πάνω από 25 αιώνες. Ίσως λοιπόν να ήταν υπερβολικό να ζητήσουμε την πλήρη ανατροπή αυτής της καθεστωτικής ιδεολογίας.

Σίγουρα όμως είναι απόλυτα φυσικό και αναγκαίο να παρέλθει ανεπιστρεπτί ο παραλογισμός της αρχαιομανίας και της ταύτισης της νόρμας με μία γλωσσική κατάσταση του 5ου αι. π.χ. Για τα υπόλοιπα, θα χρειαστεί μία διαφορετική εκπαίδευση και κοινωνία.

Θοδωρής Μαρκόπουλος
23.2.06

Βιβλιογραφία

  • Για τα λάθη από γλωσσολογική πλευρά, βλ. ενδεικτικά Δ. Θεοφανοπούλου-Κοντού (2001) ‘Λάθη στη χρήση της γλώσσας: Αλήθεια και μύθος’. Στο: Γ. Χάρης (επιμ.), Δέκα Μύθοι για την Ελληνική Γλώσσα. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, καθώς και την βιβλιογραφία του άρθρου.
  • Για τις γλωσσικές νόρμες, βλ. ενδεικτικά R. Bartsch (1987) Norms of Language. London: Longman, καθώς και την πλούσια βιβλιογραφία εκεί.
  • Τέλος, για τις γλωσσικές ιδεολογίες, βλ. Σ. Μοσχονάς (2005) Ιδεολογία και γλώσσα. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη (ειδικά στο γ΄ κεφάλαιο), καθώς και την πολύ πλούσια βιβλιογραφία που παραθέτει ο συγγραφέας μέσα στο κείμενο.