Covid 19 και διαφαινόμενες εξελίξεις στην ανάπτυξη εμβολίων

Νίκος Θεσσαλονικεύς, Μαιευτήρας- Χειρουργός Γυναικολόγος

Η πανδημία από τον ιό SARS-CoV-2 έθεσε την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα ενώπιον πολλαπλών προκλήσεων και ευθυνών. Ανάγκασε σχολές με διαφορετικές προσεγγίσεις και μεθόδους να συνεργαστούν, για την αντιμετώπιση της νόσου και των επιπτώσεων που προκύπτουν, σε ιατρικό αλλά και οικονομικό επίπεδο.

Στην αρχή της πανδημίας του κοροναϊού, οι ερευνητές δεν είχαν κατανόηση για το πώς μπορεί να αναπτυχθεί μια φυσική ανοσία έναντι του COVID-19. Αλλά αυτό άλλαξε γρήγορα. Μέσα σε μήνες, μελέτες έδειξαν ότι τα μολυσμένα άτομα μπορούν να παράγουν αντισώματα που εξουδετερώνουν τον ιό, καθώς και Τ κύτταρα που μπορούν να αναγνωρίσουν και να εξουδετερώσουν τα μολυσμένα με SARS-CoV-2 κύτταρα.

Περαιτέρω έρευνα αποκάλυψε ότι ακόμη και άτομα που δεν έχουν μολυνθεί από τον ιό μπορούν να έχουν αντισώματα και Τ κύτταρα, που αναγνωρίζουν το SARS-CoV-2. Αυτό μπορεί να είναι το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα άτομα αυτά είχαν προηγουμένως μολυνθεί με άλλου είδους κορωναϊούς που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα.

Η παρουσία αυτών των αντισωμάτων και των αποκρίσεων Τ-κυττάρων ήταν μια καλή είδηση για την ανάπτυξη των εμβολίων. Εάν η φυσική λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει τέτοιου είδους αποκρίσεις, τότε ο εμβολιασμός θα μπορούσε να προκαλέσει παρόμοιες ή πιο ισχυρές προστατευτικές αντιδράσεις.

Αυτή η διαφαινόμενη ανοσία έχει άμεση επίπτωση και στην ανάπτυξη θεραπειών για τη νόσο. Μία από αυτές είναι η θεραπεία που ονομάζεται ανάρρωση πλάσματος. Αυτή συνίσταται στην παροχή πλάσματος αίματος COVID-19 από άτομα που αναρρώνουν από την ασθένεια, με το σκεπτικό ότι το πλάσμα περιέχει πολλά αντισώματα που αναγνωρίζουν το SARS-CoV-2.

Ωστόσο, η σύμφωνη γνώμη κλινικών ιατρών και ερευνητών είναι ότι η απόφαση του FDA ήταν πρόωρη, επειδή δεν είναι όλα αυτά τα αντισώματα προστατευτικά. Μια πιο υποσχόμενη προσέγγιση, στη χορήγηση πλάσματος, θα ήταν η απομόνωση ειδικών και ισχυρών αντισωμάτων από μολυσμένους ασθενείς και η ανάπτυξη θεραπειών αντισωμάτων βάσει αυτών.

Μια άλλη μεγάλη πρόκληση είναι το χαρακτηριστικό του σοβαρού COVID-19 ότι η υγεία των προσβεβλημένων ατόμων συχνά φαίνεται να επιδεινώνεται γρήγορα κατά τη δεύτερη εβδομάδα της μόλυνσης, σε πολλές περιπτώσεις μετά από αρχικά σχετικά ήπια συμπτώματα.

Οι πρώτες μελέτες αυτών των ασθενών υπαινίχθηκαν μια μη ισορροπημένη ανοσολογική ανταπόκριση, που εκδηλώνεται με μια υπερδραστήρια φλεγμονώδη αντίδραση, που δεν καταφέρνει να ελέγξει τον ιό και οδηγεί σε ασθένεια SARS-CoV-2.

Η δεξαμεθαζόνη, φάρμακο το οποίο ενισχύει την φλεγμονώδη απόκριση και χρησιμοποιείται ευρέως για τη θεραπεία πολλών φλεγμονωδών καταστάσεων, είναι ένα από τα λίγα μέσα θεραπειών μέχρι στιγμής, που έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τη θνησιμότητα από σοβαρή νόσο COVID-19.

Είναι ευτυχές ότι ο ιός δεν φαίνεται να μεταλλάσσεται γρήγορα – σε αντίθεση με τον ιό της γρίπης. Αυτό σημαίνει ότι το SARS-CoV-2 πιθανότατα δεν θα μεταλλαχθεί γρήγορα ώστε να αποφύγει την απόκριση που θα προκαλείται από τα εμβόλια. Ταυτόχρονα όμως δεν είναι ακόμη γνωστό εάν η ανοσία που θα προκαλείται από τα εμβόλια θα είναι βραχυπρόθεσμη ή μακροχρόνια, ούτε πόσο αποτελεσματικό θα είναι ένα εμβόλιο σε ηλικιωμένους, των οποίων το ανοσοποιητικό σύστημα ανταποκρίνεται λιγότερο καλά στον εμβολιασμό. Εάν η ανοσία είναι βραχύβια, τότε οι εμβολιασμένοι πληθυσμοί θα χρειαστούν τακτικές επαναλήψεις.

Αυτή τη περίοδο υπάρχουν ήδη δέκα υποψήφιες εταιρίες για έγκριση και διάθεση εμβολίων SARS-CoV-2 σε δοκιμές φάσης III και ενθαρρυντικά δεδομένα από πολλούς υποψήφιους σε NHPs και δοκιμές φάσης I, II ή I / II. Άρα μπορούμε να είμαστε αρκετά αισιόδοξοι.

Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο είναι ότι όλα τα υπό έγκριση εμβόλια, που βρίσκονται σε κλινικές δοκιμές χορηγούνται ενδομυϊκά. Αν και αυτή η οδός χορήγησης προκαλεί ισχυρές αποκρίσεις IgG, που προστατεύουν την κατώτερη αναπνευστική οδό, σε αντίθεση με τη φυσική λοίμωξη, δυστυχώς δεν προκαλεί αποκρίσεις IgA, που προστατεύουν την ανώτερη αναπνευστική οδό.

Μικρές ποσότητες IgG μπορούν να βρεθούν στην ανώτερη αναπνευστική οδό, αλλά μόνο στην περίπτωση πολύ υψηλών τίτλων ορού. Είναι επομένως κατανοητό – και αυτό στηρίζεται σε στοιχεία από πειράματα με NHPs – ότι τα περισσότερα εμβόλια θα προστατεύουν μόνο από μόλυνση της κατώτερης αναπνευστικής οδού και ενδέχεται να μην προκαλούν ικανή ανοσία στην άνω αναπνευστική οδό. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε εμβόλια που, αν και προστατεύουν από συμπτωματική νόσο, θα μπορούσαν ακόμη να επιτρέπουν τη μετάδοση του ιού, έστω και αν η ποσότητα του ιού που αποβάλλεται και η διάρκεια της αποβολής είναι μειωμένη.

Άρα ένα εμβόλιο που θα μπορούσε να προκαλέσει ικανή ανοσία και στην άνω αναπνευστική οδό θα ήταν προτιμότερο. Τα ζωντανά εξασθενημένα εμβόλια που μπορούν να εφαρμοστούν ενδορινικά θα οδηγούσαν πιθανώς σε ισχυρή ανοσοαπόκριση του βλεννογόνου καθώς και σε απόκριση IgG. Δυστυχώς, πολύ λίγα εμβόλια που είναι κατάλληλα για ενδορινική χορήγηση υποβάλλονται σε ανάπτυξη, και κανένα δεν βρίσκεται σε κλινικές δοκιμές.

Η προσπάθεια για εμβόλιο έναντι του κοροναϊού είναι ένα δείγμα για το τι μπορεί να επιτευχθεί όταν ερευνητές, κλινικοί, χρηματοδότες, ρυθμιστές, εταιρείες , κυβερνήσεις συνεργάζονται για να δράσουν για το κοινό όφελος. Ένα εμβόλιο που να λειτουργεί είναι απαραίτητο, αλλά πρέπει να είναι ασφαλές, αποτελεσματικό και πρέπει να διανέμεται δίκαια και σε όσους το χρειάζονται περισσότερο.

Μέχρι να φτάσει, και πιθανότατα για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά, οι άνθρωποι πρέπει να επιμείνουν σε λύσεις που λειτουργούν – αυστηρές δοκιμές, εντοπισμός των περιστατικών και απομόνωση – και να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους για να περιορίσουν την εξάπλωση του ιού.

Νίκος Π. Θεσσαλονικεύς
Μαιευτήρας Χειρουργός Γυναικολόγος